To φως των φάρων την εποχή του GPS

To φως των φάρων την εποχή του GPS

Η διαχρονική σιωπηλή συνομιλία τους με θαλασσινούς ταξιδιώτες, νησιώτες, ναυτικούς, ιστιοπλόους, αλιείς

6' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όρμος Λιβάδας, Τήνος, Ιούνιος 1993. Τα κύματα έρχονται από το βόρειο Αιγαίο σαν άλογα που καλπάζουν. Κάπου πέρα από τον κοφτερό κάβο που ορίζει τον όρμο, μου έχουν πει πως κρύβεται ένας παλιός φάρος. Με μια δανεική φωτογραφική μηχανή, ένα φιλμ και έναν τηλεφακό, ξεκινάω μια μοναχική πεζοπορία, προς τυφλή αναζήτηση του. «Εχει πολύ δρόμο ακόμη και έχει και γκρεμούς. Να προσέχεις», λέει ένας βοσκός που πέφτω πάνω στο διάβα του. Μισή ώρα πιο μετά, ο φάρος εμφανίζεται σιωπηλά μέσα στο τοπίο, υπεροπτικός, αδιάφορος για το στεριανό μου διάβα. Το βλέμμα του είναι στραμμένο προς τη θάλασσα, το Στενό και τους κινδύνους του. Ξέρει καλά γιατί τον έχτισαν εκεί, ογδόντα χρόνια πριν. Φωτίζει τον μεγάλο θαλασσινό δρόμο που περνάει μπροστά του, και το κάνει παρέα με τα αδέρφια του: τον Αρμενιστή, απέναντι στη Μύκονο, και τη Γριά, στην Ανδρο. Το βράδυ, κάθε βράδυ, στήνουν μαζί εδώ και χρόνια μια κρυφή συνομιλία.

Λίγες μέρες μετά, στο δωμάτιό μου στην Αθήνα, κοιτώ στον τοίχο καρφιτσωμένες τις φωτογραφίες. Προδίδουν ότι τελικά δεν κατάφερα να τον πλησιάσω, παρά μόνο μέσα από τον τηλεφακό. Με κάνουν όμως να θέλω να βρω κι άλλους σαν αυτόν. Πού να υπάρχουν, πού να στέκονται κρυμμένοι, πού θα βρω πληροφορίες γι’ αυτούς, φωτογραφίες, αρχεία, βιβλία, ντοκουμέντα;

Το «Ιστορικόν περί των φάρων των ελληνικών ακτών» του 1918, είναι η αρχή της έρευνας. Γραμμένο από τον διευθυντή της Υπηρεσίας Φάρων Στυλιανό Λυκούδη, τον Ερμουπολίτη «πατέρα» του σύγχρονου ελληνικού φαρικού δικτύου, αποτελεί την έμπνευση για τις πρώτες εξορμήσεις. Λίγο καιρό μετά, φάροι που διάβαζα στα λόγια και στις λίστες του, εμφανίζονται ζωντανοί μπροστά μου, ο καθένας με τον τελείως δικό του χαρακτήρα. Η Γριά της Ανδρου είναι σαν πύργος που ξέφυγε από μια σκακιέρα, η Ασπροπούντα της Φολεγάνδρου ένα μοναχικό ξωκλήσι με κυλινδρικό καμπαναριό.

Η αίσθηση πως αυτά τα κτίρια έχουν μια διάσταση μεταφυσική, ιερή, σεβάσμια και ταυτόχρονα αθώα, αμόλυντη και ταπεινή –όπως συμβαίνει και με τα ξωκλήσια– ήταν παρούσα στους περισσότερους κυκλαδίτικους φάρους που επισκέφτηκα στις αρχές του ’90. Η ίδια αίσθηση και στον Κόρακα της Πάρου, και στα Κατάπολα της Αμοργού, η ίδια μοναστική σιωπή και στον απόκρημνο, ρημαγμένο μικρό φάρο στις Καμάρες της Σίφνου. Και, σε όλους, πάντα η ίδια εντύπωση: ότι είναι ζωντανοί, σαν ανθρώπινες οντότητες με ανάσα και ψυχή, όπως τα καράβια, που άλλωστε φτιάχτηκαν για να τους μιλούν.

To φως των φάρων την εποχή του GPS-1
O φάρος στον βράχο Fastnet της Ιρλανδίας (1904). Εχει ύψος 54 μέτρα. Tον έλεγαν «Το δάκρυ της Ιρλανδίας», επειδή ήταν το τελευταίο κομμάτι της χώρας τους που έβλεπαν οι Ιρλανδοί που μετανάστευσαν στην Αμερική τον 19ο αιώνα. Φωτ. Timur Salikhov

Η σχετική βιβλιογραφία αποδείχθηκε (όπως και το ίδιο της το αντικείμενο) κρυπτική. Με λίγη επιμονή, όμως, έφερνε στο φως διαμάντια. Τέτοιο ήταν και το «Pharos: The Lighthouse Yesterday, Today and Tomorrow» («Ο φάρος χθες, σήμερα και αύριο»), γραμμένο το 1985 από έναν μηχανικό ονόματι Κένεθ-Σάτον Τζόουνς που είχε διατελέσει διευθυντής στην Chance Brothers, μία από τις μεγαλύτερες βρετανικές εταιρείες κατασκευής οπτικών μηχανημάτων για φάρους. Το βιβλίο αυτό ήταν ιδανική εισαγωγή στον θαυμαστό κόσμο των βρετανικών και γαλλικών φάρων, που, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, μετρήθηκαν στα ίσα σε τεχνολογία, καινοτομία και πρωτοπορία. Ηταν η εποχή που οι Βρετανοί δημιούργησαν θαύματα όπως ο φάρος του Eddystone, του Beachy Head ή του Bishop Rock, ή αυτός ο μυθικός γίγαντας του Fastnet που θυμίζει σύμβολο του ασυνείδητου, στην «είσοδο της Ευρώπης» έξω από την Ιρλανδία. Και όμως, οι εκκεντρικοί Γάλλοι φαίνεται πως (τουλάχιστον σε φινέτσα και σχεδιασμό) τους ξεπέρασαν. Το φαρικό τους δίκτυο στην ακτή του Ατλαντικού αποτελεί ένα πελώριο ανοιχτό μουσείο αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας.

Οι βρετανικοί και οι γαλλικοί φάροι, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, μετρήθηκαν στα ίσα σε τεχνολογία, καινοτομία και πρωτοπορία.

Τη φινέτσα των γαλλικών φάρων θαύμασα πρώτη φορά μέσα στα παλιά τείχη της παραθαλάσσιας πόλης του Σαν Μαλό, ένα χειμωνιάτικο βράδυ του ’90, σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο και συγκεκριμένα στις σελίδες δύο μικρών τοπικών εκδόσεων: στο «Les Phares et Leurs Gardiens» («Οι φάροι και οι φύλακές τους») και το «Les Phares D’Ouessant» («Οι φάροι του Ουεσάν»). Μικρά βιβλία που, στην προ Ιντερνετ εποχή, αποκάλυψαν αρχιτεκτονικά θαύματα όπως τη La Jument και το Kereon, μοναχικούς πύργους του παραμυθιού που ξεφυτρώνουν στη μέση της θάλασσας και κρύβουν μέσα τους πολυτελή μικρά (αλλά μοναχικά) παλάτια, τον αρχοντικό γίγαντα του Cordouan («βασιλιά των φάρων και φάρο των βασιλιάδων», όπως λένε οι Γάλλοι), τον μοντερνισμό των ’50s του πανύψηλου Roches Douvres, που η βάση του μοιάζει με τεράστιο βαπόρι έτοιμο να μπαρκάρει, τους ηλεκτρισμένους, τρομακτικούς πυλώνες του Nividic και την πανίσχυρη λάμψη του φάρου του Creac’h, την πιο δυνατή στην Ευρώπη, που εκπέμπει μέσα στην αγριάδα του στόματος του Ατλαντικού, πάνω στο νησί Ouessant. Το νησί που, λίγο καιρό μετά, στο ναυτικό βιβλιοπωλείο «Outremer» στο Παρίσι, ένας βιβλιοπώλης με πληροφόρησε πως το συνόδευε η λαϊκή έκφραση «Qui voit Ouessant, voit son sang» («Οποιος βλέπει το Ουεσάν, βλέπει το αίμα του»). Από τον ίδιο έμαθα και για τους μεγάλους Γάλλους φωτογράφους Jean Guichard και Philip Plisson που, χρόνια πριν τα drones, πετούσαν με ελικόπτερα πάνω από βιβλικές φουρτούνες για να βγάλουν μερικές από τις πιο διάσημες αεροφωτογραφίες φάρων της Βρετάνης, όπου οι πύργοι τους κουκουλώνονται ολόκληροι από γιγάντια ωκεάνια κύματα.

To φως των φάρων την εποχή του GPS-2
O φάρος του Παπάργυρα (ή Λιβάδας) στο βορειοανατολικό άκρο της Τήνου. Φωτ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

Και κόμικς

Την ίδια εποχή, λίγες γειτονιές πιο πέρα, στα κομιξάδικα του Σαν-Ζερμέν, βρήκα φάρους να πρωταγωνιστούν ακόμα και στα καρέ της ένατης τέχνης: o Γάλλος στυλίστας Σερτζ Κλερκ είχε φτιάξει ένα αστυνομικό μυστήριο με τίτλο «Meurtre Dans Le Phare» («Φόνος στον φάρο»), ενώ ο ταλαντούχος Ισπανός εικονογράφος Μιγκουελάνξο Πράντο είχε δημιουργήσει ένα συγκινητικό, μεταφυσικό ανθρώπινο δράμα που εξελισσόταν σε μια βραχονησίδα, υπό τη σκιά ενός σβησμένου φάρου στη μέση του ωκεανού, με τίτλο «Trait de Craie» («Γραμμή από κιμωλία»).

Πίσω στην πατρίδα, στα τέλη του ’90 εκδόθηκαν διακριτικά αλλά μεγαλεπήβολα δύο σπουδαία λευκώματα από τις εκδόσεις Αμμος, και τα δύο «βίβλοι» για τους φαρολάτρες. Το 1996, ο Γήσης Παπαγεωργίου (που είχε διατελέσει υποδιευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων του Πολεμικού Ναυτικού) κυκλοφόρησε το «Πέτρινοι φάροι της Ελλάδας», μια συλλογή από πανέμορφες ακουαρέλες του όλων των επιτηρούμενων πέτρινων μας φάρων, ενώ τον επόμενο χρόνο, ο φωτογράφος Γιάννης Σκουλάς παρουσίασε το αποτέλεσμα μιας τετράχρονης φωτογραφικής αποτύπωσης φάρων από άκρη σε άκρη στη χώρα, «μια ατέλειωτη εκδρομή που σιγά σιγά έγινα δέσμιός της», όπως γράφει ο ίδιος στην εισαγωγή της έκδοσης.

Και ποιος, άραγε, θα λέγαμε ότι είναι ο πιο ιστορικός, ο πιο εμβληματικός, ο πιο εντυπωσιακός από τους φάρους μας; Η απάντηση μάλλον στέκεται στη Διδύμη, ένα ερημονήσι στην είσοδο του λιμανιού της Ερμούπολης. Αυτός ο πέτρινος πύργος ύψους 29 μέτρων (ο ψηλότερος του φαρικού δικτύου μας) σχεδιάστηκε το 1834 από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Γιόχαν Ερλάχερ και δεν θυμίζει τα κάτασπρα κυκλαδίτικα φανάρια που μοιάζουν με ξωκλήσια. Είναι αστικός και μεγαλοπρεπής, σωστή αντανάκλαση της πόλης του. Οταν μια βλάβη, τον χειμώνα που πέρασε, τον κράτησε σβηστό για ελάχιστες μέρες, ήταν λες και έλειπε κάτι από την ίδια την Ερμούπολη. Μάλιστα, την Κυριακή που πέρασε, παγκόσμια ημέρα φάρων, μια κινητοποίηση πολιτών έφερε στο κατώφλι του ένα δρώμενο με παραδοσιακούς χορούς, που σηματοδότησε την πρόθεση των Συριανών να του προσφέρουν μια, επείγουσα πλέον, συντήρηση και ανακαίνιση. Δεν είναι γι’ αυτούς απλά μια σπίθα πάνω σε έναν πέτρινο πύργο, αλλά ένα πολυσήμαντο σύμβολο.

Φάροι σαν αυτόν, τον καιρό του Ιντερνετ και του GPS, δεν έχουν πια την πρακτική σημασία που είχαν κάποτε. Κι όμως, η ύπαρξή τους είναι βαθιά συνδεδεμένη με τη δική μας. Οι θαλασσινοί ταξιδιώτες, οι νησιώτες, οι ναυτικοί, οι ιστιοπλόοι, οι αλιείς, θα έπλεαν σε θάλασσες σιωπηλές, απρόσωπες, σκληρές, χωρίς αυτούς. Το μοναχικό, σιωπηλό και ανιδιοτελές τους στίγμα συμβολίζει την ανθρώπινη παρουσία μέσα στη σκληρή απεραντοσύνη της θάλασσας, την ασφάλεια μέσα στον κίνδυνο και το φως μέσα στο σκοτάδι.

Διαβάστε

To φως των φάρων την εποχή του GPS-3

Ελληνικοί πέτρινοι φάροι 
Γήσης Παπαγεωργίου, 
εκδ. Αμμος, 1996, σελ. 260

To φως των φάρων την εποχή του GPS-4

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή