Τα 70s μοιάζουν σαν τη δεκαετία στην οποία συνέβησαν όλα. Τα κινήματα που στη μία ή την άλλη τους παραλλαγή ορίζουν τη μουσική, το σινεμά και τις τέχνες έως και σήμερα, είτε γεννήθηκαν σε αυτή τη δεκαετία ή πήραν την παρακαταθήκη των 60s για να την πάνε ένα αποφασιστικό βήμα παραπέρα.
Την ίδια στιγμή, τα μεγάλα αστικά κέντρα έβραζαν. Η ελευθεριότητα και ο ηδονισμός πήγαιναν χέρι-χέρι με το ανοιχτό πνεύμα. Η Νέα Υόρκη ήταν το σημείο συνάντησης κάθε άσωτου σταρ, ανήσυχου καλλιτέχνη, επίδοξης διασημότητας, μα και εκεί που με όλα αυτά, συνυπήρχε το «βρώμικο» underground (τι είναι, άλλωστε και σήμερα;). Η πόλη στην οποία το γκλίτερ και η σκόνη έδιναν τα χέρια.
Εκεί, ανάμεσα σε προσωπικότητες όπως η Ντέμπι Χάρι, οι Talking Heads και κυρίως, ο Άντι Γουόρχολ, βρέθηκε ο Κρίστοφερ Μάκος μαζί με μία κάμερα στο χέρι, τα μυστικά της οποίας έμαθε στο Παρίσι από έναν από τους μεγαλύτερους οραματιστές των οπτικών τεχνών των αρχών του προηγούμενου αιώνα: τον Μαν Ρέι.
Κι αυτός με τη σειρά του, ανέλαβε το σημαντικό έργο να γίνει ο άνθρωπος που έδειξε στον Άντι Γουόρχολ πώς να χρησιμοποιεί την κάμερα -μα και εκείνος που τον σύστησε στο καλλιτεχνικό σύμπαν του Κιθ Χάρινγκ και του Ζαν-Μισέλ Μπασκιά. Και, όπως πάει πάντα, «όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία».
Ο Κρίστοφερ Μάκος υπήρξε έκτοτε στενός συνεργάτης του «Πάπα» της ποπ αρτ, αυτός που τον έκανε μοντέλο, σε μια φωτογραφική σειρά που μας έδειξε πως, όσο αυτοπεποίθηση είχε ο Γουόρχολ πίσω από την κάμερα, άλλο τόσο ντροπαλός υπήρξε μπροστά από αυτή, ενώ αναβίωσε μαζί του τις drag φωτογραφήσεις που έκανε αντίστοιχα ο Μαν Ρέι με τον Μαρσέλ Ντυσάν.
Με χιλιόμετρα φιλμ δίπλα στον μεγαλύτερο οραματιστή καλλιτέχνη του 20ου αιώνα, ρωτάω τον Κρίστοφερ Μάκος στην άλλη άκρη της βιντεοκλήσης, ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα που πήρε από τον Άντι Γουόρχολ: «Το πώς να τρέχω την τέχνη ως επιχείρηση». Ο φωτογράφος παρατηρούσε τον τρόπο που ο δαιμόνιος Γουόρχολ μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στα έργα του, το περιοδικό Interview, το Factory και κάθε άλλη δραστηριότητά του, «είναι δύο ώρες το ένα, δύο ώρες το άλλο, δύο ώρες το τρίτο κι έτσι μαθαίνεις πώς να διαχειρίζεσαι τον χρόνο σου και πώς να το κάνεις όλο αυτό χρήματα».
Όπως και όλα όσα έκανε, έτσι κι ο ίδιος ο Γουόρχολ δεν ήταν μόνο ένα πράγμα. Υπήρχε ο Γουόρχολ ο καλλιτέχνης, ο επιχειρηματίας, το μοντέλο, αλλά και ο Γουόρχολ της φύσης. Το τελευταίο εξερευνά η τρέχουσα έκθεση του Κρίστοφερ Μάκος και του Πολ Σόλμπεργκ στην Πενσυλβάνια, «Andy in Nature», που μέσα από φωτογραφίες του πρώτου θέλει να παρουσιάσει έναν Γουόρχολ πιο βατό και προσβάσιμο. Αναρωτιέμαι, όμως, πού συναντιόντουσαν όλα αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα του Γουόρχολ και έπρεπε να περιμένω την απάντηση του Μάκος: «Το σημείο συνάντησης ήταν το Factory». Μα, φυσικά, τι άλλο αν όχι, ο «ναός» του;
Ο Κρίστοφερ Μάκος μόλις έχει επιστρέψει στη Νέα Υόρκη από το Λος Άντζελες που βρέθηκε για τα εγκαίνια της άλλης του έκθεσης «Fringe» στην οποία παρελαύνουν φωτογραφίες του και κολάζ από διασημότητες και πρόσωπα-κλειδιά της ποπ κουλτούρας. Όλοι αυτοί, δηλαδή, ανάμεσα στους οποίους κινούταν και δημιουργούσε πάντα ο Μάκος.
Κάθε ένα από αυτά τα πρόσωπα υπήρξε λαμπερό, αλλά κάποια, λίγο περισσότερο από τα άλλα. Ο Κρίστοφερ Μάκος πάντα εντυπωσιαζόταν από την περίπτωση της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που φωτογράφισε τη δεκαετία του ‘80 σε μία Harley Davidson: «Αυτό που πάντα με εντυπωσίαζε σε αυτήν ήταν πως ήταν διάσημη από τα 10 της χρόνια, ήταν από παιδί στις ταινίες. Και σκεφτόμουν πάντα, πώς είναι να είσαι μια ζωή μέσα στις ταινίες;».
Κι ύστερα, ήταν το Studio 54. Ο μύθος συχνά υπερβαίνει την πραγματικότητα, αλλά στην περίπτωση του κλαμπ που έγινε συνώνυμο της ντίσκο και του ερωτισμού τη δεκαετία του ‘70 κι όσοι έζησαν θυμούνται γλαφυρά (οι υπόλοιποι, ζηλεύουν φοβερά) φαντάζει ισάξιος. Εκεί ήταν, φυσικά, και ο Μάκος που έχει να θυμάται το πόσο ελεύθερο και ίσο ήταν αυτό που συνέβαινε πίσω από τις πόρτες του: «Το ωραίο με το Studio 54 είναι ότι δεν υπήρχαν κοινωνικές διαβαθμίσεις, εκεί θα έβρισκες τον διάσημο, τον πλούσιο, τον φτωχό, τον περιθωριακό και όλοι συνυπήρχαν εκεί. Υπό αυτή την έννοια, ήταν ένα μυθικό μέρος».
Κάτι που μας φέρνει σε συγκρίσεις με το σήμερα στο οποίο, ο Μάκος βλέπει ένα Μεγάλο Μήλο εντελώς αλλαγμένο: «Κάποτε βρισκόμασταν στο Studio 54, τώρα η Νέα Υόρκη συναντιέται στα εστιατόρια».
Λέει πολλά η παραπάνω φράση, μα ο φωτογράφος δεν μένει εκεί. Έχοντας ζήσει σε μία πόλη που υπήρξε άκρατα ελευθεριακή δεκαετίες πριν γίνει ο υπόλοιπος κόσμος, θεωρεί, τελικά, τη σύγχρονη αντίληψη των πραγμάτων γεμάτη με πολλά περισσότερα στεγανά. «Είναι φοβερό, σήμερα οι νέοι έχουν όλη αυτή την πρόσβαση και την πληροφορία και όμως επιμένουν στις ταμπέλες», σχολιάζει. Και συνεχίζει: «Τώρα πρέπει να είσαι ή “she” ή “them” ή κάτι συγκεκριμένο. Πίσω στα 70s είτε ήσουν στρέιτ είτε γκέι, ήσουν απλά αυτός που ήσουν. Ήμουν απλά ο Κρις Μάκος, δεν χρειαζόταν κάποια ταμπέλα».
Μπορεί να διανύουμε μια εποχή που, όπως επιβεβαιώνει και ο Μάκος, «ο Άντι Γουόρχολ σίγουρα θα λάτρευε», μιας και έχει όλα όσα εκείνος προφήτευσε, αλλά ο φωτογράφος βρίσκει βαθιά προβληματική τη λεγόμενη woke culture: «Δεν μου αρέσει η woke culture, σίγουρα είναι και μία μορφή νεοσυντηρητισμού. Μπορεί, ας πούμε, να σου έλεγα “Τι ωραία συνέντευξη που κάναμε” και να σε χτυπούσα ελαφρά στην πλάτη κι εσύ να θεωρούσες απρεπή αυτή την κίνηση», φέρνει ως παράδειγμα, για να υπογραμμίσει τις υπερβολές που έρχονται συχνά μαζί με μία τέτοια κοινωνική συνθήκη/αλλαγή.
Το ωραίο με το Studio 54 είναι ότι δεν υπήρχαν κοινωνικές διαβαθμίσεις, εκεί θα έβρισκες τον διάσημο, τον πλούσιο, τον φτωχό, τον περιθωριακό και όλοι συνυπήρχαν εκεί. Υπό αυτή την έννοια, ήταν ένα μυθικό μέρος
Τι λείπει, τελικά, από τον Κρίστοφερ Μάκος από τη δεκαετία του ‘70; Η απάντηση είναι αρκετά κυνική: «Αυτό που μου λείπει από τα 70s είναι το πόσο φθηνή ήταν η ζωή. Τώρα, εδώ στη Νέα Υόρκη πας στο σούπερ μάρκετ και για 3-4 πράγματα δίνεις 100 δολάρια». Κατά τ’ άλλα, «Δεν μου αρέσει να αναπολώ τα παλιά. Φυσικά, όμως, μου αρέσει να μιλάω για το παρελθόν, γιατί αποτελεί τα θεμέλια του “σπιτιού” του σήμερα».
Αν δεν το υποθέσατε ως τώρα από το όνομά του, ο Κρίστοφερ Μάκος έχει ελληνική (αλλά και ιταλική) καταγωγή, κάτι που θεωρεί πως σίγουρα κουβαλάει μαζί του. Λίγο πριν κλείσουμε, μου λέει πόσο πολύ θα ήθελε να κάνει μία έκθεση στην Αθήνα, ενώ, προσπαθεί να θυμηθεί πως λέγεται εκείνο το γλυκό με κρέμα που είχε φάει στη Θεσσαλονίκη (spoiler: μπουγάτσα).
Ο Μαν Ρέι είχε πει κάποτε πως «Προτιμώ να φωτογραφίζω μία ιδέα αντί ενός αντικειμένου, ένα όνειρο αντί μίας ιδέας». Μπορεί ο Κρίστοφερ Μάκος να μην είχε ξανακούσει αυτή τη φράση του μέντορά του, αλλά τον βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Μάλιστα, «Πολλοί νομίζουν ότι φωτογραφίζοντας κάποιον, αποτυπώνεις μόνο μια εικόνα, ενώ, στην ουσία, αποτυπώνεις το ποιος είναι ο άλλος», λέει ο φωτογράφος που θέλει πάντα να γνωρίζει ένα άτομο πριν πατήσει το κλικ της κάμεράς του.
Άλλωστε, «Με τη φωτογραφία απαθανατίζεις τον εσωτερικό κόσμο κάποιου. Είναι σαν την ψυχανάλυση».