Αυτοί που μας μεγάλωσαν: το πορτρέτο μιας γενιάς

Αυτοί που μας μεγάλωσαν: το πορτρέτο μιας γενιάς

Ο συγγραφέας προχωράει σε μια διπλή, ταυτόχρονη ανατομία: τόσο της παιδικής και εφηβικής κατάστασης όσο και της αθηναϊκής μικροϊστορίας

2' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νίκος Βατόπουλος
«Ενα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα, 1934-1944»
εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 168

Αντί εισαγωγής μια διευκρίνιση: το κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί βιβλιοκριτική, ούτε, ας πούμε, το σχεδόν αυτονόητο, δηλαδή μια πράξη συναδελφικής αβροφροσύνης δεδομένης της πολύχρονης συνύπαρξης και φιλίας κάτω από τη στέγη της «Καθημερινής». Είναι περισσότερο αυθόρμητες σκέψεις που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του έκτου κατά σειρά βιβλίου του Νίκου Βατόπουλου, με τίτλο «Ενα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα, 1934-1944».

Με βασικό καύσιμο τις παιδικές και εφηβικές ημερολογιακές καταγραφές του γεννημένου το 1928 πατέρα του, Ιωάννη Βατόπουλου, σε μια από τις βασικές ιστορικές καμπές του 20ού αιώνα που περιλαμβάνει και την περίοδο της Κατοχής, ο συγγραφέας και αγαπημένος συνάδελφος στην «Κ» προχωράει σε μια διπλή, ταυτόχρονη ανατομία: τόσο της παιδικής και εφηβικής κατάστασης όσο και της αθηναϊκής μικροϊστορίας σε ένα θεωρητικά οικείο χρονικό διάστημα που υποτίθεται ότι γνωρίζουμε απέξω και ανακατωτά, αλλά είναι τελικά η μαρτυρία ενός πειθαρχημένου και φιλοπερίεργου παιδιού της Κατοχής που αποκαλύπτει την τερατώδη άγνοιά μας για πολύ σημαντικά γεγονότα της καθημερινότητας της εποχής. Ενα παράδειγμα: Ποιος γνώριζε ότι σχεδόν ολόκληρη η ακτή του Σαρωνικού, από το Νέο Φάληρο μέχρι τη Βουλιαγμένη και τη Βάρκιζα, είχε δεσμευθεί από τους Γερμανούς και το μπάνιο στη θάλασσα χωρίς τη σχετική άδεια ήταν θέμα ζωής και θανάτου; Ή κι αυτό: Σε μια από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που εικονογραφούν το βιβλίο είδα έκπληκτος κατάμεστες τις κερκίδες του γηπέδου της «Λεωφόρου» κατά τη διάρκεια ενός αγώνα Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού τον Ιούνιο του 1944. Με λίγα λόγια, η εικόνα μιας κατοχικής Αθήνας χωρίς εκλάμψεις «κανονικής ζωής» κινείται εντελώς εκτός πραγματικότητας.

Εχοντας στη διάθεσή του μια τόσο πυκνή και φορτισμένη ιστορικά πρώτη ύλη, ο Νίκος Βατόπουλος θα μπορούσε να κάνει πιο εύκολη τη ζωή του ενδίδοντας προς δύο συγγραφικές κατευθύνσεις που θα έμοιαζαν απολύτως κατανοητές. Ή να στρέψει το ενδιαφέρον του αποκλειστικά στην οικογενειακή παρακαταθήκη εμβαθύνοντας στην προσωπική σχέση ή να εστιάσει στους πραγματολογικούς θησαυρούς που του κληρονόμησε ο πατέρας του ξαναγράφοντας την ιστορία της Αθήνας της Κατοχής. Επιλέγει συνειδητά να μην κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Για να μας παραδώσει τελικά το πορτρέτο μιας εποχής, αλλά κυρίως μιας ολόκληρης γενιάς που μεγάλωσε σε μικρά, στριμωγμένα, υγρά δωμάτια στις ατελείωτες γειτονιές της Αθήνας, έζησε στο πετσί της τον πόλεμο και όχι μόνο δεν λύγισε, αλλά έβαλε τις βάσεις για τη μεταπολεμική μεταμόρφωση. Ταυτόχρονα το βιβλίο είναι κι ένα τεκμήριο ενός ολόκληρου «τρόπου» ενηλικίωσης που μας συνδέει με τους ανθρώπους που μας έφεραν στη ζωή. Αυτός ο τρόπος έχει να κάνει με την αναδυόμενη κουλτούρα του μικρόκοσμου της γειτονιάς, τον ρόλο των συνοικιακών αθλητικών σωματείων, τους υλικούς περιορισμούς που τροφοδοτούσαν τη φαντασία αλλά και την αγάπη για τη ζωή. Να πώς ένα βιβλίο για την Αθήνα και την Κατοχή γίνεται ένα βιβλίο για εμάς τους ίδιους και τους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή