Το θαύμα της πόλης του Μυστρά

Το θαύμα της πόλης του Μυστρά

Δίτομη έκδοση για την οργάνωση και λειτουργία του υστεροβυζαντινού πολεοδομικού συγκροτήματος

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρεις δεκαετίες έρευνας με θέμα το θαύμα του Μυστρά στους δύο αιώνες της βυζαντινής παρουσίας (1262-1460) είναι έργο ζωής. Για τον βυζαντινολόγο Σταύρο Ι. Αρβανιτόπουλο είναι μια διαρκής ανατροφοδότηση καθώς η επίπονη έρευνα γύρω από τον Μυστρά, οι αυτοψίες και η μελέτη είναι μέρος της καθημερινότητας. Το μεγάλο, δίτομο έργο που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων συγκεντρώνει την έρευνά του και την παραδίδει ως δημόσιο, πλέον, κτήμα.

Η εκδοθείσα έρευνα του Σταύρου Ι. Αρβανιτόπουλου με τίτλο «Η πόλη του Μυστρά (1262-1460). Η πολεοδομική οργάνωση και η λειτουργία ενός υστεροβυζαντινού αστικού συγκροτήματος» εμπεριέχει όλα τα στάδια και τους καρπούς της μελέτης. «Χρειάστηκε μια συστηματική, επίμονη, επίπονη έρευνα των γραπτών πηγών ολόκληρης της παλαιολόγειας εποχής, ώστε αφενός να αποδελτιωθεί οποιαδήποτε αναφορά στην πόλη του Μυστρά και στην Πελοπόννησο, αφετέρου να συγκεντρωθεί το σύνολο των ανθρωπωνυμίων, των ονομάτων των προσώπων που διέμειναν έστω και για λίγες ημέρες στον Μυστρά κατά τους δύο αιώνες βυζαντινής παρουσίας (1262-1460)», λέει ο Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος.

Η έκδοση παρουσιάστηκε την 1η Απριλίου στον Μυστρά, στο Ινστιτούτο Ερευνας Βυζαντινού Πολιτισμού, με ομιλητές την προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας, δρα Ευαγγελία Πάντου, την αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο δρα Ασπασία Λούβη-Κίζη (συγγραφέας η ίδια της μελέτης «Η φράγκικη πρόκληση στον βυζαντινό Μυστρά», εκδ. Ακαδημίας Αθηνών, 2019) και τον επίκουρο καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης δρα Κλήμη Ασλανίδη. Συντονιστής ήταν ο καθηγητής Νικόλαος Ζαχαριάς, κοσμήτωρ Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και διευθυντής Ινστιτούτου Ερευνας Βυζαντινού Πολιτισμού.

Το θαύμα της πόλης του Μυστρά-1
«Ηταν απαραίτητο να γνωρίζουμε τον ανθρώπινο παράγοντα, ώστε να τον συνδυάσουμε με τα υλικά κατάλοιπα στον χώρο και έτσι να υπάρξει κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα για την καθημερινότητα στον οικισμό», αναφέρει ο Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος.

«Χρειάστηκε μια συστηματική, επίμονη, επίπονη έρευνα των γραπτών πηγών ολόκληρης της παλαιολόγειας εποχής», λέει ο Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος.

Εκκινώντας αρχικά από προσωπικό ενδιαφέρον και αργότερα για τις ανάγκες της διδακτορικής διατριβής του (Φιλοσοφική Σχολή ΕΚΠΑ, 2004), ο Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος δεν σταμάτησε ποτέ την έρευνα για τον Μυστρά εμβαθύνοντας ακόμη και στην ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. «Ηταν απαραίτητο να γνωρίζουμε τον ανθρώπινο παράγοντα, ώστε να τον συνδυάσουμε με τα υλικά κατάλοιπα στον χώρο και έτσι να υπάρξει κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα για την καθημερινότητα στον οικισμό. Η σύγκριση με 49 ακόμη πόλεις της ίδιας περιόδου ήταν επίσης εξαιρετικά κοπιώδης, ήταν όμως ο μόνος τρόπος να τοποθετηθεί ο Μυστράς στην εποχή του και να γίνει αντιληπτή η σημασία του, αλλά και να καταστεί εφικτή η ερμηνεία στοιχείων που απαντώνται σε αυτόν».

Στον πρώτο τόμο του έργου παρουσιάζεται το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον καθώς και το ανθρώπινο δυναμικό της πολιτείας στην εξεταζόμενη περίοδο (1262-1460). Εμφαση δίνεται στην αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του Μυστρά, στην τυπολογία των κτισμάτων και στις οικιστικές ενότητες με ανάλυση της πολεοδομικής οργάνωσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η σύγκριση του Μυστρά με άλλα αστικά συγκροτήματα του ευρύτερου υστεροβυζαντινού κόσμου. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τοπογραφικά σχέδια και πάνω από 1.100 φωτογραφίες που τεκμηριώνουν το υλικό του πρώτου τόμου.

«Η πιο ανταποδοτική εργασία είναι αναμφιβόλως η αυτοψία», λέει ο Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος. «Παρά τις εξαιρετικές δυσκολίες και την αρνητική επί δεκαετίες στάση της υπεύθυνης αρχής (που ευτυχώς έχει πλήρως αντιστραφεί τα τελευταία χρόνια υπό τη διεύθυνση της νυν προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λακωνίας, δρος Ευαγγελίας Πάντου), η επαφή με τον χώρο, με το δομημένο και το φυσικό περιβάλλον, με τις μικρές (ίσως για το ευρύ κοινό ασήμαντες) λεπτομέρειες που εξακολουθούν να διατηρούνται στα σεβάσμια αυτά κτίσματα, οι μύριοι προβληματισμοί που γεννά η επιτόπια έρευνα τη στιγμή που λύνεται μία και μόνο απορία, οι συνεχείς δυσκολίες κατανόησης και ερμηνείας του τρόπου κατασκευής των κτιρίων, της χρήσης, της αρχικής μορφής, των διαδοχικών φάσεων, της σχέσης τους με τα γειτνιάζοντα ή με άλλα στο ίδιο ή σε άλλα αστικά σύνολα, εντέλει η αναβίωση της εποχής μέσα από ό,τι κατάφερε να φτάσει έως τις ημέρες μας είναι μια μοναδική πρόκληση».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή