«Ξέρεις την ορμή του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη»

«Ξέρεις την ορμή του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη»

Στη σελίδα 5 του σημερινού ενθέτου, σύγχρονοι Ελληνες ποιητές και ποιήτριες επιλέγουν το αγαπημένο τους ποίημα του Καβάφη

2' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη σελίδα 5 του σημερινού ενθέτου, σύγχρονοι Ελληνες ποιητές και ποιήτριες επιλέγουν το αγαπημένο τους ποίημα του Καβάφη. Ο κύριος Γκρι, χωρίς να είναι ποιητής, θέλει να επιλέξει και αυτός ένα δικό του αγαπημένο ποίημα από τον κορυφαίο (και παγκόσμιο) Ελληνα ποιητή: το «Ιασή τάφος».

Σύντομο, λακωνικό ποίημα που υπακούει στη λογική του αρχαίου ταφικού επιγράμματος. Ποιητικά σχόλια με μια ιδιαιτερότητα: μιλάει ο ίδιος ο νεκρός μέσα απ’ το μνήμα. Δεν έχει πολλά να πει: οι νεκροί δεν φλυαρούν. Εχουν κατακτήσει μια ζηλευτή οικονομία και, επιπροσθέτως, η ματιά τους στα πράγματα μοιάζει να έχει κάτι αφόρητα ρεαλιστικό, έως και κυνικό: η ζωή έληξε, τι άλλο να πούμε;

Ο Ιασής του Καβάφη «της μεγάλης ταύτης πόλεως (σ.σ. της Αλεξάνδρειας) ο έφηβος ο φημισμένος για εμορφιά», που τον θαύμασαν «βαθείς σοφοί» μα και ο «επιπόλαιος, ο απλούς λαός», από τον άλλο κόσμο εκφράζει τον καημό του: «Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή, οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν».

Η κατάληξη του ποιήματος έχει τη σοβαρή μα και τόσο αλλόκοτα ανάλαφρη προφορική απεύθυνση που συνηθίζουν οι νεκροί στα αρχαία ταφικά επιγράμματα προς τον περαστικό πάνω απ’ το μνήμα τους: «Διαβάτη, αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη».

Μάλιστα· ο νεκρός δεν λησμονεί την ευδαιμονία, την ευφορία, τον ηδονισμό του απλώς και μόνον να είσαι ζωντανός. Και, επιπλέον, η πόλις σε ακολουθεί και μετά θάνατον, ειδικά όταν είναι ταυτόσημη με τον χείμαρρο του βίου, με την αντίφαση που φωλιάζει στον πυρήνα του.

«Μα απ’ το πολύ να μ’ έχει ο κόσμος Νάρκισσο κ’ Ερμή, οι καταχρήσεις μ’ έφθειραν, μ’ εσκότωσαν».

Ο κύριος Γκρι αγαπά αυτό το καβαφικό ποίημα για έναν ακόμη λόγο: του θυμίζει τα αρχαία ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα που είχε ανακαλύψει στα 25 του μέσα από τις εξαίσιες μεταφράσεις του Παντελή Μπουκάλα («Επιτάφιος Λόγος», εκδ. Αγρα, 1995). Παραθέτει:

«Συχνά-πυκνά τ’ ετραγούδησα, τώρα απ’ τον τάφο θα βοήσω: Πιείτε. Προτού σας περικλείσει τούτη η σκόνη» (Ιουλιανού Αιγυπτίου).

Ενας ανώνυμος νεκρός παραδέχεται: «Πολλούς θανάτους πέθανα, μα σαν κι αυτόν ποτέ μου».

Ο Συμωνίδης Κείος μέσα απ’ τον τάφο σιχτιρίζει: «Λειψά έφαγα, λειψά ήπια, αρρώστησα πολύ. Και πέθανα. Εστω κι αργά. Στα τσακίδια λοιπόν. Ολοι σας».

Ο κύριος Γκρι έχει για τελευταίο σταθμό τον Παύλο Σιλεντάριο: «- Τ’ όνομά μου…/ Ε, και λοιπόν;/ – Πατρίδα μου…/ – Ε, κι ύστερα;// – Από γένος κρατάω τρανό./ – Κι αν ήσουν από ταπεινότατο;/ – Ως να πεθάνω, ένδοξα έζησα./ – Κι αν άδοξα είχες ζήσει;// – Και τώρα, ενθάδε κείμαι./ – Ποιος, και σε ποιον τα λες ετούτα;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή