Το ρόδο είναι ρόδο, όπως κι αν το πεις

Το ρόδο είναι ρόδο, όπως κι αν το πεις

Η ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου είναι το κέντρο βάρους στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Παντελής Δεντάκης

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πόση «διαφορετικότητα» μπορούν να αντέξουν τα μέλη μιας κλειστής κοινωνίας σε ένα μικρό παραθαλάσσιο γραφικό χωριό της Λέσβου; Πόση ενσυναίσθηση είναι σε θέση να εκφράσουν απέναντι στη μοναξιά ενός ανθρώπου που γεννήθηκε άνδρας αλλά αισθανόταν πάντοτε γυναίκα, μιας non binary oντότητας, που σε όλη της τη ζωή υπέφερε από την αδιάκοπη εσωτερική πάλη ανάμεσα στα κοινωνικά «πρέπει» και στα ατομικά «θέλω»; Η δραματουργική αξία του έργου της Κατερίνας Λούβαρη-Φασόη με τίτλο «Το ρόδο είναι ρόδο» έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι η συγγραφέας επεξεργάστηκε ένα αληθινό βίωμα και δημιούργησε έναν ρεαλιστικό σκηνικό πυρήνα που, αν και επίπεδος, ηθογραφικός και χωρίς ουσιαστικές αισθητικές διακυμάνσεις, ανέδειξε μια δραματική κατάσταση ηθικών συγκρούσεων.

Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθέτησε αυτήν την ιστορία με επίκεντρο την κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη διαφορετικότητα, τις στερεοτυπικές συμβάσεις και τις έμφυλες προκαταλήψεις. Απέδωσε σκηνικά τον σωματικό και ψυχολογικό βιασμό, την κοινωνική κατακραυγή που υπέστη η Διονυσία, «ένα πλάσμα» που ζει σε ένα φτωχικό σπίτι με συντροφιά τις γάτες της αυλής, ντύνεται με πολύχρωμα γυναικεία φορέματα και γενικά με ρούχα που δεν συμβαδίζουν με την ένδυση του κοινωνικού του φύλου. Η θεατρική δράση οργανώνεται στον άξονα τριών σκηνικών εικόνων. Η πρώτη αφορά τη συνάντηση της Διονυσίας και του Τζώρτζη, ενός ρατσιστή νέου που την προσεγγίζει συναισθηματικά, καθώς ελκύεται από την αθωότητα και τη ζεστασιά της. Η δεύτερη εικόνα είναι η σκηνή του βιασμού της Διονυσίας από την παρέα του Τζώρτζη, μια ομάδα νέων με ακραίες εθνικιστικές αντιλήψεις, και η τρίτη σκηνή είναι αυτή της μετάνοιας του Τζώρτζη, της αναζήτησης συγχώρεσης για το έγκλημα που διέπραξε, μια σκηνή λύτρωσης σχεδόν με τη θρησκευτική έννοια του όρου.

Ο Χρήστος Στέργιογλου, σε ένα ρεσιτάλ μοναδικής υποκριτικής δύναμης, αφαίρεσης και πύκνωσης των ερμηνευτικών του αντανακλαστικών, ανιχνεύει το δραματουργικό πορτρέτο της Διονυσίας. Αναδεικνύει με εξαιρετική πειστικότητα τη ρευστή και απροσδιόριστη έννοια της ταυτότητας του φύλου, αυτήν την υποκειμενική αίσθηση της έμφυλης ταυτότητας, και πετυχαίνει μια ισχυρή σκηνική παρουσία, έναν δυναμικό συνδυασμό ομιλίας, σιωπής, βλέμματος και θηλυκής κίνησης του σώματος, ιδιαίτερα στη σκηνή της εμβρυακής στάσης, μετά τον άγριο σεξουαλικό βιασμό που υπέστη. Η κοινωνία τον κατακρίνει, η οικογένεια τον απορρίπτει, ο ίδιος ντρέπεται και «όσο ζει η μάνα του δεν φορά φορέματα», προφανώς για να μην την πληγώσει. Ο Στέργιογλου τονίζει με την ερμηνεία του έναν ποιητικό ρεαλισμό, ο οποίος διακρίνει την εξομολόγηση, τα προσωπικά βιώματα και τις παιδικές αναμνήσεις του ήρωα. Ο ίδιος ιδιότυπος ρεαλισμός αναδεικνύεται στην τελευταία σκηνή, τη σκηνή της προσευχής για τη σωτηρία της ψυχής όλων των ανθρώπων, ακόμη και αυτών που με τόσο σκληρό τρόπο τον βασάνισαν. Εκφράζει τη μεγαλοθυμία ενός θύματος που συγχωρεί με την καρδιά και όχι με το μυαλό, γιατί αυτή η συγχώρεση δεν περνά μέσα από την εκλογίκευση αλλά μέσα από το συναίσθημα ενός δραματικού προσώπου που δηλώνει ότι ο «αληθινός του εαυτός είναι γυμνός, όπως τον γέννησε η μάνα του».

Η παράσταση εντάσσεται στο πλαίσιο του grape (greek agora of performance) του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος στον ρόλο του Τζώρτζη ανταποκρίνεται με δισταγμό και συστολή στην πρόκληση να αποδώσει έναν ήρωα που ταλαντεύεται ανάμεσα στην εμμονική προσήλωση στα έμφυλα στερεότυπα και στο αίσθημα της μετάνοιας. Οι νέοι ηθοποιοί Θανάσης Κρομλίδης, Βασίλης Ντάρμας και Γιάννης Σέρρης στους ρόλους των μελών της ρατσιστικής συμμορίας προκαλούν κυρίως με τις κινήσεις τους την ατμόσφαιρα ενός θεάτρου της ωμότητας, της βίας και του αμαρτήματος επί σκηνής. Ο Νίκος Δεντάκης και η Κατερίνα Μόσχου σκιαγράφησαν το σκηνικό του σπιτικού της Διονυσίας, η Κική Γραμματικοπούλου τα πολύχρωμα ρούχα της, ο Αποστόλης Κουτσιανικούλης την εναλλαγή του φωτισμού, ο Νίκος Κυπουργός δημιούργησε τη μουσική ατμόσφαιρα και η Σεσίλ Μικρούτσικου επιμελήθηκε την κίνηση των σωμάτων των ηθοποιών. Η παράσταση διαθέτει ένα ισχυρό κέντρο βάρους: την ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου. Στο φινάλε, με αφοπλιστική ωριμότητα, ντυμένος στα λευκά, μονολογεί: «Είτε Διονυσία με πεις είτε Διονύση, το ίδιο είναι. Οπως και να το πεις, το ρόδο είναι ρόδο».

H κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια στο Τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT