«Είπες πως δε θα με ξεχνούσες/ λόγια ήτανε μόνο»

«Είπες πως δε θα με ξεχνούσες/ λόγια ήτανε μόνο»

Ο κύριος Γκρι συνεχίζει την ανάπαυλά του πλάι στη θάλασσα διαβάζοντας για πολλοστή φορά το κομψό τομίδιο «Κινεζική και ιαπωνική ποίηση» του Ανδρέα Αγγελάκη (1940-1991) από τις εκδόσεις Καστανιώτη (1983)

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο κύριος Γκρι συνεχίζει την ανάπαυλά του πλάι στη θάλασσα διαβάζοντας για πολλοστή φορά το κομψό τομίδιο «Κινεζική και ιαπωνική ποίηση» του Ανδρέα Αγγελάκη (1940-1991) από τις εκδόσεις Καστανιώτη (1983). Σήμερα επιλέγει από παλαιά ιαπωνικά ποιήματα, αντλημένα από τρεις πολύ σημαντικές ποιητικές ανθολογίες («Μαν Γιόσου», «Κοκίνσου» και «Σινκονσίσου»), που καλύπτουν, όπως γράφει ο Ανδρέας Αγγελάκης, το διάστημα της ποιητικής παραγωγής από τα μέσα του 8ου αι. έως το 1205.

«Περισσότερο στυλιζαρισμένη από την κινεζική, με τα καθιερωμένα λυρικά της σύμβολα –το φεγγάρι, τ’ ανθάκια των δέντρων που πέφτουν, τη σιωπή του χιονιού, την άχρονη, παράλληλη ζωή του ονείρου που οι άνθρωποι μιλούν άφωνα για ό,τι περνά από τη συνείδηση σαν σκιά– κατορθώνει να δώσει μια εντύπωση εσωτερικού, συγκρατημένου κραδασμού και αποπνευματωμένης φυσιολατρικής έμπνευσης».

Από την ανθολογία «Μαν Γιόσου»:

• Σκεφτόμουν τα λουλούδια: Ας πούμε, λοιπόν, πως/ δε σ’ αρέσω – καλά. / Ομως δε θα ‘ρθείς/ μήτε την πορτοκαλιά να δεις/ ολάνθιστη στην πόρτα;

• Ο έρωτας είναι ένα μαρτύριο/ όποτε τον κρύβουμε./ Γιατί να μην τον δείχνουμε γυμνό/ σαν το φεγγάρι που βγαίνει/ πίσω απ’ το χείλι του βουνού;

«Ας πούμε, λοιπόν, πως/ δε σ’ αρέσω – καλά. / Ομως δε θα ’ρθείς/ μήτε την πορτοκαλιά να δεις/ ολάνθιστη στην πόρτα;».

• Απόψε το βραδάκι θα ‘ρθω/ λιγάκι να σε δω μες στ’ όνειρό σου./ Κανείς δε θα με δει, μήτε θα με ρωτήσει/ γιαυτό ν’ αφήσεις το πορτάκι σου ξεκλείδωτο.

• Πάλι ολομόναχη θα πρέπει/ να κοιμηθώ και σήμερα το βράδυ/ πάνω στη στενή μου ψάθα/ ανήμπορη να συναντήσω πάλι/ τον άντρα που πυρκαγιά μου άναψε;

• Ονειρα, ακούστε με όνειρά μου!/ Μη με σμίξετε/ μ’ εκείνον που αγαπώ/ γιατί όταν πια ξυπνήσω/ νιώθω μια τόσο παγωμένη μοναξιά.

• Από την ανθολογία «Κοκίνσου» (αρχές 10ου αι.): Οπως ο πάγος που λιώνει/ σαν η άνοιξη αρχίζει/ χωρίς ν’ αφήνει ίχνη πίσω του/ έτσι η καρδιά σου/ ας έλιωνε κυλώντας προς τα μένα.// Κάτι που μαραίνεται/ χωρίς ν’ αφήσει πίσω του σημάδι/ είναι το άνθος/ της καρδιάς του ανθρώπου/ σ’ αυτό τον κόσμο.// Μπορεί αυτός ο κόσμος/ ο παμπάλαιος/ να ‘τανε πάντα του τόσο λυπημένος/ ή γίνηκε έτσι μοναχά/ για μένανε;

• Από την ανθολογία «Σινκονσίσου» (1205): (…) Τίποτα πια/ δικό σου δεν απόμεινε σ’ αυτή τη χλόη/ που κάποτε μαζί πατούσαμε: καιρός που πέρασε από τότε / – μια ερημιά ο κήπος τώρα. // (…) Είπες πως δε θα με ξεχνούσες/ λόγια ήτανε μόνο·/ ό,τι απομένει ακόμα/ είναι το φεγγάρι που έλαμπε εκείνη τη βραδιά/ και τώρα να ‘το πάλι.// Ακόμα και σε κάποιον/ ελεύθερο από πάθη/ η θλίψη αυτή θα ήταν φανερή:/ δείλι φθινοπωρινό σε βάλτο/ που βλέπεις το κεφάλι μιας μπεκάτσας.// Ζώντας ολομόναχος/ σ’ αυτό το χώρο ανάμεσα στα βράχια/ μακριά απ’ την πόλη/ εδώ, όπου κανένας δε με βλέπει/ στη θλίψη θα δοθώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή