ΒΕΝΕΤΙΑ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Τα φώτα σιγά σιγά χαμηλώνουν εδώ στη Βενετία, επιφυλάσσοντας μία μόνο ακόμη αναλαμπή το βράδυ του Σαββάτου, όταν ο Χρυσός Λέοντας, μαζί με τα υπόλοιπα βραβεία της επετειακής, 80ής διοργάνωσης θα βρει τον φετινό του κάτοχο. Εως τότε, βέβαια, εμείς συνεχίζουμε να βλέπουμε ταινίες· μερικές φορές είναι αυτές οι τελευταίες ημέρες που μπορεί να κρύβουν ευχάριστες εκπλήξεις, οι οποίες θα εκτιμηθούν και από την κριτική επιτροπή.
Αν, πάντως, κάτι τέτοιο ισχύσει φέτος θα είναι μάλλον για το συγκινητικό «Io Capitano» του Ματέο Γκαρόνε. Ο Ιταλός κινηματογραφιστής, που μας έχει συνηθίσει σε γεμάτα ένταση μαφιόζικα θρίλερ («Suburra», «Dogman»), ασχολείται εδώ με το μεταναστευτικό μέσα από επικό ταξίδι λύτρωσης. Δύο έφηβοι ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης με στόχο να φτάσουν στην Ευρώπη. Στη διαδρομή θα περάσουν μεγάλες περιπέτειες και κακουχίες, που θα δοκιμάσουν τις φυσικές αντοχές, αλλά κι εκείνες των ονείρων τους. Ο Γκαρόνε κινηματογραφεί με σκληρό ρεαλισμό –συν κάποιες ονειρικές πινελιές– μια ιστορία άγριας ενηλικίωσης, βάζοντας την Αφρική στο επίκεντρο. Γεννημένοι στην ανέχεια, αλλά με ελπίδες μιας καλύτερης ζωής, οι ήρωές του είναι οι άνθρωποι που φτάνουν σταθερά και στις δικές μας ακτές – συχνά με καπετάνιο πολύ χειρότερο από αυτόν του τίτλου της ταινίας.
Στο φινάλε της Μόστρα, ωστόσο, έχουμε και ελληνική συμμετοχή. Το «Καλοκαίρι της Κάρμεν» του Ζαχαρία Μαυροειδή («Απόστρατος») παίρνει μέρος στο τμήμα Giornate degli Autori, γεγονός από μόνο του σημαντικό για τον Ελληνα κινηματογραφιστή. Ακόμη περισσότερο που η ταινία του είναι μία από τις πιο πρωτότυπες και τολμηρές που είδαμε αυτές τις ημέρες στη Μόστρα. Στο επίκεντρό της βρίσκεται ένα γκέι «bromance», ανάμεσα στον Δημοσθένη και στον Νικήτα, δύο κολλητούς φίλους, οι οποίοι προσπαθούν να γράψουν το σενάριο μιας μεγάλου μήκους –και μικρού προϋπολογισμού– ταινίας. Τελικά καταλήγουν να μπλέξουν τις εμπειρίες τους από το καλοκαίρι που μόλις ολοκληρώνεται με τις παιδικές τους αναμνήσεις.
Ο Μαυροειδής κάνει ένα απόλυτα queer φιλμ, αλλά η ταινία του μοιάζει να λέει ότι τα πάθη, τα παράπονα, οι γκρίνιες, οι χαρές και οι λύπες που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, φιλικές και μη, δεν έχουν να κάνουν με τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Βέβαια, όλο αυτό σε ένα πολύχρωμο περιτύλιγμα, διανθισμένο με μπόλικη αυτοαναφορικότητα, χιούμορ, αλλά και μιαν υποβόσκουσα μελαγχολία που είχαμε συναντήσει (σε μεγαλύτερο βαθμό εκεί) και στον «Απόστρατο».
Για το τέλος, η πιο διασκεδαστική ίσως από τις ταινίες που είδαμε αυτές τις ημέρες στη Βενετία ανήκει στον αγαπημένο μας Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ («Boyhood»), ο οποίος παρουσίασε τον δικό του πληρωμένο εκτελεστή («Hit Man») μετά εκείνον, τον πιο σοβαρό, του Ντέιβιντ Φίντσερ. Πρωταγωνιστής της ταινίας, η οποία καταχειροκροτήθηκε από το κοινό, είναι ο Γκάρι, ένας καθηγητής ψυχοπαθολογίας, ο οποίος στον… ελεύθερο χρόνο του υποδύεται τον επαγγελματία δολοφόνο για λογαριασμό της αστυνομίας, ώστε εκείνη να συλλαμβάνει τους υποψήφιους πελάτες του. Οταν, όμως, εκείνος θα ερωτευτεί μία από αυτούς, τα πράγματα θα αρχίσουν να περιπλέκονται επικίνδυνα.
Ο Λινκλέιτερ χρησιμοποιεί πανέξυπνα τον μηχανισμό των προσωπείων, πίσω από τα οποία όλο και πιο συχνά οι σύγχρονοι άνθρωποι κρύβονται προκειμένου να φτιάξουν μια εναλλακτική εικόνα για τον εαυτό τους. Φυσικά εδώ δεν πρόκειται για τον παράλληλο κόσμο των σόσιαλ μίντια αλλά για τον κανονικό, όπου ο ήρωας ρισκάρει τη ζωή του, δημιουργώντας όλων των ειδών τις αστείες καταστάσεις. Κορυφαία στιγμή, σε μια πλειάδα κινηματογραφικών αναφορών, η μεταμφίεση σε έναν εκτελεστή, ο οποίος είναι φτυστός ο Γουές Αντερσον…