Ενα ψυχρό δραματικό γλυπτό

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» αρκέστηκε στις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Κανένας θνητός δεν βρήκε τον τρόπο να ξεφύγει από τη βούληση των θεών»
Οιδίπους επί Κολωνώ (401 π.Χ.)

Και στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», ο Σοφοκλής δημιουργεί έναν δραματικό πυρήνα γύρω από την άνιση αναμέτρηση του ανθρώπου με τη μοίρα και την υλοποίηση των καταστροφικών θεϊκών χρησμών, που προμηνύουν την υποταγή της ανθρώπινης βούλησης στη βούληση των θεών. Ο «ταλαίπωρος» Οιδίποδας, αφού έχει τυφλωθεί με τα ίδια του τα χέρια, γέροντας πια και πλήρης δύσκολων ημερών, εγκαταλείπει τη Θήβα και περιπλανιέται «μιασμένος» έξω από τα όρια της πόλης. Ο χρησμός προβλέπει τύχη και ευημερία στους πολίτες της πόλης, όπου θα ταφεί ο Οιδίποδας και αν «κακοπάθει» ο τάφος του, αυτό θα σημαίνει κατάρα για τους Θηβαίους.

Η δραματουργία της πιο μεγάλης σε έκταση αρχαίας τραγωδίας οργανώνεται στη βάση ενός τριπλού σχήματος – απολογίας του Οιδίποδα σε τρεις διαφορετικούς «δικαστές»: τον Χορό, τον Θησέα και τον Κρέοντα. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Σκεύα εστίασε στους διαφορετικούς ρητορικούς τρόπους εξιλέωσης και κάθαρσης του τραγικού ήρωα – ικέτη. Ανέδειξε την ανάγκη του Οιδίποδα να εξαγνισθεί απολογούμενος για τον φόνο του πατέρα του, αφού βρέθηκε σε νόμιμη άμυνα και για την αιμομικτική σχέση με τη μητέρα του, αφού η βασίλισσα Ιοκάστη, του δόθηκε από τους Θηβαίους ως δώρο επειδή τους έσωσε από τον φονικό λοιμό.

Ο μεταφρασμένος τραγικός λόγος από τη Χρύσα Προκοπάκη και τον Θάνο Τσακνάκη ήχησε στα αυτιά των θεατών ως μία ρυθμική πρόζα, μία ακριβολόγος εύληπτη και εύστοχα τονισμένη γλώσσα, που δεν διακρίνεται για την καλλιέπειά της αλλά για τον ρυθμό που προσδίδει στον πεζό λόγο.

Ο σκηνοθέτης δίστασε να αφεθεί στην έμπνευση και στη φαντασία, ασφαλή εργαλεία μιας ερευνητικής σκηνοθετικής εργασίας.

Το σύνολο της παράστασης του Σκεύα είναι τυπικά οργανωμένο αλλά ουσιαστικά το αποτέλεσμα είναι άνισο καθώς λείπει μία συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πρόταση ερμηνείας του τραγικού αδιεξόδου στο πλαίσιο ενός σύγχρονου προβληματισμού. Η σκηνοθεσία εγκλωβίστηκε στον υποτυπώδη δραματικό ιστό του έργου και αρκέστηκε στο να ρυθμίσει τυπικά τη σχέση του χορού ως ρόλου, με τους χαρακτήρες. Η απουσία της πλοκής, η στατικότητα της δράσης, οι μακρόσυρτοι διάλογοι και οι νοηματικές πυκνώσεις (πληροφορίες για τις εξελίξεις αντλούμε από τους διαλόγους) δυσχέραναν το έργο του σκηνοθέτη και προκάλεσαν μία σύγχυση στη στόχευσή του. Αρκέστηκε στις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών, οι οποίες μεμονωμένες, έχουν ενδιαφέρον. Δεν πρότεινε μια πρωτότυπη ανάγνωση, δεν τόλμησε να διακινδυνεύσει μια πρόταση ερμηνείας με «θέση» και άποψη εκτός της συμβατικής αντίληψης για το αρχαίο δράμα. Κινήθηκε με συγκρατημένο και άτολμο, σχεδόν ανασφαλές βλέμμα σε ένα αναγνωρίσιμο πεδίο κλασικής αντίληψης για το αρχαίο δράμα. Δίστασε να αφεθεί στην έμπνευση και στη φαντασία, στα ασφαλή εργαλεία μιας ερευνητικής σκηνοθετικής εργασίας.

Το σκηνικό της Λίλης Πεζανού, υπερβολικά λιτό και επί της ουσίας άσχετο με τον περιβάλλοντα χώρο της δράσης. Και η επιλογή των κοστουμιών, επίσης άστοχη. Οι ρόμπες της Αντιγόνης και της Ισμήνης παρέπεμπαν σε ενδυμασίες ιδρυματοποιημένων κοριτσιών, το κοστούμι του Θησέα σε γαμπριάτικη αμφίεση, η καμπαρντίνα του Πολυνείκη, χωρίς σκηνικό νόημα και τα γιλεκάκια του χορού δεν προσδιόριζαν μια ταυτότητα των Αθηναίων γερόντων.

Ο Δημήτρης Καταλειφός ως «κακότυχος» γέροντας υπέφερε όσα δεν «λησμονούνται» από την ανθρώπινη σκέψη. Ο έμπειρος ηθοποιός δεν απέδειξε στην πληρότητά του το μέγεθος των υποκριτικών του δυνατοτήτων αλλά περιορίστηκε στις κινήσεις χεριών σε σχήμα ανάτασης, και ηχηρούς τόνους φωνής. Διατήρησε μια ενιαία ερμηνευτική γραμμή ως προς την απόδοση των πτυχών του εσωτερικού κόσμου του Οιδίποδα. Ο ρόλος απαιτεί και την έκφραση μιας γλυκιάς ηρεμίας στις στιγμές που ο ήρωας αναπολεί τα περασμένα αλλά και ένταση όταν εκδηλώνει τη συσσωρευμένη οργή του απέναντι σε θεούς και ανθρώπους. Πάντως, δεν δικαιολογείται τόση ένταση από έναν γέροντα καταρρακωμένο ψυχικά και καταπονημένο σωματικά. Ισως ο ρόλος απαιτεί άλλο ρυθμό, πιο ήπιο και «εσωτερικό» παίξιμο.

Η Αγγελική Παπαθεμελή απέδωσε μια ευαίσθητη, γλυκιά και συγκινητική Αντιγόνη, ιδιαίτερα στις στιγμές αφοσίωσης στον πατέρα και κυρίως την ώρα που «προοικονομεί» στον αδελφό της, τη δική της ειμαρμένη: «Aμα σε χάσω, θα χαθώ».

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, υποκριτικά εύστοχη στον μικρό ρόλο της Ισμήνης. Και οι υπόλοιποι ηθοποιοί στους βασικούς ρόλους του Θησέα (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης), του Κρέοντα (Χρήστος Σαπουντζής) και του Πολυνείκη (Μάξιμος Μουμούρης) αλλά και οι ηθοποιοί του χορού καταβάλλουν ευσυνείδητες προσπάθειες.

«Κόρες μου και αδελφές μου» αποκαλεί ο τραγικός Οιδίποδας την Αντιγόνη και την Ισμήνη που τον συνοδεύουν ως το ιερό άλσος των Ευμενίδων, στον Κολωνό, στο μέρος που τελικά επιλέγει για τον «αιώνιο ύπνο», ενώ οι γιοι του (Πολυνείκης και Ετεοκλής) που έθεσαν την εξουσία πάνω από την αγάπη για τον πατέρα τους, θα γίνουν αποδέκτες της κατάρας του, μιας κατάρας που θα τους οδηγήσει στον θάνατο.

Η παράσταση λειτουργεί ως ένα ψυχρό δραματικό γλυπτό, με έναν Οιδίποδα που κινείται μονίμως έξω από τα όρια της πόλης, και ένα χρησμό που προβλέπει ότι ο Κολωνός θα είναι και ο τόπος ευτυχίας των κατοίκων του.

Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια στο Τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT