Μαδρίτη, 1952. Ενας φοιτητής ζωγραφικής περνάει μπροστά από τη βιτρίνα βιβλιοπωλείου και το βλέμμα του μαγνητίζεται από το εξώφυλλο ενός βιβλίου. Επάνω του, απεικονίζεται η «Συνάντηση του Σολομώντα με τη βασίλισσα του Σαβά» του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, ένα από τα πιο διάσημα έργα του μεγάλου αναγεννησιακού ζωγράφου. Εκείνος ο εικοσάχρονος Κολομβιανός, ονόματι Φερνάντο Μποτέρο, άρτι αφιχθείς στην Ευρώπη αναζητώντας μια καριέρα στον χώρο της τέχνης, τριάντα χρόνια αργότερα θα ήταν ένας από τους πιο δημοφιλείς ζωγράφους του κόσμου.
Οταν έφυγε από τη ζωή λίγες ημέρες πριν, στα 91 του χρόνια, ο Μποτέρο έκλεισε τη δική του χρυσή σελίδα στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Στους χίλιους πίνακες που ζωγράφισε μέσα σε μισόν αιώνα, επικράτησε ένα ύφος τόσο χαρακτηριστικό και συνεπές μέσα στον χρόνο, που απέκτησε μέχρι και δικό του όνομα: «μποτερισμός». Οι ευτραφείς, αφοπλιστικά κωμικές ανθρώπινες μορφές, που παρελαύνουν σε διάφορους ρόλους και παραλλαγές στα έργα του, έγιναν σήμα κατατεθέν του και πρωταγωνιστές στην «μποτερική» μυθολογία.
Γεννημένος το 1932 στο Μεντεγίν, ο Μποτέρο πιάνει δουλειά δεκαέξι ετών ως εικονογράφος σε μεγάλη τοπική εφημερίδα. Το 1952, στα είκοσί του, κάνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στην Μπογκοτά, αλλά πλέον η ματιά του στρέφεται στην Ευρώπη, Μέσα στις λίγες πηγές που βρίσκει σε βιβλία και περιοδικά, αλλά και μέσα από συζητήσεις με ομοτέχνους του, γοητεύεται από τη μοντέρνα τέχνη της Γηραιάς Ηπείρου και ονειρεύεται να μετοικήσει εκεί.
Ο αιματηρός εμφύλιος που είχε ξεσπάσει στη χώρα αποτέλεσε την αφορμή για να περάσει τον Ατλαντικό και τελικά να φτάσει στη Μαδρίτη, όπου έμεινε ένα χρόνο, σπουδάζοντας ζωγραφική στην Ακαδημία Σαν Φερνάντο και ξοδεύοντας καθημερινά ώρες μέσα στο μουσείο Πράντο, μελετώντας συνεχώς τους πίνακες του Γκόγια και του Βελάσκεθ. Το ίδιο έκανε και στους λίγους μήνες που έμεινε μετέπειτα στο Παρίσι, μελετώντας τα έργα των μεγάλων ζωγράφων στο Λούβρο. Ακολούθησε η Φλωρεντία, η φοίτησή του στην Ακαδημία του Αγίου Μάρκου και η μελέτη του πάνω στις περίφημες τοιχογραφίες του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα στο Αρέτσο και άλλα αριστουργήματα της ιταλικής τέχνης.
Το 1955 επέστρεψε στην Μπογκοτά, όπου σε μια ατομική έκθεση παρουσίασε στο κοινό είκοσι πίνακες που είχε ζωγραφίσει όσο ζούσε στη Φλωρεντία, αλλά δυστυχώς δεν πουλήθηκε κανένας. Ο νέος ζωγράφος, ευρισκόμενος σε αδιέξοδο γύρισε πίσω στην εικονογράφηση εντύπων, και το 1956 αναζήτησε το μέλλον του στο Μέξικο Σίτι, κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής της Λατινικής Αμερικής της εποχής. Στον ένα χρόνο που έζησε εκεί, ζωγράφισε το έργο που σηματοδότησε την απαρχή της περιόδου του «μποτερισμού», το «Νεκρή φύση με μαντολίνο», όπου τα αντικείμενα απεικονίζονται έχοντας τη γνωστή «φουσκωμένη» παραμόρφωση που χαρακτηρίζει το μετέπειτα έργο του. «Ηταν σαν μια μικρή πόρτα που με πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο», είχε πει ο ίδιος για τον πίνακα αυτόν, ο οποίος εκτέθηκε το 1957 σε μια πολύ επιτυχημένη ατομική έκθεση στην Ουάσιγκτον. Επέστρεψε στην Μπογκοτά, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια, αναγνωρισμένος πλέον ως σημαντικός ανερχόμενος καλλιτέχνης, και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Το 1958, έγινε και δεύτερη έκθεσή του στην Ουάσιγκτον, όπου το έργο του είχε για πρώτη φορά διεθνή απήχηση. Δύο χρόνια μετά, στη Νέα Υόρκη, όπου πλέον διέμενε μόνιμα, έγινε ακόμη μία έκθεση, αλλά αυτή τη φορά ήταν αποτυχημένη. Οι κριτικές χαρακτήριζαν τα έργα του καρικατούρες. Οπως είχε πει ο ίδιος, «όταν είσαι από μια “επαρχιακή” χώρα σαν την Κολομβία είσαι, τρόπο τινά, ανάπηρος. Οταν όμως είσαι Αμερικανός, είσαι ήδη διεθνής σαν καλλιτέχνης από τη στιγμή που γεννιέσαι. Το αντικείμενό σου είναι οικουμενικό».
Μετά μια δύσκολη τετραετία, ήρθε η επιβράβευση: το περιοδικό TIME αναγνώρισε τη δουλειά του, αφιερώνοντάς του εγκωμιαστικό άρθρο με αφορμή νέα του έκθεση στο Μιλγουόκι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με πίνακές του να φιλοξενούνται στις συλλογές του Γκούγκενχαϊμ, του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης και του Μητροπολιτικού Μουσείου, είχε κατακτήσει την Αμερική. Στη Νέα Υόρκη παρέμεινε τελικά για δεκατρία χρόνια, έως το 1973, οπότε εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Η συνέχεια της καριέρας του ήταν μόνο ανοδική, με ευρεία διεθνή αναγνώριση που αποτυπώνεται σε μια σειρά από επιτυχημένες ατομικές εκθέσεις, από την πρώτη του αναδρομική στην Μπογκοτά το 1974 μέχρι εκείνες που έκανε τα επόμενα τριάντα χρόνια σε όλα τα σημεία του πλανήτη, από την Ιαπωνία και τη Σουηδία έως την Ελβετία, αλλά και την Αθήνα το 2006.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μάλιστα, άρχισε να ασχολείται με τη γλυπτική, σε μια απόπειρα μεταφοράς της δισδιάστατης στρατιάς μέσα στον χώρο. Τα γιγάντια, τέλεια φινιρισμένα μπρούντζινα γλυπτά του εκτέθηκαν για πρώτη φορά δημόσια το 1991 στη Φλωρεντία, και έκτοτε σε όλο τον πλανήτη, από τη λεωφόρο Σανς Ελιζέ στο Παρίσι έως την Παρκ Αβενιου της Νέας Υόρκης. Κάποιοι λένε πως στις τρεις διαστάσεις, ο «μποτερισμός» βρήκε την πιο φίνα του έκφραση.
Στις αρχές του ’80, έκανε ακόμη μία μετακίνηση στην Ευρώπη, για να εγκατασταθεί αυτή τη φορά στην πόλη Πιετρασάντα της Τοσκάνης με την Ελληνίδα σύντροφό του Σοφία Βάρη, επίσης διεθνούς φήμης καλλιτέχνιδα. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, το ζευγάρι περνούσε χρόνο και στην Ελλάδα, σε σπίτι τους στην Ερέτρια.
Το έργο του Μποτέρο ήταν πάντα κόκκινο πανί για τους ελιτιστές του χώρου της τέχνης, που το θεωρούσαν εμπορικό, «εύκολο» και βαρετό. Σε βιογραφικό ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για τον καλλιτέχνη το 2018, εμφανίζεται η γνωστή τεχνοκριτικός και θεωρητικός Ρόζαλιντ Κράους, η οποία δηλώνει πως τα 14 μεγαλόσχημα γλυπτά του στην Παρκ Αβενιου συνιστούν «εισβολή» και πως ο καλλιτέχνης είναι σαν να υποτιμά τη νοημοσύνη του κοινού του. Και όμως, δεν ήταν όλη του η δουλειά «εύκολη». Με τα 87 σκληρά έργα που ζωγράφισε το 2006, απεικονίζοντας τα βασανιστήρια στα κρατητήρια του Αμπου Γκράιμπ, ήταν λες και ο 74χρονος καλλιτέχνης να ήθελε να πει στον κόσμο της τέχνης πως ήταν επιλογή του να μην αποτυπώνει τη σκοτεινή μας πλευρά στα έργα του, διαλέγοντας μιαν αυτοσαρκαστική ελαφρότητα. Οπως είχε πει ο ίδιος, «η τέχνη πρέπει να είναι μια όαση, ένας τόπος διαφυγής από τη σκληρότητα της ζωής».