«Κι εγώ υπήρξα κάποτε ευτυχισμένη. Τώρα πια δεν είμαι. Μέσα σε μία ημέρα έχασα την ευδαιμονία μου».
Εκάβη (425 π.Χ.)
Εξαιρετικά δουλεμένη ως προς τη διδασκαλία του λόγου των ηθοποιών αλλά και στο δύσκολο πεδίο της παραστασιακής συνοχής είναι η παράσταση της «Εκάβης» που σκηνοθέτησε η Ιώ Βουλγαράκη και σκηνογράφησε η Μαγδαληνή Αυγερινού. Ο σκηνικός χώρος είναι το πεδίο μάχης, όπου κείτονται παντού διάσπαρτα τα ακρωτηριασμένα αγάλματα – σώματα των Τρώων στρατιωτών. Η Βουλγαράκη διερεύνησε τα στοιχεία που ενοποιούν τα διαφορετικά υφολογικά επίπεδα της ευριπίδειας τραγωδίας και ανταποκρίθηκε επαρκώς στη δραματουργική πρόκληση να συνδυάσει τον θρήνο της Εκάβης για τα δεινά των Τρώων και τη θυσία της κόρης της, Πολυξένης, με τη μεταμόρφωση της ηρωίδας σε θηλυκό «κύνα» που αναζητάει φρικτή εκδίκηση στο πρόσωπο του Πολυμήστορα, για όλες τις συμφορές και τις ταπεινώσεις που βίωσε και ως γυναίκα και ως βασίλισσα.
Η σκηνοθεσία ενσωμάτωσε στο σκηνικό αποτέλεσμα και το λόγιο ύφος της μετάφρασης, τη γλωσσική αυστηρότητα με την οποία επένδυσε η Ελένη Βαροπούλου τον τραγικό λόγο. Πέτυχε μια αντιστοιχία μετάφρασης – παράστασης ως προς τη σκηνική ερμηνεία της Εκάβης. Η κατάχρηση των επιφωνημάτων («Ω τέκνο!», «Ω πανδύστυχη μάνα!»), αν και ξενίζει τον σύγχρονο θεατή, αποκαλύπτει ωστόσο ένα λεξιλόγιο που απορρέει από τις ποικίλες γλωσσικές χρονικότητες και σε συνδυασμό με τη σκηνοθετική άποψη λειτούργησε ως μια γέφυρα ανάμεσα στην πραγματικότητα του αρχαίου κόσμου και του διαχρονικού του νοήματος.
Η λιτή και υποβλητική σκηνική ατμόσφαιρα της παράστασης δεν πλαισιώθηκε αρμονικά από τους μουσικούς ήχους που συνέθεσε ο Νίκος Γαλενιανός. Οι παράταιροι ήχοι έρχονταν σε αντίθεση με τον συγκροτημένο χαρακτήρα του οκταμελούς Xορού.
Στα θετικά στοιχεία της παράστασης, η ερμηνεία της Εκάβης. Η γήινη βασίλισσα της Ελένης Κοκκίδου πέρασε από τον θρήνο του πένθους στο πάθος της αιματηρής εκδίκησης με ωραίες αποχρώσεις και διαβαθμίσεις της φωνής της (χωρίς μικρόφωνα) ανάλογα με την τραγική περίσταση. Η ηθοποιός μετέδωσε μια βαθιά συγκίνηση ως η γυναίκα που έχει στερηθεί τον βίο της. Εχασε τον σύζυγο, τα παιδιά της, την πόλη της. Ατεκνη, έρημος, «αθλιωτάτη» και «άπολις», όπως η Μήδεια, αναζητάει το σχέδιο της εκδίκησής της. Το μόνο που της απομένει είναι η ζωή της στο στρατόπεδο των Αχαιών, οι Τρωαδίτισσες που μοιράζονται μαζί της την αιχμαλωσία και η ελπίδα να ξαναδεί τον γιο της, Πολύδωρο.
Εντονη η εκτροπή της Κοκκίδου προς την ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό, ειδικά στις σκηνές που συνειδητοποιεί ως πρώην βασίλισσα και «νυν δούλη» την τραγική της μοίρα. Η Μαρίνα Καλογήρου σκιαγράφησε με συνέπεια κι ευαισθησία την Πολυξένη ως «νύμφη ανύμφευτη» κι έδωσε έμφαση στη δραματική υπόσταση της ηρωίδας που προτιμά να πεθάνει αξιοπρεπής ως βασιλοπούλα παρθένα παρά να συρθεί δούλη στα παλάτια των Αχαιών, χωρίς παιδιά, χωρίς άνδρα και χωρίς πατρίδα.
Αδύναμη ως προς τη θεατρική της έκφραση η παράσταση «Βάκχες» που ανέβηκε στο Ηρώδειο.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης ως Αγαμέμνονας αποδίδει τη δικαιοσύνη και αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης στην τραγική Εκάβη. Ο Ακης Σακελλαρίου ως Πολυμήστορας, ιδιαίτερα ευέλικτος ηθοποιός καθώς μεταμορφώνεται από Ταρτούφος-υποκριτής σε καταρρακωμένο θύμα της γυναικείας εκδίκησης, εκείνης που τον εξόντωσε.
Η «Εκάβη» είναι η τραγωδία του Ευριπίδη που αναδεικνύει την ανθρώπινη συνθήκη και όχι τη θεϊκή ως κυρίαρχη της ύπαρξης, ένα μοτίβο που η συγκεκριμένη παράσταση και επεξεργάστηκε με συνέπεια και σε σημαντικό βαθμό πέτυχε να αναδείξει.
Ελλειψη οράματος
Από έλλειψη σκηνοθετικού οράματος και σκηνικής συνοχής πάσχουν οι ευριπίδειες «Βάκχες» που σκηνοθέτησε η Ελενα Μαυρίδου. Πρόκειται για μια παράσταση αδύναμη ως προς τη θεατρική της έκφραση παρόλο που η Μαυρίδου επιχείρησε μια ενδιαφέρουσα σύνθεση βασισμένη στην παράδοση του τελετουργικού εθίμου των Αναστεναρίων.
Το σκηνικό, εξαιρετικά πρόχειρο, παραπέμπει αφαιρετικά στην εξωτερική όψη ενός αρχαίου θεάτρου, μια κατασκευή που προδίδει το χαμηλό κόστος της παραγωγής και προφανώς δεν καταλογίζεται εξ ολοκλήρου στη σκηνογράφο Δήμητρα Λιάκουρα. Απουσιάζει η ουσιαστική δουλειά αναφορικά με τον τραγικό λόγο, πιστά και ακριβόλογα μεταφρασμένο από τον Θεόδωρο Στεφανόπουλο αλλά και με την αξιοποίηση της μάσκας.
Ακαθοδήγητοι ηθοποιοί, αμήχανος και ασυντόνιστος ο Xορός. Στον ρόλο του Διονύσου, ο Δημήτρης Λάλος μιλάει σαν να έχει πρόβλημα με τον λόγο, εμφανίζεται με μια προβληματική τοποθέτηση της φωνής να εκτελεί απλοϊκά ορισμένες στυλιζαρισμένες κινήσεις, να φορά ή να αφαιρεί τη μάσκα. Καθώς η σκιά του προβάλλεται πίσω του, ο ηθοποιός επιμένει αδέξια να υπερτονίσει τον ναρκισσισμό του θεού. Ο Γιώργος Χριστοδούλου ως Πενθέας δημιουργεί μια δραματική υπόσταση με ενδιαφέρουσες διακυμάνσεις, ενώ ακαθοδήγητη εμφανίζεται η ίδια η Μαυρίδου στον ρόλο της Αγαύης, μια ηθοποιός που έχει ωστόσο στο ενεργητικό της πολύ καλές ερμηνείες.
Στις «Βάκχες» ο Διόνυσος είναι αμείλικτος απέναντι στον Πενθέα επειδή τολμά να αμφισβητήσει τη θεϊκή του υπόσταση. Αν ο θεατής δεν γνωρίζει το θέμα του έργου, δύσκολα μπορεί να το παρακολουθήσει αλλά και να κατανοήσει την τραγική ουσία της παρέμβασης των θεών στην ανθρώπινη φύση.
* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.