Νόμπελ στην ανείπωτη προέλευση της γραφής

Νόμπελ στην ανείπωτη προέλευση της γραφής

Στον Νορβηγό δραματουργό και συγγραφέα Γιον Φόσε το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ο γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας, Ματς Μάλμ, τηλεφώνησε στον Γιον Φόσε για τα ευχάριστα, ο Νορβηγός δραματουργός, συγγραφέας και ποιητής οδηγούσε κάπου στη νορβηγική εξοχή. «Δεν με πιστεύουν όλοι οι νικητές όταν τους κάνω αυτό το τηλεφώνημα», είπε με χιούμορ ο Μαλμ λίγο αργότερα, στη διάρκεια της επίσημης ανακοίνωσης, όμως αμέσως πρόσθεσε ότι ο Φόσε του υποσχέθηκε να οδηγήσει προσεκτικά. Μόλις είχε μάθει εξάλλου ότι κέρδισε το Νομπέλ λογοτεχνίας – ο τέταρτος Νορβηγός που τιμάται με το βραβείο. Και αν ο γραμματέας της Ακαδημίας συζήτησε μαζί του για πρακτικά ζητήματα της βράβευσης, ο πρόεδρός της, Αντερς Όλσον, θα συνόψιζε λίγο αργότερα το κίνητρό της: ο Γιον Φόσε τιμήθηκε «για τα καινοτόμα θεατρικά έργα του και για την πρόζα του που δίνει φωνή στο ανείπωτο».

«Καινοτόμα»; Τότε γιατί ο Φόσε έχει περιγραφεί και ως «ο νέος Ιψεν»; Ισως γιατί ο 64χρονος, με τα περισσότερα από τριάντα θεατρικά στην εργογραφία του, είναι ο πιο πολυανεβασμένος Νορβηγός μετά τον εμβληματικό καλλιτεχνικό του πρόγονο, του οποίου την «εμβληματικότητα» δεν αρνείται: «Για τη Νορβηγία ο Χένρικ Ιψεν ήταν, και είναι ο πιο διάσημος εκπρόσωπος της χώρας διεθνώς. Οι αθλητές και διάφοροι άλλοι έρχονται και φεύγουν – ο Ιψεν μένει», έλεγε ο Φόσε σε συνέντευξή του στην «Κ» (26.9.21), την περίοδο που το έργο του «Κάποιος θα έρθει», με θέμα την ερωτική ζήλια και τον θάνατο, ανέβαινε στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.

Ηταν το τρίτο έργο του Νορβηγού που ανέβαζε ο Χουβαρδάς στην Ελλάδα, μετά το «Τόσο όμορφα» (Θέατρο Αμόρε, 2001) και τις «Παραλλαγές θανάτου» (Θέατρο Πορεία). Ο Ελληνας σκηνοθέτης μνημονεύει εκείνα τα έργα με την ιδιότητα του ανθρώπου που γνωρίζει προσωπικά τον δημιουργό τους. «Είναι μεγάλη χαρά για μένα», λέει στην «Κ» για το Νόμπελ του Φόσε, τον οποίον θεωρεί έναν «από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς». Συμφωνεί ότι η πρόζα του «δίνει φωνή στο ανείπωτο»; Απαντάει ο Χουβαρδάς: «Αυτή είναι η μεγάλη δύναμή του. Με τα ελάχιστα, δίνει τη δυνατότητα στον θεατή και τον αναγνώστη να δει και να βιώσει πολύ περισσότερα».

Γεννημένος και μεγαλωμένος σε μέρη με ονόματα όπως Χάουγκεσουντ και Στάντεμπαρμ αντιστοίχως, ο Γιον Φόσε έζησε κατά δήλωσή του «την πιο σημαντική εμπειρία» στα επτά του, όταν παραλίγο να χάσει τη ζωή του σε ένα ατύχημα. Το γεγονός «δημιούργησε» τον καλλιτέχνη μέσα του και ενώ στην εφηβεία του ήθελε να γίνει ροκ κιθαρίστας, ακολούθησε οριστικά το μονοπάτι της γραφής, στο οποίο βάδιζε από τα 12 του. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Raud, svart» («Κόκκινο, Μαύρο», του 1983) ήταν σύμφωνα με τον Αντερς Ολσον «επαναστατικό, συναισθηματικά ωμό» και έδωσε τον τόνο σε αρκετά μεταγενέστερα έργα του. Το «Κάποιος θα έρθει», το θεατρικό που τον έκανε διάσημο, «εξέφρασε τα πλέον ισχυρά ανθρώπινα συναισθήματα, του άγχους και της αδυναμίας, με τους πιο απλούς, καθημερινούς όρους», έλεγε ο Ολσον στη χθεσινή ανακοίνωση του βραβείου, υπογραμμίζοντας και την ικανότητα του βραβευμένου «να αναδεικνύει την απώλεια προσανατολισμού του ανθρώπου και το πώς αυτό μπορεί παραδόξως να του δώσει πρόσβαση σε μια βαθύτερη εμπειρία, κοντά στο θείο».

Ειδικά αυτός ο αποπροσανατολισμός, αυτή η αβεβαιότητα, θα εμφανιζόταν και σε άλλα έργα του Νορβηγού, όπως στη νουβέλα «Strengd gitar» («Κλειστή κιθάρα»), για μια μητέρα που κλειδώνεται έξω από το σπίτι στο οποίο βρίσκεται το μωρό της ή στις «Παραλλαγές θανάτου» (εκδ. Αγρα), με ηρωίδα μια νεαρή αυτόχειρα.

Το πιο αισιόδοξο έργο του ίσως είναι το «Morgon og kveld» («Πρωί και βράδυ»), για τη συμφιλίωση ενός ετοιμοθάνατου με τη ζωή του, το πιο επικεντρωμένο στη γλώσσα είναι ενδεχομένως το ποιητικό του (συγκεντρωμένο το 2021 στον τόμο «Dikt i samling»), όμως το magnum opus του στην πεζογραφία θεωρείται η «Επταλογία», ο φαινομενικά ατέρμονος μονόλογος ενός ηλικιωμένου καλλιτέχνη που απευθύνεται στον εαυτό του για θέματα όπως ο θεός, η ταυτότητα, η τέχνη, η ζωή. Τα δύο πρώτα μέρη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Gutenberg υπό τον τίτλο «Το άλλο όνομα», ενώ τα υπόλοιπα πέντε («Ενα νέο όνομα») αναμένονται σύντομα. Ο μεταφραστής του έργου, Σωτήρης Σουλιώτης, εκτιμά το ονειρικό στοιχείο του κειμένου: «Εχει μια δράση αργή, επαναλαμβανόμενη, σε μια ατμόσφαιρα υποβλητική», λέει στην «Κ», «όπου το ίδιο πράγμα επαναλαμβάνεται με ρυθμό καθημερινής γλώσσας και με τρόπο αγχωτικό, σαν να περιμένεις κάτι σημαντικό, που στο τέλος όντως λέγεται».

Ο ίδιος ο Φόσε πάντως (του οποίου η χθεσινή βράβευση τον τοποθετεί ίσως στην ίδια κατηγορία με τους επίσης νομπελίστες Λουίτζι Πιραντέλο, Ευγένιο Ο′ Νιλ, Σάμιουελ Μπέκετ, Ντάριο Φο, Χάρολντ Πίντερ κ.ά.), υπονοούσε πρόσφατα ότι η προέλευση όσων γράφει του είναι άγνωστη. «Βίωσα κάτι σαν θρησκευτική στροφή στη ζωή μου», έλεγε πέρσι στον New Yorker, «που είχε να κάνει με την είσοδο στο άγνωστο. Ημουν άθεος, αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω τι συνέβαινε όταν έγραφα, τι το έκανε πραγματικότητα. Από πού προέρχεται; Δεν μπορούσα να απαντήσω. Μπορείς να εξηγήσεις τον εγκέφαλο με επιστημονικό τρόπο, αλλά δεν μπορείς να συλλάβεις το φως ή το πνεύμα του. Είναι κάτι άλλο. Η λογοτεχνία από μόνη της γνωρίζει περισσότερα από όσα γνωρίζει η θεωρία της λογοτεχνίας».

 
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή