Μια εξαιρετική βραδιά μουσικής δωματίου προσέφερε στο αθηναϊκό κοινό το κουαρτέτο Εμπέν. Στις 16 Νοεμβρίου εμφανίστηκε στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» με ένα πρόγραμμα που περιελάμβανε χαρακτηριστικά έργα από όλη την ιστορία του σχετικού ρεπερτορίου από τις απαρχές του έως τον 20ό αιώνα, από τον Γιόζεφ Χάιντν έως τον Μπέλα Μπάρτοκ με ενδιάμεση στάση στον Φραντς Σούμπερτ. Μια δεξιοτεχνική εμφάνιση που φανέρωσε τις τεχνικές και εκφραστικές ικανότητες των μουσικών του κουαρτέτου Εμπέν σε έργα μεταξύ τους τόσο διαφορετικά.
Αρχή έγινε με το κουαρτέτο αρ. 3 σε σολ ελάσσονα, ένα από τα έξι που περιλαμβάνονται στο έργο 20 του Χάιντν. Συνολικά πρόκειται για έξι σημαντικά κουαρτέτα στα οποία ο συνθέτης εξελίσσει αποφασιστικά την αυτονομία των φωνών, την πολυφωνία, τη διαρκή ανάπτυξη του μουσικού υλικού και τη μετρική ακανονιστία, θέτοντας τις βάσεις για τη συνέχεια του είδους. Στο χαρτί τα τέσσερα όργανα εμφανίζονται ισότιμα και έτσι αποδείχθηκαν επίσης στην πράξη, στην ερμηνεία του κουαρτέτου Εμπέν, καθώς πλάι στους βιολονίστες Πιερ Κολομπέ και Γκαμπριέλ Λε Μαγκαντίρ και στη βιόλα της Μαρί Σιλέμ βρισκόταν, εκτάκτως, το τσέλο του Γιούγια Οκαμότο, που αντικαθιστούσε τον Ραφαέλ Μερλέν. Με συνειδητά περιορισμένο παλμό στους μουσικούς φθόγγους και με περισσή ευγένεια έκφρασης στα μεσαία μέρη, οι τέσσερις μουσικοί έδωσαν κίνηση και αποχρώσεις στη μουσική.
Στη συνέχεια, πραγματοποιώντας άλμα περίπου ενάμιση αιώνα, το κουαρτέτο Εμπέν μετέφερε τους θεατές στον μουσικό κόσμο του τρίτου κουαρτέτου εγχόρδων του Μπάρτοκ. Το έργο γράφηκε το 1927, δηλαδή κατά τον Μεσοπόλεμο, είναι αρμονικά περιπετειώδες και αντιστικτικά σύνθετο, ενώ πειραματίζεται με διάφορες τεχνικές παιξίματος του βιολιού. Από τεχνική άποψη το απαιτητικό κουαρτέτο δεν φάνηκε να κρύβει μυστικά για τους τέσσερις μουσικούς, οι οποίοι υπήρξαν εντυπωσιακά συντονισμένοι και έδωσαν μια δυναμική ερμηνεία.
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς οι μουσικοί ερμήνευσαν το εκτενές και απολύτως συναρπαστικό κουαρτέτο αρ. 15 σε σολ μείζονα, έργο 161, του Φραντς Σούμπερτ, το τελευταίο που ολοκλήρωσε ο συνθέτης πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Ο ίδιος πρόλαβε να ακούσει μονάχα το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του έργου κατά τη διάρκεια συναυλίας το 1828. Ολόκληρο το κουαρτέτο παίχτηκε για πρώτη φορά το 1850, δηλαδή 22 χρόνια μετά τον θάνατο του Σούμπερτ. Ο συνθέτης, που σε σχέση με τους περισσότερους συναδέλφους του διέθετε επιπλέον το χάρισμα της μελωδίας και την αξιοποιούσε αποτελεσματικά ως μέσο έκφρασης, δημιουργεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα έργο εξαιρετικής δύναμης και ενός ηχητικού κόσμου που ξεπερνάει τα όρια του κουαρτέτου.
Με έναν ήχο ιδιαίτερα καλλιεργημένο, το κουαρτέτο Εμπέν προσέφερε στο έργο μια έντονα δραματική ερμηνεία, στην οποία, όμως, είχαν επίσης θέση η κομψότητα, όπως χαρακτηριστικά φάνηκε στην ερμηνεία του τελευταίου μέρους, ακόμη και η «βιεννέζικη» χάρη, όπως την απέδωσαν οι μουσικοί, στο «τρίο» του τρίτου μέρους. Συνολικά, έξοχα ανταποκρίθηκε ο Γιούγια Οκαμότο στον αναβαθμισμένο ρόλο που επιφυλάσσει ο Σούμπερτ στο τσέλο.