Υποδοχή με μελανά χρώματα

Nτοκουμέντα και μυθοπλασία για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιάννης Σιώτος
«Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά»
εκδ. Καστανιώτη, 2023, σελ. 464

Σε συνέντευξή του με αφορμή το νέο βιβλίο του, στη Βιργινία Αυγερινού (περ. «Φράκταλ», 6/6/2023), ο Γιάννης Σιώτος κλήθηκε να απαντήσει στην εξής ερώτηση: «Τελικά, μαθαίνουμε από την Ιστορία ή ακροβατούμε πάντα στις στάχτες της;». Η απάντησή του: «Στην πράξη, η Ιστορία μοιάζει με ένα κομμάτι πλαστελίνης που ο καθένας του δίνει το σχήμα που τον βολεύει». Το ηχητικό φόντο εδώ είναι ένας στίχος από τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη: «Την αλήθεια την “φτιάχνει” κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα».

Υποδοχή με μελανά χρώματα-1Για τη λογοτεχνική κριτική οι παρακειμενικές και περικειμενικές πληροφορίες, όπως οι συνεντεύξεις ενός συγγραφέα, δεν έχουν την αναμφίλεκτη αξία της αυθεντικής αυτοερμηνείας. Η σημασία τους είναι σχετική. Μολαταύτα, είναι ερεθιστική η στιχομυθία για το αν η Ιστορία είναι διδακτική. Αν, δηλαδή, το πάθος γίνεται όντως μάθος, ή, έστω, για το αν κάποια στιγμή η επίσημη και η δημόσια Ιστορία συγκλίνουν, συμπίπτουν με την επιστημονική. Οσον αφορά το 1922 πάντως, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο ώσπου να αποπαγιδευτούμε από τα σχήματα της εξιδανίκευσης. Ας πούμε, για το ζήτημα της υποδοχής των προσφύγων.

Εχθρική υπήρξε η στάση των περισσότερων γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες, με πολλές εφημερίδες της εποχής να πρωταγωνιστούν στην εκστρατεία κατά των «τουρκόσπορων». Σαν πάμφθηνο εργατικό δυναμικό αντιμετωπίστηκαν, και τους εκμεταλλεύτηκαν ανελέητα. Δίκαια ο Σιώτος επιλέγει τα πιο μαύρα χρώματα για να απεικονίσει όσο πιο πιστά γίνεται την «υποδοχή». Φυσικά και δεν έλειψαν η αλληλεγγύη και η συμπαράσταση. Τις περισσότερες σελίδες όμως τις έγραψαν η μισαλλοδοξία, η απληστία, ο πολιτικαντισμός, η πείνα, η σωματεμπορία.

Η «Μάνα πατρίδα…» του Σιώτου εγγράφεται στην παράδοση της λογοτεχνίας-ντοκουμέντου. Η λογοτεχνία ως μαρτυρία ενισχύει τον ρεαλισμό της παρεμβάλλοντας ανάμεσα στις θερμές παραγράφους της μυθοπλασίας την ψυχρή πρώτη ύλη που αντλεί από εφημερίδες, στατιστικές, μελέτες κτλ. Πρόδρομος αυτής της αφηγηματικής τεχνικής είναι ο Αμερικανός συγγραφέας Τζον Ντος Πάσος. Στην Ελλάδα ο πλέον επίμονος χρήστης της είναι ο Θανάσης Βαλτινός.

Αν ο αποκλειστικά μυθοπλάστης πεζογράφος δουλεύει σαν ζωγράφος, ο λογοτέχνης-ντοκιμαντερίστας δουλεύει και σαν μοντέρ. Σαν αρμολόγος. Πρέπει να πετύχει μια σωστή αναλογία επινοημένου και αυθεντικού υλικού και τα κατάλληλα σημεία διασταύρωσής τους. Και επειδή δεν μπορεί να εμπιστευτεί τις Μούσες και μόνο, είναι απαραίτητος ο ερευνητικός μόχθος, μια εργασία μισό δημοσιογραφική – μισό ιστοριογραφική. Ο Σιώτος κατέβαλε στο ακέραιο τον χρειαζούμενο κόπο. Εψαξε πολύ, επί τετραετία, για να βρει σε αρχεία δημόσια και ιδιωτικά (όπως του Μίμη Χριστοφιλάκη), σε επτά ημερήσιες εφημερίδες της περιόδου 1922-1926 και σε επιστημονικές μελέτες τα στοιχεία που θα υπηρετούσαν τον σχεδιασμό του. Κοπίασε επίσης πολύ για να καθαρίσει το υλικό του, να το ξεδιαλέξει, ώστε να κρατήσει τα απολύτως απαραίτητα. Οσα θα ενέθετε στη μυθοπλαστική αφήγηση, με στόχο να αποδείξει ότι «το συμφέρον είναι η μάνα της συμφοράς», σύμφωνα με τον λογοπαικτικό αφορισμό του.

Με απογυμνωτικό ρεαλισμό, ο Γιάννης Σιώτος ανέστησε κακά οικεία μεν, παρασιωπημένα δε από την επίσημη Ελλάδα.

Με απογυμνωτικό ρεαλισμό, ανέστησε κακά οικεία μεν, παρασιωπημένα δε από την επίσημη Ελλάδα. Επιλέγοντας ως ήρωές του τρεις έμπειρους ξένους δημοσιογράφους, τον Βρετανό Πίτερ Φλιτ, τον Γάλλο Μαρκ Πρισό και τον Ιγνάσιο Παπ, Αμερικανό με Ελληνίδα μάνα, που δεν ήταν αυτολογοκρινόμενοι δέσμιοι πολιτικών ή ψευτοεθνικών συμφερόντων, εξασφάλισε το εξωτερικό βλέμμα. Δεν είναι βέβαια αμερόληπτο το βλέμμα αυτό· ουδέτερη οπτική δεν υπάρχει ούτε στη λογοτεχνία ούτε στη ζωή. Είναι όμως αυτό ακριβώς που απαιτείται για τη σύνταξη του μυθιστορήματος: υπεύθυνα αυστηρό. Συμπαραθέτοντας ειδήσεις δημοσιευμένες στην «Καθημερινή», στο «Εθνος», στον «Ριζοσπάστη» κτλ. και εγγραφές στα (κατασκευασμένα) ημερολόγια ή σημειωματάρια που άφησαν πίσω τους οι τρεις δημοσιογράφοι, ο συγγραφέας αποποιείται μερικώς τον ρόλο του παντογνώστη-παντεπόπτη.

Αφηγείται λοιπόν την αυθεντική ιστορία της περιόδου Αυγούστου 1922 – Αυγούστου 1923 η «πραγματικότητα», έτσι όπως μιλάει μέσα από περικοπές επίσημων εγγράφων, ειδήσεις και σχόλια εφημερίδων κ.ο.κ.; Βεβαίως. Επίσης βέβαιο είναι όμως ότι πρόκειται για την πραγματικότητα που ο ίδιος ο συγγραφέας επιλέγει να καταστήσει ορατή και ηχηρή. Αναπόφευκτα, στο υβριδικό είδος της λογοτεχνίας-ντοκουμέντου, η ίδια η καταγεγραμμένη, ατόφια πραγματικότητα γίνεται συστατικό της μυθοπλασίας, χωρίς όμως να χάνει την αυθεντικότητά της.

Οι ειδήσεις για την τρομακτική εξαθλίωση των ξεριζωμένων Μικρασιατών ήταν εκεί, στις αρχειοθετημένες πια και σκονισμένες εφημερίδες. Κάποιος έπρεπε να τις αναζητήσει, να τις ξαναφέρει στο φως, ώστε στη δεύτερη ζωή τους να μιλήσουν διαφορετικά απ’ ό,τι όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν. Τότε ήταν, λ.χ., στοιχεία του αστυνομικού ή του οικονομικού ρεπορτάζ. Σήμερα, στη διακονία της ντοκουμενταρισμένης πεζογραφίας πλέον, είναι στοιχεία της Ιστορίας μας αλλά και της εθνικής μας ταυτότητας, που έχουμε συνηθίσει να τη διαμορφώνουμε με πολλές επιμελώς σκιασμένες ή σωπασμένες περιοχές. Αυτό έκανε ο Γιάννης Σιώτος. Ξεσκόνισε τις σελίδες της Ιστορίας μας και μας έδειξε γυμνές τις πληγές της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή