Ρίτσαρντ Χαντ: Για εκείνον το μέταλλο ήταν πάντοτε κάτι ζωντανό

Ρίτσαρντ Χαντ: Για εκείνον το μέταλλο ήταν πάντοτε κάτι ζωντανό

«Στη δουλειά του είχε μια διαρκή πρόκληση: πώς παίρνεις κάτι τόσο βαρύ, τόσο βιομηχανικό και το κάνεις να φαίνεται ζωντανό, πολύτιμο και λυρικό;»

4' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο μεγαλύτερος γλύπτης που έβγαλε ποτέ η «δεύτερη πόλη» της Αμερικής, το Σικάγο, και ένας από τους κορυφαίους της χώρας, ο Ρίτσαρντ Χαντ, έφυγε από τη ζωή προ ημερών στα 88 του χρόνια. Εως πρόσφατα δούλευε ακούραστα μαζί με τους συνεργάτες του γιγάντια μεταλλικά γλυπτά μέσα στον τεράστιο χώρο του εργαστηρίου του, έναν ηλεκτρικό υποσταθμό του 1909. Εκεί, από το 1971 έως και λίγο πριν από τον θάνατό του, έφτιαξε μερικά από τα πιο εμβληματικά δημόσια γλυπτά της Αμερικής.

Γεννημένος το 1935 στο Σικάγο, μεγάλωσε με πατέρα κουρέα και μητέρα βιβλιοθηκονόμο, που τον έπαιρνε συχνά μαζί της σε παραστάσεις όπερας. Από μικρός ενδιαφέρθηκε για τις τέχνες και έδειξε ταλέντο στο σχέδιο, στη ζωγραφική και τη γλυπτική. «Η μητέρα μου ήταν υποστηρικτική και ο πατέρας μου ανεκτικός», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα. Ως έφηβος ήταν ήδη ένας νέος γλύπτης, δουλεύοντας με πηλό, σκαλίζοντας ξύλο και λαξεύοντας μέταλλο. Το πρώτο του στούντιο, στις αρχές του 1950, ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Επειτα έχτισε έναν χώρο εργασίας στο υπόγειο του κουρείου του πατέρα του και αργότερα άλλον έναν στο υπόγειο του πατρικού του.

Οντας ακόμη μαθητής, παρακολούθησε μαθήματα στο Junior School of the Arts. Αποφοίτησε πρόωρα από το λύκειο και γράφτηκε στη σχολή του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο, από την οποία πήρε το πτυχίο του στην Καλλιτεχνική Εκπαίδευση το 1957. Εκανε περαιτέρω σπουδές στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ισπανία και την Αγγλία και έγινε εν τέλει καθηγητής στη σχολή από την οποία είχε αποφοιτήσει, το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο (1960-1961), καθώς και στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις (1960-1962) και το Chouinard Art School του Λος Αντζελες (1964-1965). Οταν όμως συνειδητοποίησε ότι κέρδιζε περισσότερα χρήματα στο ατελιέ παρά στην τάξη, άφησε τη διδασκαλία και ξεκίνησε την παραγωγική του καριέρα.

Το 1971 απέκτησε τον εντυπωσιακό βιομηχανικό χώρο που μετέτρεψε σε εργαστήριο ζωής και τα μεγαλόσχημα, περίπλοκα γλυπτά του βρήκαν το περιβάλλον που χρειάζονταν για να γεννηθούν. «Φεγγίτες, ψηλά ταβάνια, ένας γερανός για να μετακινεί πράγματα… αν επρόκειτο να σχεδιάσετε ένα εργαστήριο γλυπτικής, δεν θα μπορούσατε να τα καταφέρετε καλύτερα», είχε δηλώσει ο ίδιος. Τελικά, ατελιέ και έργο κατέληξαν να γίνονται ένα. Οι απέραντοι ψηλοτάβανοι χώροι γέμιζαν με βουνά από κομμάτια παλιών αυτοκινήτων και μηχανημάτων ή οτιδήποτε άλλο έβρισκε ο καλλιτέχνης στις αναζητήσεις του στους δρόμους, σε μάντρες και αποθήκες.

Ο Χαντ είχε φτιάξει μια δική του φιλοσοφία δουλειάς, κατά την οποία ο χώρος της δημιουργίας ήταν πρωταγωνιστικός: «Η πρακτική μου στο ατελιέ μού επέτρεψε να δημιουργήσω και να διατηρήσω ένα περιβάλλον που ευνοεί τις διαισθητικές, παρά τις προσχεδιασμένες δημιουργίες. Κάποιος μπορεί πάντα να σχεδιάσει κάτι, αλλά ποτέ δεν μπορεί να κατευθύνει το χτύπημα του κεραυνού. Αφιερώστε χρόνο στη δουλειά. Το να είσαι γρήγορος δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να είσαι σωστός. Η παρουσία της γλυπτικής, ο τρόπος που καταλαμβάνει, μετατοπίζει, εμπλέκει τον χώρο, είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία», λέει σε κάποιες σκέψεις του που είχε αναρτήσει στην ιστοσελίδα του.

Ενας άλλος πυλώνας της ζωής και του έργου του ήταν και οι ίδιες του οι καταβολές: όντας απόγονος σκλάβων που ήρθαν στις ακτές της Αμερικής στα τέλη του 18ου αιώνα από τη Δυτική Αφρική, ο Χαντ παρακολούθησε την κηδεία του νεαρού Αφροαμερικανού Αμετ Τιλ, θύμα ρατσιστικής βίας που λιντσαρίστηκε και δολοφονήθηκε το 1955 στο Μισισίπι. Επηρεάστηκε τόσο αντικρίζοντας το κατακρεουργημένο σώμα του 14χρονου μέσα στο φέρετρο, που λίγους μήνες μετά τελείωνε εις μνήμην του θύματος ένα από τα πρώτα του γλυπτά από μέταλλο με τίτλο «Το κεφάλι ενός ήρωα».

Εκτοτε, η μνήμη των προγόνων του και η συνείδηση της πολιτισμικής του ταυτότητας βρίσκονταν στην καρδιά του έργου του. Οπως όμως και στην περίπτωση της τζαζ, η γλυπτική του Χαντ ήταν καθαρά αμερικανική, ένα πάντρεμα Αφρικής και Ευρώπης πάνω στο νέο έδαφος της Αμερικής. «Τα υποβλητικά έργα του είναι άμεσα αναγνωρίσιμα για τη συγχώνευση της σκληρής όψης του βιομηχανικού και αστικού περιβάλλοντος της Αμερικής με το πάθος για τις φυσικές μορφές και τη βιολογία. Εχει βρει έναν πολύ δυνατό τρόπο για να περιγράψει με οπτικούς όρους τη μοναδική, υβριδοποιημένη πολιτιστική εμπειρία της Αμερικής», δήλωσε πριν από λίγες μέρες ο Τσαρλς Λόβινγκ, πρώην διευθυντής του Μουσείου Τέχνης Raclin Murphy, το οποίο στεγάζει σημαντικό μέρος έργου του Χαντ.

Οσο για το μέταλλο και τον κεντρικό ρόλο στη δημιουργία του Χαντ, αλλά και τις προκλήσεις του, έγραψε σχετικά το 1963 o Αμερικανός τεχνοκριτικός των New York Times Χίλτον Κράμερ: «Ο Χαντ είναι ένας από τους πιο προικισμένους και γεμάτους αυτοπεποίθηση καλλιτέχνες που δουλεύουν στον χώρο του μετάλλου», υπογραμμίζοντας στη φράση του το ίδιο το υλικό, το οποίο είναι ιδιαίτερα απαιτητικό για τους γλύπτες καθότι πρέπει δουλεύοντας πάνω του να συνδυάζουν τη μαεστρία των τεχνικών επεξεργασίας με το καλλιτεχνικό και δημιουργικό ταλέντο.

Εκτός τoυ Κράμερ, πολλοί άλλοι γνωστοί κριτικοί επαινούσαν συχνά τον σιωπηλό καλλιτέχνη με το αγορίστικο πρόσωπο, ο οποίος εργαζόταν σκληρά και ασταμάτητα στο ατελιέ του, όχι με πινέλα, καμβάδες και μπογιές, αλλά με καμινέτο, σφυρί και μέταλλο. «Η γλυπτική μου αρχίζει και τελειώνει με ό,τι μπορεί να γίνει με το μέταλλο», είχε πει απόλυτα και ξεκάθαρα ο ίδιος. Το υλικό, όπως και το ατελιέ όπου δούλευε, ήταν για τον Χαντ κάτι σαν δεύτερη φύση, κάτι το βιομηχανικό και σκληρό που τον καλούσε να εμφυσήσει μέσα του κίνηση και ζωή. «Για μένα το μέταλλο είναι ζωντανό», έλεγε. «Οι φόρμες λένε τη δική τους ιστορία για το πώς αντιστάθηκαν στη δάδα και το σφυρί. Από το εργοστάσιο μέχρι την γκαλερί, το δημόσιο πάρκο ή την πλατεία μέσω του ατελιέ, η πρόκληση για τον γλύπτη είναι να λυγίσει το μέταλλο στις επιθυμίες του, να το σφυρηλατήσει σύμφωνα με το όραμά του».

Η Ναόμι Μπέκγουιθ, πρώην επιμελήτρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Σικάγο, είχε συνοψίσει τη μαγεία που έκαναν τα χέρια του Χαντ με τον καλύτερο τρόπο: «Στη δουλειά του είχε μια διαρκή πρόκληση: πώς παίρνεις κάτι τόσο βαρύ, τόσο βιομηχανικό και το κάνεις να φαίνεται ζωντανό, πολύτιμο και λυρικό;».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή