Σέλφι με τη Φόνισσα

Η κριτική που επικεντρώνεται στη σχέση της ταινίας με το λογοτεχνικό κείμενο βασίζεται στην πεποίθηση ότι ο Παπαδιαμάντης και κάθε κλασικό λογοτεχνικό έργο είναι ιερό κείμενο, άρα ταμπού

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με αφορμή τη «Φόνισσα», «μια ταινία της Εύας Νάθενα εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του Αλ. Παπαδιαμάντη» (trailer), ξεκίνησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις παρέες μια έντονη συζήτηση. Αυτό που διχάζει είναι αν η ταινία όφειλε, όπως πιστεύουν πολλές και πολλοί, να παραμείνει πιστή στο λογοτεχνικό έργο ή αν είχε δικαίωμα να απομακρυνθεί από αυτό, όπως συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το σενάριο της Κατερίνας Μπέη άλλαξε σημαντικά στοιχεία της παπαδιαμαντικής πλοκής.

Οσες και όσοι θέτουν το ερώτημα εάν μια ταινία δικαιούται να αλλάζει το «νόημα», μοιάζουν ταυτόχρονα βέβαιοι ότι κατέχουν οι ίδιοι το (ένα και μοναδικό) νόημα του παπαδιαμαντικού, εν προκειμένω, έργου. Αυτό που ενόχλησε κυρίως είναι ότι το σενάριο της Μπέη καθιστά συγκεκριμένο άνδρα συναυτουργό των εγκλημάτων της Φραγκογιαννούς. Δεν αρκείται, δηλαδή, η σεναριογράφος να ερμηνεύσει την περίπτωση της παπαδιαμαντικής ηρωίδας ως αποτέλεσμα των πατριαρχικών δομών σε συνδυασμό με τη φτώχεια, αλλά συγκαταλέγει ρητά στα αίτια των πράξεών της ανδρική συναυτουργία, που στον Παπαδιαμάντη απουσιάζει.

Η κριτική που επικεντρώνεται στη σχέση της ταινίας με το λογοτεχνικό κείμενο, ελέγχοντας την πιστότητα της πρώτης ως προς το δεύτερο, βασίζεται, νομίζω, στην πεποίθηση ότι ο Παπαδιαμάντης (βλέπε: κάθε κλασικό λογοτεχνικό έργο) είναι ιερό κείμενο, άρα ταμπού. Θα έπρεπε ίσως να το ξέρουμε απέξω, όπως οι πιστοί τις προσευχές. Και αν επιτρεπόταν κάποια καλλιτεχνική του χρήση, αυτή θα όφειλε να έχει τον χαρακτήρα της προσκύνησης. Να παραμείνει, δηλαδή, «πιστή», όρος που παραπέμπει ούτως ή άλλως σε λεξιλόγιο θρησκευτικό και όχι κοσμικό.

Κριτική και κριτικές

Η ταινία που, στο μεταξύ, σαρώνει τα ταμεία και έχει γίνει θετικά αποδεκτή από την κριτική, προκάλεσε και άλλες αντιδράσεις που δεν ανάγονται σε φανερές ή κρυμμένες πεποιθήσεις περί ιερότητας του κειμένου. Αυτές θα συνοψίζονταν σε κάτι σαν: «καλή η ελευθερία της σκηνοθέτιδος, δεν έπρεπε όμως να εργαλειοποιηθεί ο Παπαδιαμάντης για τις ανάγκες μιας σύγχρονης πολιτικής συζήτησης, που αφορά τη βία κατά των γυναικών στην Ελλάδα σήμερα. Δεν έφταιγαν οι άνδρες για τους φόνους της Φραγκογιαννούς!».

Από τη σκοπιά της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ωστόσο, οι προσεγγίσεις αυτές ηχούν παράξενες. Ενα μεγάλο μέρος της τέχνης, νεωτερικής αλλά και προνεωτερικής ακόμη, συνίσταται, ακριβώς, σε αμείλικτες αλλεπάλληλες διασκευές. Σε τι οφείλεται άραγε το αειθαλές διάχυτο άγχος και η αυστηρότητα που εξακολουθούν να καταθλίβουν την ελληνική κοινωνία κατά την πρόσληψη της τέχνης και των προϊόντων της; Γιατί μας αποδιοργανώνει η καινοτομία; Αντί να έχουμε διαβολεμένη περιέργεια να δούμε τι σκαρφίζεται ο νέος καλλιτέχνης με αφορμή τον παλιό, πόσο ευρηματικός είναι, πόσο μακριά μπορεί να το πάει και, κυρίως, πόσο επιτυχημένα, πολλοί από εμάς περιμένουμε απλώς με την αγιαστούρα στη γωνία, ως θεματοφύλακες και τιμωροί. Στην ουσία, αρνούμαστε την καλλιτεχνική έκφραση ως αποτέλεσμα χειραφέτησης και εξατομίκευσης. Δεν επιβραβεύουμε την κριτική αναμέτρηση και το νέο. Το χειρότερο είναι πως δεν αγγίζουμε την τέχνη παρά με χειρουργικά γάντια, που σημαίνει ότι δεν την ευχαριστιόμαστε.

«Photos, yes, selfies, no»

Η υπόθεση μου έφερε στο μυαλό μια δυσάρεστη σκηνή από το περυσινό καλοκαίρι. Τρεις πολύ νεαρές φοιτήτριες μουσικού πανεπιστημίου της Γηραιάς Αλβιώνας επισκέφθηκαν ένα από τα πιο καινούργια και πιο σύγχρονα στη μουσειολογική προσέγγισή τους αρχαιολογικά μουσεία της χώρας μας. Εξοικειωμένες με τα ήθη που επικρατούν σε μερικά από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, οι κοπέλες θέλησαν να αυτο-φωτογραφηθούν μπροστά στα ευρήματα σαν Μούσες, σε μια χαριτωμένη γρήγορη πόζα, με τα σανδάλια και με τα σορτσάκια τους. Αμέσως έσπευσαν οι υπάλληλοι: «Photos, yes, selfies, no». Προσπάθησα να καταλάβω το σκεπτικό. Οι υπάλληλοι μου εξήγησαν, με κάθε σοβαρότητα, ότι οι σέλφι με τα εκθέματα δείχνουν «έλλειψη σεβασμού».

Εσχάτως ζήσαμε και την ιστορία με το κατέβασμα της ροζ «σημαίας» από την έκθεση στο προξενείο της χώρας μας στη Νέα Υόρκη. Σκέφτομαι ότι όλες αυτές οι στάσεις και οι ενέργειες συνδέονται με το ίδιο φοβικό και αμυντικό νήμα. Στρέφονται, εντέλει, εναντίον του συμβόλου και του αγαθού που θέλουν τάχα να προστατεύσουν. Γιατί το κλείνουν σε βιτρίνα, το καθιστούν απρόσιτο και στο βάθος καταπιεστικό, και όχι αντικείμενο αγάπης, που σημαίνει εξοικείωσης, απόλαυσης, χρήσης. Δεν θέλουν, όλες και όλοι αυτοί, να γίνουν στ’ αλήθεια δικά μας ούτε ο Παπαδιαμάντης, ούτε τα αρχαία αγάλματα, ούτε η σημαία. Θέλουν να τα φοβόμαστε και να τα προσκυνάμε, όχι να τα αγαπάμε και να τα χρησιμοποιούμε. Επιστρατεύοντας δε μια μεγαλύτερη δόση καχυποψίας, θα λέγαμε ότι δεν θέλουν να ανήκουν όλα τα παραπάνω στην κοινωνία, αλλά μονάχα σε ειδικά, κατάλληλα μυημένα ιερατεία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή