Οπερα «Μποέμ»: Μουσικά ικανοποιητική, αλλά σκηνογραφικά απογοητευτική

Οπερα «Μποέμ»: Μουσικά ικανοποιητική, αλλά σκηνογραφικά απογοητευτική

Παρακολουθήσαμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή την όπερα «Μποέμ» του Τζάκομο Πουτσίνι στη σκηνοθετική εκδοχή του αείμνηστου Γκρέιαμ Βικ και σκηνικά – κοστούμια του Ρίτσαρντ Χάντσον

2' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα την παραγωγή του αείμνηστου Aγγλου σκηνοθέτη Γκρέιαμ Βικ, στην οποία μεταφέρει την πλοκή στην Αθήνα (εδώ σε ιδιαίτερα βαρετή, οπτικά, εκδοχή της), και ομολογώ ότι, σκηνικά τουλάχιστον, με απογοήτευσε, παρόλο που είμαι θαυμάστρια του συνήθως καταπληκτικού σκηνογράφου Ρίτσαρντ Χάντσον.

Με εξαίρεση τη δεύτερη πράξη –παραμονή Χριστουγέννων στο καφέ Momus– που εξέπεμπε γνήσια χαρούμενη παρισινή ατμόσφαιρα, τα σκηνικά σε όλες τις υπόλοιπες πράξεις δεν είχαν ίχνος ποιητικότητας – γιατί και σε καταστάσεις ακραίας φτώχειας μπορεί να υπάρξει κάποια γραφική πινελιά (τουλάχιστον στο θέατρο). Αλλά εδώ δεν υπήρχε. Ούτε καν κάποια σταγόνα χιούμορ στα παιχνίδια των φοιτητών…

Οσο για την τρίτη πράξη, τη σκηνή κοντά στην ταβέρνα στη χιονισμένη Γωνιά της Πόλης, εδώ είχαμε μόνο μια είσοδο σε σταθμό του μετρό, γκρίζα και άκρως καταθλιπτική. Στην τελευταία πράξη, πίσω στη σοφίτα των φοιτητών όπου έρχεται η Μιμή για να πεθάνει, συμβαίνει το εξής απίστευτο: αφού ξεψυχήσει, η Μουζέτα και οι τέσσερις φίλοι το βάζουν στα πόδια, αφήνοντας πίσω το πτώμα της… Πρωτοφανές και πρωτότυπο σίγουρα, αλλά εξίσου άκαρδο, μακάβριο και καθόλου στο πνεύμα του Πουτσίνι…

Ευτυχώς η μουσική πλευρά ήταν πολύ πιο ικανοποιητική. Κυρίως χάρη στην πολύ συγκινητική ερμηνεία της Βασιλικής Καραγιάννη, η οποία μας εξέπληξε με τον ωραίο, γεμάτο και μεστό λυρικό ήχο με τον οποίο απέδωσε τη Μιμή, ηρωίδα που θα έλεγε κανείς ότι βρίσκεται έξω από την comfort zone της ερμηνεύτριας, η οποία εστιάζει στο μπελκάντο, στον Μότσαρτ και σε πιο ελαφρούς λυρικούς ρόλους. Ομως ίσως θα έπρεπε να το περιμένουμε ότι αυτή η ιδιαίτερα ευσυνείδητη καλλιτέχνιδα ποτέ δεν θα ρίσκαρε να αναλάβει ένα ρόλο για τον οποίο δεν αισθάνεται πλήρως εξοπλισμένη, και έτσι κέρδισε και το στοίχημα και τον θαυμασμό μας.

Λιγότερο ικανοποιητική, και φωνητικά και σκηνικά, η συνήθως ιδανική για βεριστικούς ρόλους Τσέλια Κοστέα ως Μουζέτα. Εδώ απαιτείται μια ελαφράδα στον ήχο και στην όλη παρουσία, που πρέπει να θυμίζει σουμπρέτα και να εκπέμπει ένα εντελώς γαλλικό παιχνιδιάρικο ύφος που δεν ταιριάζει σε αυτή την πιο «σοβαρή» τραγουδίστρια, την οποία έχουμε θαυμάσει σε πολλούς ρόλους αυτού του ρεπερτορίου. Και το ασημένιο φόρεμα που της φόρτωσαν δεν τη βοηθούσε καθόλου. (Πράγματι μερικές φορές θέλει κανείς να δώσει στους ενδυματολόγους μια κατραπακιά…)

Ροντόλφο ήταν ο γνωστός μας Ιταλός Φραντσέσκο Ντεμούρο, ο οποίος αντικατέστησε τον Γιάννη Χριστόπουλο την τελευταία στιγμή. Αν και η φωνή του δεν είναι ακόμη αρκετά «γεμάτη» για τον Πουτσίνι, με την τεράστια ορχήστρα που ντουμπλάρει τις μελωδίες των τραγουδιστών, τα κατάφερε αξιοπρεπώς και εισέπραξε ενθουσιώδες χειροκρότημα από το κοινό, ιδίως μετά την άρια «Ο Soave Fanciulla» στο τέλος της πρώτης πράξης.

Εξαιρετικός ο Μαρτσέλο του Διονύση Σούρμπη, με τη γλυκιά αλλά και πολύ ανδρική φωνή του που ταιριάζει τέλεια στον ρόλο του συμπαθέστατου ζωγράφου. Απόλυτα ικανοποιητικοί και οι άλλοι δύο φίλοι, ο Τάσος Αποστόλου ως Κολλίνε και ο Νίκος Κοτενίδης ως Σωνάρ.

Ο μαέστρος Οντρέι Ολος διηύθυνε την ορχήστρα με ζήλο αλλά και ευαισθησία προς τους τραγουδιστές, τους οποίους κατάφερε να μην καλύψει και να τους αφήνει χώρο να χρωματίζουν τις φωνές τους – πράγμα επιθυμητό αλλά όχι δεδομένο με πολλούς συναδέλφους του, ιδίως στον βερισμό… Η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εξαιρετική όπως πάντα, υπό τον εμπνευσμένο μαέστρο της, Αγαθάγγελο Γεωργακάτο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή