Καμιά πατρίδα για τους καταραμένους

Καμιά πατρίδα για τους καταραμένους

Το χωριό, η ανάγκη, η πλημμύρα. Και μετά η ανομβρία, η επιστροφή. Η ζωή που δεν έζησαν είναι εκεί κάτω...

3' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΝΙΤΑ Π. ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ
Καλλίστη
Το χρονικό μιας ανομβρίας
εκδ. Αλφειός, 2023, σελ. 66

Οταν τον Δεκέμβριο του 2022 τυπωνόταν αυτή η νουβέλα, όταν ξεκινούσε να γράφεται το 1987 και ολοκληρωνόταν το 2007, κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ότι οι εικόνες του βιβλίου, εικόνες καταστροφής, εικόνες μανίας της φύσης, εικόνες δυστοπικές και ανυπόφορες, θα ήταν η πραγματικότητα της Θεσσαλίας. Απορία, απόγνωση, θλίψη, οργή.

Για να έχει η Αθήνα νερό, να ξεδιψά, να τρέφεται, να λουλουδίζει πρέπει να σχηματιστεί η λίμνη του Μόρνου, μια τεχνητή λίμνη που θα βυθίσει, θα εξαφανίσει, θα αφήσει ορατές μόνον τις στέγες των σπιτιών ενός χωριού, του Κάλλιον, για τη συγγραφέα είναι η Καλλίστη. Αμέσως στον νου: οι στέγες του Παλαμά;

Από τη μια η ψευδαίσθηση του νέου και από την άλλη η μνήμη που δεν παραιτείται.

Οι κάτοικοι θα μετοικήσουν, θ’ αλλάξουν μέρος, σπίτι, ζωή. Από την παλιά παίρνουν μαζί τον Αϊ-Λια, προστάτη, παρηγορητή, ένα μάτι να τους προσέχει από τα ψηλά, να μη χαθούν, να μην αλλάξουν, να συντηρήσουν όσα είχαν, να αποδεχθούν τους πνιγμένους τάφους των δικών τους.

Πλημμύρα, κι ύστερα το χρονικό της ανομβρίας. Το νερό υποχωρεί αργά, βασανιστικά, αποκαλυπτικά. Οι στέγες ξεχωρίζουν πάλι, τα παράθυρα χάσκουν, οι πόρτες ανοίγουν κατεστραμμένες, σάπιες, σκεβρωμένες, οι τοίχοι με τα σημάδια του νερού, τα φουσκώματα, τη λάσπη. Και πάλι: η Μηλίνα; Το Χόρτο; Η Αγριά; Η δική μου Μπούφα;

Οι κάτοικοι κοιτούν από ψηλά το χωριό τους να αποκαλύπτεται πάλι. Δεν τους καλεί, δεν κατηφορίζουν με λαχτάρα, το κοιτούν με περιέργεια, είναι ένα παράξενο απολίθωμα στο οποίο κάποτε ζούσαν. Μέχρις εκεί.

Εκτός από έναν. Ο ένας, μόνος, νοσταλγός κι οραματιστής μαζί, θέλει να γυρίσει, να ξαναβρεί τον τόπο του, να δέσει πάλι τις άκρες του κομμένου νήματος της ζωής του. Δεν έχει αποδεχθεί τη φυγή, τη νέα πιο άνετη ζωή, τον τραβούν όσα ήξερε, όσα είχε ζήσει, τα παλιά, γνωστά, δικά του και ξένα πράγματα του πνιγμένου χωριού. Οι αυλές και τα εργαλεία, τα κουζινικά και τα μηχανήματα, οι φωτογραφίες και οι φράχτες, τα πούλια στο αφημένο τάβλι.

Καμιά πατρίδα για τους καταραμένους-1

Ο θάνατος και η ζωή που συνεχίζεται, αλλάζει, μεταμορφώνει. Η απουσία που δεν συνηθίζεται μα αποζητά την επιστροφή, την αναβίωση, την παρηγορία. Η ψευδαίσθηση του νέου, του πολλά υποσχόμενου, του μέλλοντος με συνθήκες πραγματικά άξιες να κατατροπώσουν το παλιό, ξεθωριασμένο, ξεπερασμένο, ανεπίκαιρο. Η μνήμη. Που δεν παραιτείται, μα κινητοποιεί αποφάσεις, επιβάλλει στροφές στη ζωή, αλλαγή στη ματιά, επιστροφές, όχι απλά νοσταλγίας, μα βαθιάς, ανυπόκριτης, ουσιαστικής βιωτής. Ο ένας, εκείνος που επιστρέφει και σιγά σιγά ανακαλύπτει ξανά την παλιά ζωή, δεν γυρνάει από νόστο. Δεν είναι ο επιφανειακός συναισθηματισμός, το δάκρυ για κείνα που έχασε, η αδυναμία να ζήσει το νέο, που τον κάνει να κατηφορίζει στο παλιό χωριό. Είναι η βαθιά του ανάγκη να ψηλαφίσει την πραγματική ζωή που έχασε, να ριζώσει με νέες ρίζες στον τόπο που υπάρχουν οι παλιές, είναι που νιώθει, σκέφτεται, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να ζήσει έξω από το πνιγμένο του χωριό.

Ανυπόκριτα και ήσυχα, μυστικά κι ολοφάνερα επιστρέφει. Η ανομβρία, αυτή η συνθήκη θανάτου, θα του επιτρέψει να ξαναβρεί τη χαμένη του ζωή, που την είχε παρασύρει η πηγή της ζωής, το νερό.

«Ολα τα τοπία είμαστε εμείς». Ο τόπος και ο χρόνος χάνει την αποκλειστική του αναφορά στο συγκεκριμένο χωριό, τη συγκεκριμένη συνθήκη. Εμφανίζεται μπροστά μας, αναδύεται από την ξηρασία η άχρονη αντίφαση της ανθρώπινης ύπαρξης, που ξεριζώνεται για να επιστρέψει, που επανακάμπτει για να ξαναφύγει ίσως, σε μια βασανιστική προσπάθεια να ανιχνευτεί το αβέβαιο, μυστηριώδες, αχαρτογράφητο νόημα της ύπαρξης. Τα θεμέλια του παρελθόντος γερά και στέρεα, εναλλάσσονται με τα λαμπερά στηρίγματα του μέλλοντος, η ατυχία ή και η αποτυχία ακυρώνονται από την υπόσχεση της ανανέωσης, η απώλεια φέρνει μια νέα αρχή, μια ελπίδα, κάποτε φρούδα.

Εκείνος που επιστρέφει μοιάζει αφελής, ένας νοσταλγός από αδυναμία, ένας κυνηγός της ματαιότητας. Μοιάζει, μα δεν είναι. Είναι ένας πληγωμένος μα δυνατός άνθρωπος, δεσμευμένος με το παρελθόν του, αλλά όχι υποταγμένος σ’ αυτό, ένας άνθρωπος που ο γυρισμός του είναι απόφαση ζωής, όχι στιγμιαία παρόρμηση. Στο τάβλι ο ήχος ακούγεται δυνατότερος. Δεν είναι τα πούλια. Είναι οι χοντρές στάλες της βροχής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή