Ηλίας Λογοθέτης: Πολυσχιδής, ιδιοφυής, ευαίσθητος, αρνητής του βεντετισμού

Ηλίας Λογοθέτης: Πολυσχιδής, ιδιοφυής, ευαίσθητος, αρνητής του βεντετισμού

Το εύρος του, εντυπωσιακό: επιθεώρηση, μιούζικαλ, πρόζα, αριστοφανική κωμωδία, αρχαία τραγωδία, κωμωδία, δράμα, μπουλβάρ και, φυσικά, μπεκετική και πιντερική δραματουργία

5' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ηλίας Λογοθέτης μπήκε στο θέατρο από την πόρτα των ερασιτεχνών της Λευκάδας. Το 1954, μαθητής ακόμη του Γυμνασίου, παίζει στην παράσταση «Ο Χορός του Ζαλόγγου» ως μέλος του Μουσικοφιλολογικού Ομίλου «Ορφεύς» και δύο χρόνια αργότερα διακρίνεται στον ρόλο του Αλή Πασά στην παράσταση του έργου «Κυρά Φροσύνη» του Α. Βαλαωρίτη που παιζόταν στο «Πάνθεον» τη χειμερινή περίοδο και στην πλατεία της Λευκάδας το καλοκαίρι. Λάτρευε την όπερα, άρχισε να σπουδάζει μουσική στο Ωδείο Αθηνών αλλά εγκατέλειψε τις μουσικές σπουδές όταν πέτυχε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου από όπου και αποφοίτησε. Παθιασμένος αναγνώστης λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, δοκιμίου και κριτικής.

Στο Θέατρο Τέχνης έδωσε εξετάσεις τον Σεπτέμβριο του 1964, σε μία προσπάθεια «τακτοποίησης» της ζωής του. Υπήρξε ένα από τα βασικά στελέχη του Θεάτρου Τέχνης κατά τη δεύτερη περίοδο λειτουργίας του στον χώρο του «Υπογείου» μετά το 1954, όπου και διακρίθηκε σε ρόλους της δραματουργίας του παραλόγου. Δούλεψε με την ευφυΐα του σε αυτό το «εργαστήρι» ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως ονόμαζε ο Αντουάν Βιτέζ την ερευνητική εργασία, τους αυτοσχεδιασμούς κατά τη διάρκεια της πρόβας και γενικότερα τη διαδικασία αναζήτησης του ρόλου μέσα από τη φαντασία, το ένστικτο του ηθοποιού. Γρήγορα προσαρμόστηκε και βίωσε τις πρόβες στο σκοτεινό «Υπόγειο» ως μία μυητική διαδικασία, μία ανίχνευση των δικών του «μυστικών» δυνάμεων, ως μία επίπονη προσπάθεια να ανακαλύψει τις δυνατότητές του σε ένα χώρο κλειστό, μακριά από το «θεατρικό πανηγύρι» της εμπορικής αγοράς.

Για τη μαθητεία του στον Κουν, ο ίδιος αποκαλύπτει: «Και από άποψη τεχνικής, αυτή βέβαια δεν υπήρχε. Τεχνική ήταν για μένα η πίστη ότι αυτό που είτε κατανοούσες είτε όχι μπορούσες να το εκτελέσεις, όχι τέλεια αλλά σε ένα ποσοστό, που να θεωρείται θεατρική πράξη. Αυτό ήταν η μαγεία». Θυμάται ότι κατέφυγε σε έναν ψυχίατρο, να τον συμβουλευτεί γιατί είχε την αίσθηση ότι δεν άκουγε τη φωνή του παίζοντας. Θεωρούσε τη σχέση του με τον Κουν ιερή έως και «αποκαλυπτική». Σαν κάποιο φως να τον έλουσε και να τον οδήγησε στην αποκρυπτογράφηση των εικόνων ή των ήχων των λέξεων, χωρίς ο ίδιος να έχει εντρυφήσει πραγματικά. Ως σπουδαστής ακόμη της σχολής έπαιξε σε μία σειρά παραστάσεων κατά τη διετία 1965-1967. Τον Απρίλιο του 1965 συμμετέχει στον χορό των «Περσών» γερόντων στο αφιέρωμα World Theatre Season του Λονδίνου και στον χορό των αριστοφανικών Ορνίθων το 1965. Τον Ιούλιο του 1966 ερμηνεύει έναν από τους αριστοφανικούς Βατράχους και στην ίδια παράσταση τραγούδησε μία άρια που συνέθεσε ο Γ. Χρήστου ειδικά γι’ αυτόν, με τίτλο «Εσείς του Δία εννέα θυγατέρες» πριν από τη σκηνή του δραματικού αγώνα Αισχύλου – Ευριπίδη. Αποθεώθηκε από το κοινό του Ηρωδείου.

Πιραντέλο, Σαίξπηρ, Αριστοφάνης, Σοφοκλής, Μπέκετ, Ιονέσκο αποτελούν τους πρώτους σημαντικούς ρόλους που θα γονιμοποιήσουν τις υποκριτικές επιδόσεις του στην περίοδο της ωριμότητας.

Το 1970 είναι η τελευταία χρονιά συνεργασίας του με το Θ. Τέχνης, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στον πυρήνα του δυναμικού του Κουν και έχει αρχίσει πλέον να διαφαίνεται ο συνδυασμός ψυχολογικού και σωματικού παιξίματος, κυρίως στο θέατρο του παραλόγου. Ο ρόλος του Αστον στον «Επιστάτη» του Πίντερ (1969), ο υπηρέτης Κλοβ στο «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ (1970) και ο λοχαγός των πυροσβεστών στη «Φαλακρή τραγουδίστρια» του Ιονέσκο (1970) αποτελούν ερμηνείες-ορόσημα.

Ο Στανισλάβσκι έλεγε: «Πάρτε από μένα ό,τι νομίζετε πως είναι καλό και προχωρήστε όπου νομίζετε». Ο Λογοθέτης έκρινε πως πήρε αυτό που έπρεπε να πάρει από τον «δάσκαλο» Κουν και αποχώρησε. Ο ρόλος του Επτανήσιου αστυνόμου στη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου (1970) είναι ο ρόλος-αυλαία της συνεργασίας του με το Θέατρο Τέχνης. Στην εικοσαετία 1970-1990 συμμετέχει σε όλες τις αλλαγές που εκκολάπτονται την περίοδο της Μεταπολίτευσης στην καλλιτεχνική ζωή και ασκείται σε διαφορετικά θεατρικά είδη. Επιθεώρηση, μιούζικαλ, πρόζα, αριστοφανική κωμωδία, αρχαία τραγωδία, κωμωδία, δράμα, μπουλβάρ και, φυσικά, μπεκετική και πιντερική δραματουργία. Το εύρος είναι εντυπωσιακό.

Πολύ δυναμική η παρουσία του στην επιθεώρηση, ένα είδος που τον ενδιέφερε με την πολιτική του σημασία («Και τη λέμε ακόμη δημοκρατία» 1972, «Ω! Μαμά… Ελλάς», 1979). Βρέθηκε επί σκηνής δίπλα στα ιερά «τέρατα»: την Καλουτά, τον Χατζηχρήστο, τον Φωτόπουλο.

Συνεργάζεται με τον Σπύρο Ευαγγελάτο σε τρεις σημαντικές παραστάσεις του «Αμφιθεάτρου»: στον «Ερωτόκριτο» (1975) και στα δύο σαιξπηρικά έργα «Τίτος Ανδρόνικος» (1975) και «Οθέλλος» (1982). Ο Λογοθέτης είναι ο πρώτος Τίτος Ανδρόνικος στο νεοελληνικό θέατρο. Στον «Οθέλλο» βγήκε από το κλασικό εκτόπισμα του grand role και απέδωσε έναν αποκαλυπτικά οικείο ήρωα, προσιτό στα ανθρώπινα μέτρα, φυσικό και ιστορικά υπαρκτό. Εδειξε οπωσδήποτε έναν διαφορετικό δρόμο στην ερμηνεία ρόλων αυτού του είδους, που για αρκετές δεκαετίες στην Ελλάδα παγιδεύτηκαν σε φόρμες του ρομαντικού ρεύματος.

Στη «Νεκρή ζώνη» του Πίντερ (1999) ερμηνεύει έναν από τους πιο σημαντικούς ρόλους της καριέρας του, τον ρόλο του Σπούνερ. Εντυπωσίασε με το ύφος της ερμηνείας, τις καινοτομίες του στην υποκριτική φόρμα και την τήρηση του σωστού μέτρου, κυρίως στη διάκριση σιωπής και παύσης. Οι ρυθμοί του γοήτευσαν και τον ίδιο τον Πίντερ που είδε την παράσταση στο «Απλό Θέατρο» το 2000 και θεώρησε την ερμηνεία του ρόλου ως σημείο αναφοράς.

Το δημιουργικό του πάθος τον οδήγησε στη μελέτη του Γ. Βιζυηνού. Αυτό που αισθάνθηκε στη γλώσσα των διηγημάτων του ήταν η απόλυτη αρμονία. Η θεατρική διασκευή του έργου «Το αμάρτημα της μητρός μου» (2007) σε συνεργασία με τη Μαρία Ζαχαρή, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία για περισσότερο από δέκα χρόνια.

Ως ηθοποιός αρνήθηκε τον βεντετισμό. Ως άνθρωπος ήταν γλυκός, τρυφερός, ευαίσθητος και απέραντα ευγενικός. Μεγάλο ταλέντο στο χιούμορ, στον χειρισμό της γλώσσας, και στην ευαισθησία να συλλαμβάνει τις αδιόρατες πτυχές της καθημερινότητας. Αναζήτησε νέες φόρμες στην τέχνη, όχι γιατί θέλησε να ταυτιστεί με έναν θεατρικό μοντερνισμό αλλά γιατί ωθήθηκε από την ιδιοσυγκρασία του στη διαρκή ανανέωση της σχέσης του με το κοινό. Αναμφίβολα σπάνια, η εσωτερικότητά του, η αίσθηση της παύσης, το πυρετικό του βλέμμα, η ικανότητά του να υπερβαίνει τις «ετοιματζίδικες» φόρμουλες και τις στερεότυπες μανιέρες.

Προσέγγισε με άνεση τα δραματικά πρόσωπα του Ιονέσκο, του Μπέκετ και του Πίντερ που τον έφεραν πιο κοντά στον Σαίξπηρ, στον Σοφοκλή και στον Αριστοφάνη ή ακόμη και στους αγαπημένους του ρόλους της επιθεώρησης. Πρόσφατα δήλωσε εμφατικά ότι η τέχνη για τον ίδιο δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτοσκοπός είναι η ίδια η ζωή. Αν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη, θα επέλεγε φυσικά τη ζωή.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή