«Προτιμώ την κοκεταρία του αληθινού»

«Προτιμώ την κοκεταρία του αληθινού»

Η Αλίκη Αλεξανδράκη μιλάει για το «Ονειρόδραμα» του Στρίντμπεργκ, τα παιδικά της χρόνια, το θέατρο και το κοινό

7' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης, πάνω από το Ωδείο του Ηρώδου Αττικού, σκαρφάλωνε μαζί με άλλα πιτσιρίκια για να παρακολουθήσουν κρυφά πρόβες και παραστάσεις. «Το πλάτωμα πάνω από το Ηρώδειο ήταν η δική μας αλάνα», λέει σήμερα η Αλίκη Αλεξανδράκη. Το πατρικό της ήταν στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και η γνωριμία με τα μνημεία του Ιερού Βράχου ήταν μέρος της οικογενειακής βόλτας. Ανάμεσά τους το Ηρώδειο, το θέατρο του Διονύσου, πιο πάνω το μνημείο του Θρασύλλου με την Παναγία τη Σπηλιώτισσα στα σπλάχνα του –από τα καλύτερα σωζόμενα δείγματα μεταβυζαντινής αγιογραφίας στην περιοχή–, η «Τρύπα» όπως έλεγαν οι διαβάτες.

«Προτιμώ την κοκεταρία του αληθινού»-1
«Ευχαριστήθηκα το 95% των ρόλων που έπαιξα. Αν δεν αγαπήσεις τον ρόλο σου, δεν βγαίνει νόημα να είσαι στη σκηνή», λέει η Αλίκη Αλεξανδράκη, η οποία συμπληρώνει 55 χρόνια στο θεατρικό σανίδι.

«Είμαι ευγνώμων στους γονείς μου που μου τα έμαθαν. Αυτά ήταν τα δικά μας παιχνίδια και ενδιαφέροντα με τον αδερφό μου. Και μαζί, το διάβασμα. Στο σπίτι ακούγαμε επίσης πολλή μουσική. Η οικογένεια της μητέρας ήταν από την Κωνσταντινούπολη, επιστήμονες όλοι τους, και του πατέρα από το Βουκουρέστι της Ρουμανίας με καταγωγή από το Ιόνιο. Μεγάλωσα με όπερες και τανγκό του Εντουάρντο Μπιάνκο». 

Οι διαχρονικές αξίες του πολιτισμού παρέμειναν κομμάτι ολόκληρης της ζωής της, είτε επρόκειτο για τη γειτονιά της αρχαίας Αθήνας, τους λογοτεχνικούς ήρωες είτε για τους κορυφαίους του θεάτρου που αγάπησε αργότερα, όπως ο Στρίντμπεργκ. Ενα, μάλιστα, από τα σημαντικότερα έργα του Σουηδού δραματουργού ετοιμάζεται να παίξει στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θέατρου σε σκηνοθεσία της Γεωργίας Μαυραγάνη.

Το «Ονειρόδραμα», που ανεβαίνει στις 20 Μαρτίου σε μετάφραση Γ. Δεπάστα, περιλαμβάνει 35 ρόλους που υποδύονται 18 ηθοποιοί. «Παίζω από έναν καρβουνιάρη μέχρι την κόρη του θεού σε μεγαλύτερη ηλικία», λέει η καταξιωμένη ηθοποιός και ξετυλίγει την ιστορία: Η Αγνή, κόρη του θεού Ιντρα, κατεβαίνει στη Γη για να γνωρίσει την ανθρώπινη φύση και όσα βιώνει. Δίπλα στους ανθρώπους μαθαίνει τον κόσμο τους, τα παράπονα, τον πόνο, τις ελπίδες και τη δυστυχία τους. Τον Στρίντμπεργκ, λέει η Αλίκη Αλεξανδράκη στην «Κ», «τον βασάνιζε το αιώνιο ερώτημα τι είναι ζωή και ποιο είναι το νόημά της. Και επειδή δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό, παρουσίασε την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από το καλό και το κακό, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Το “Ονειρόδραμα” περιέχει και κομμάτια της ζωής του, τα οποία μπορεί να ονειρεύτηκε αλλιώς και βγήκαν αλλιώς». 

Ονειρικός κόσμος

Πολυπρόσωπο και πολυδάπανο, το έργο δεν ανεβαίνει συχνά. «Είναι από τα εξπρεσιονιστικά έργα του Στρίντμπεργκ. Το τοποθετεί μέσα σε ένα όνειρο και, όπως ξέρουμε, στα όνειρα τα πράγματα πολλαπλασιάζονται, θολώνουν, παραμορφώνονται». Τι κάνει επίκαιρο το «Ονειρόδραμα» 123 χρόνια από την εποχή που γράφτηκε; «Η ανάγκη των ανθρώπων για μια καλύτερη υλική ζωή». Τι έμαθε η ίδια στην 80χρονη γεμάτη εμπειρίες διαδρομή της για τις δοκιμασίες του ανθρώπου; «Να παίρνω τη ζωή ακριβώς όπως είναι. Ετσι κι αλλιώς από κάτι άλλο έχει καθοριστεί, κι έχω αποδεχθεί ότι ήρθα και θα φύγω. Οσο μπορώ, ζω την ημέρα, τη στιγμή. Αλλιώς βαδίζεις σε αρνητισμό».

«Παίρνω τη ζωή ακριβώς όπως είναι. Ετσι κι αλλιώς από κάτι άλλο έχει καθοριστεί. Ηρθα και θα φύγω. Οσο μπορώ, ζω την ημέρα,τη στιγμή».

Πενήντα πέντε χρόνια στο θέατρο, «ευχαριστήθηκα το 95% των ρόλων που έπαιξα. Αν δεν αγαπήσεις τον ρόλο σου, δεν βγαίνει νόημα να είσαι στη σκηνή». Ξεχωρίζει την πολυσυζητημένη «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη στο Εθνικό Θέατρο, που σκηνοθέτησε το 2013 ο Νίκος Καραθάνος. «Οχι τόσο ως έργο, όσο για τη συνεργασία. Μου άνοιξε μια νέα καριέρα».

Την Αλίκη Αλεξανδράκη την αγαπήσαμε μέσα από γυναίκες γήινες, με ρωγμές, άποψη και τσαγανό. «Με συγκινούν οι ανθρώπινες γυναίκες», απαντάει. Αραγε, της μοιάζουν; «Αμα ήξερα τον εαυτό μου θα ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Ο καθένας έχει την εικόνα που κατά βάθος θέλει. Απλώς έχω αποδεχθεί ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε από το πολύ κακό μέσα μας έως το πολύ καλό».

Η μητέρα της ήταν αρχιτέκτων με ειδίκευση σε βυζαντινού τύπου κτίσματα, ο πατέρας απόφοιτος της Εμπορικής Σχολής καταπιανόταν με τα οικονομικά. «Μια αστική οικογένεια, που μου άνοιξε δρόμους από πολύ μικρή. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ελεύθερα, σαν παιχνίδι. Με παιχνίδι έμοιαζε και η ζωή στο σπίτι μας. Οι γονείς ξέφευγαν από το κλασικό πρότυπο, ήταν φίλοι μας». 

Ακόμη θυμάται τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη με τον Αλέκο Αλεξανδράκη («όχι, δεν έχουμε καμία συγγένεια», προλαβαίνει την ερώτηση). Ηταν 12 ετών τότε και όταν οδηγήθηκε αργότερα στο θέατρο δεν ήταν από πόθο να δει τον εαυτό της στη σκηνή, «αλλά από δίψα για γνώση. Από περιέργεια να δω τι είναι το θέατρο και τον κόσμο του στην πίσω πλευρά». 

«Ο καθένας έχει την εικόνα που κατά βάθος θέλει. Ολοι οι άνθρωποι έχουμε από το πολύ κακό μέσα μας έως το πολύ καλό».

Το Θέατρο Τέχνης την απέρριψε, σπούδασε στη δραματική σχολή του Γ. Θεοδοσιάδη και έκανε το ντεμπούτο της στο Θέατρο του Κουν με Πιραντέλο: «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε». «Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, καθηγητής δραματολογίας, ήταν και διευθυντής των θεατρικών προγραμμάτων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Συχνά μας έβαζε σε κάποια θέατρα της Κυριακής ή της Τετάρτης για να έχουμε ένα μικρό μεροκάματο. Σε μια από εκείνες τις ραδιοφωνικές παραστάσεις έπαιξα –μια φράση είπα όλη κι όλη– στο “Καλοκαίρι και καταχνιά”, που σκηνοθέτησε ο Κώστας Μπάκας. Αυτός με κάλεσε σε μια υποτυπώδη οντισιόν όταν ετοίμαζαν στο Τέχνης το “Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε”. Εμεινα τέσσερα χρόνια».

Πρότυπα δεν είχε. «Ισως ακούγεται εγωιστικό, αλλά είχα δική μου ταυτότητα. Δεν ονειρευόμουν να μοιάσω κάπου, ήμουν εγώ. Ομως δεν έχανα καμία παράσταση της Κατίνας Παξινού ούτε της Βέρας Ζαβιτσιάνου». Η θεατρική σκηνή ήταν απελευθερωτική. «Δεν φοβόμουν να εκθέσω πλευρές του εαυτού μου που δεν ήταν και πολύ γοητευτικές. Η κοκεταρία του όμορφου ποτέ δεν με συγκίνησε, προτιμώ την κοκεταρία του αληθινού».

Στο θέατρο δραστηριοποιήθηκε σε χρόνια που η προσβολή και οι φωνές, για πολλούς σήμαιναν καλό δάσκαλο. «Η προσβολή είναι πάντα προσβολή και δεν έχει σημασία αν σου την κάνει ο δάσκαλος. Από κει και πέρα το θέμα είναι λεπτό σε σχέση με τη δουλειά μας, στην οποία ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Δεν γίνεται σε τέτοιες συνθέσεις να μη δημιουργηθούν εντάσεις, σπίθες. Οχι μόνο από τον σκηνοθέτη, αλλά και από εμάς». 

Τα τασάκια του Κουν

Στο Θέατρο Τέχνης είδε κι αυτή τα τασάκια που εκσφενδόνιζε ο Κουν σε στιγμές έντασης στις πρόβες. «Τα τασάκια τα έζησα, απλώς δεν ήρθαν στο δικό μου κεφάλι. Ακουσα παρατηρήσεις “Αλίκη πρόσεχε” για κάτι που είχα την εντύπωση ότι το έκανα καλά, όμως όχι, δεν κακοπέρασα. Στη διαδρομή μου ήμουν πολύ τυχερή». Οσο για τις πρόσφατες καταγγελίες από νεότερες γενιές ηθοποιών, λέει: «Καλά έκαναν και μίλησαν».

Οι νέοι συνάδελφοί της μιλούν για το χιούμορ, την ευγένεια, τον δυναμισμό, την τόλμη της. «Περνάω καλά με τους νέους συναδέλφους μου. Οι περισσότεροι είναι παλιοί μαθητές μου». Η απόφασή της να παίξει γυμνή πριν από δέκα χρόνια στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου που σκηνοθέτησε ο Ν. Καραθάνος, πόσο εύκολα πάρθηκε; «Πέρα από το ότι Βοκάκιος χωρίς γυμνό δεν γίνεται, έχει σημασία ο τρόπος που στο ζητάνε και γιατί. Με τον Καραθάνο ο ηθοποιός αισθάνεται σιγουριά».

Τηλεοπτικά, εκτός από τις παλιές δουλειές («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Αστροφεγγιά», «Απαράδεκτοι» κ.ά.), αγαπήθηκε και στον ρόλο της Δέσπως Προύσαλη στις «Αγριες μέλισσες». «Οταν διάβασα το κείμενο είπα, “α, θέλετε άλλη μια ηθοποιό να σας κάνει έναν κωμικό ρόλο” και αποφάσισα ότι δεν θα τους κάνω τη χάρη. Ηθελα να παίξω τη μαμά του χωροφύλακα και τη σχέση που έχω με αυτόν. Αυτό περιείχε κάτι από εκείνο που ήθελαν, αλλά κι αυτό που ήθελα εγώ».  

Σε αμηχανία τη φέρνουν οι αντιδράσεις οικειότητας στον δρόμο ή στα καθημερινά ψώνια. «Δεν είναι πάντα ευγενικοί οι άνθρωποι, παρότι εκφράζουν τον θαυμασμό τους. Συχνά νιώθω να παραβιάζουν την ιδιωτικότητά μου όταν χιμήξουν πάνω μου για να με φιλήσουν». Αγένεια θεωρεί και τις προσωπικές ερωτήσεις, όπως γιατί δεν παντρεύτηκε. «Εφόσον δεν ασχολούμαι με τη ζωή των άλλων, έχω το δικαίωμα να μη θέλω να ασχολούνται και οι άλλοι με τη δική μου». Βέβαια, πολλοί πρώην συνοδοιπόροι της τώρα είναι εξομολογητικοί μπροστά στις κάμερες. «Σύμφωνα με το λάιφ στάιλ, το να εκθέτω την προσωπική μου ζωή με κάνει πιο προσφιλή στο κοινό. Ολα μάρκετινγκ είναι». Το έχει ξαναπεί: «Δεν είμαι γυναίκα της διπλανής πόρτας».

Στα 80 της χαίρεται να τεμπελιάζει, συνεχίζει να διαβάζει, αλλά να περπατάει λιγότερο. «Πρέπει να θυμάμαι ότι έχω μια ηλικία για να με προστατέψω». Το θέατρο παραμένει συναρπαστικό, όπως στα χρόνια της σχολής; «Απλώς το παραμύθι γίνεται πιο σύντομο, αλλά υπάρχει». Το μόνο που πονάει πια είναι το τέλος των παλιών φίλων, όπως πρόσφατα του Ηλία (Λογοθέτης). «Κάναμε απίστευτα γλέντια στο σπίτι του, όμως η απώλεια είναι στο παιχνίδι της ζωής. Δεν μπορείς να αποφύγεις τον θάνατο…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή