Η ζωή χωρίς όνειρα γίνεται εφιάλτης

Η ζωή χωρίς όνειρα γίνεται εφιάλτης

Το να ονειρεύεται κανείς αποτελεί τη θεμελιώδη δραστηριότητα της ψυχικής εργασίας, σύμφωνα με τον Τόμας Ογκντεν

5' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

THOMAS H. OGDEN
Αυτή η τέχνη της ψυχανάλυσης / Ονειρευόμενοι ανονείρευτα όνειρα και διακοπτόμενους εφιάλτες
επιμέλεια: Γ. Βασλαματζής
μτφρ. Ε. Κανελλοπούλου,
Ι. Μαλογιάννης, Μ. Τζινιέρη – Κοκκώση
εκδ. Ικαρος, 2023. σελ. 333

Ο Φρόιντ ήταν ο πρώτος που ανέδειξε τη σημασία των ονείρων: τα θεώρησε εμβληματικό στοιχείο της λειτουργίας του ασυνείδητου ψυχικού κόσμου – και εντέλει μια μορφή ασυνείδητης σκέψης. Την τελευταία αυτή σύλληψη ανέπτυξαν και διεύρυναν μεταγενέστεροι ψυχαναλυτές, που υποστήριξαν πως αυτού του είδους η σκέψη αποτελεί θεμελιώδη τρόπο ψυχικής επεξεργασίας της εμπειρίας.

Ο τίτλος του βιβλίου, «Αυτή η τέχνη της ψυχανάλυσης. Ονειρευόμενοι ανονείρευτα όνειρα και διακοπτόμενους εφιάλτες», αποτελεί μια σύνοψη των όσων εκθέτει ο συγγραφέας του, ο Αμερικανός Τόμας Ογκντεν, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ψυχαναλυτές, στα οκτώ κεφάλαιά του. Δηλώνει κατ’ αρχάς, δηλαδή, πως το να ονειρεύεται (και να ονειροπολεί) κανείς, στον ύπνο ή στον ξύπνο, αποτελεί τη θεμελιώδη δραστηριότητα της ψυχικής εργασίας. Οταν αυτή η δραστηριότητα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ή διακόπτεται, τα ακατέργαστα συναισθηματικά δεδομένα δεν μπορούν να μετατραπούν σε ψυχική εμπειρία. Ετσι, «ένας άνθρωπος απευθύνεται σε έναν αναλυτή επειδή βιώνει ψυχικό πόνο τον οποίο, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, είτε δεν είναι ικανός να ονειρευτεί, …, είτε είναι τόσο ταραγμένος από αυτό που ονειρεύεται ώστε διαταράσσεται η ονειροποιητική του λειτουργία. Στον βαθμό που το άτομο είναι ανίκανο να ονειρευτεί τη συναισθηματική του εμπειρία, είναι ανίκανο να αλλάξει» (σελ. 24, κεφάλαιο Αυτή η τέχνη της ψυχανάλυσης. Ονειρευόμενοι ανονείρευτα όνειρα και διακοπτόμενους εφιάλτες). Ο στόχος της ανάλυσης είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις που, με τη συμμετοχή του αναλυτή, θα διευκολύνουν τον αναλυόμενο να ονειρευτεί την ανονείρευτη ή διακεκομμένη ψυχική του εμπειρία.

«Ενας άνθρωπος απευθύνεται σε έναν αναλυτή επειδή είτε δεν είναι ικανός να ονειρευτεί είτε είναι τόσο ταραγμένος από αυτό που ονειρεύεται, ώστε διαταράσσεται η ονειροποιητική του λειτουργία».

Ο Βρετανός ψυχαναλυτής Ουίλφρεντ Μπίον εισήγαγε στο ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο την έννοια της ονειροπόλησης (reverie), που δεν θα πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως συνώνυμη του ρεμβασμού εν γένει. Ο Μπίον εννοεί τη δυνατότητα του ψυχισμού να δέχεται μια υπερβολή ερεθισμών, αισθητηριακών ή και συναισθηματικών και να τους μορφοποιεί σε ένα σχήμα ονειρικής σκέψης. Ως παράδειγμα αναφέρει τη σχέση μητέρας – βρέφους, τη δεκτικότητα της μητέρας σε ό,τι ερέθισμα λάβει από το παιδί και τη μετατροπή της συνεπακόλουθης αναστάτωσής της σε μια ονειρική σκέψη που θα τροφοδοτήσει την απάντησή της σ’ εκείνο. Συνεπώς, το σκέπτεσθαι απαιτεί τουλάχιστον δύο ψυχισμούς, σε μια διαλεκτική σχέση πομπού και δέκτη.

Η ζωή χωρίς όνειρα γίνεται εφιάλτης-1Η ονειροπόληση είναι νομίζω για τον Ογκντεν η έννοια που αποδίδει πληρέστερα τη φύση και την ποιότητα της συμμετοχής του αναλυτή, που θα διευκολύνει τον αναλυόμενο να ονειρευτεί την ανονείρευτη ή διακεκομμένη ψυχική του εμπειρία. Οχι βέβαια ως θεωρητική έννοια, σημειώνει στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης ο επιμελητής της, ψυχαναλυτής Γρηγόρης Βασλαματζής, αλλά ως «ένδειξη ότι παραμένει ψυχικά δεκτικός και ικανός να επεξεργάζεται ονειρικά τα βιώματά του εντός της αναλυτικής συνθήκης» (σελ. 18). Στο βιβλίο, οι κλινικές αφηγήσεις στο πλαίσιο των οποίων ο Ογκντεν θέτει την ονειροπόλησή του (ή τη δυσκολία του να ονειροποιήσει) ως απόκριση σε αυτό που του φέρνει ο αναλυόμενος ή η αναλυόμενή του το αποδεικνύουν στο έπακρο (π.χ. σελ. 138-153, στο κεφάλαιο Το να μην μπορεί κανείς να ονειρεύεται).

Ο Μπίον είναι λοιπόν η μείζων αναφορά στο βιβλίο (αλλά όχι η μόνη, αφού ο Φρόιντ και ο Γουίνικοτ κυρίως, αλλά και η Μέλανι Κλάιν και άλλοι είναι συνομιλητές του μέσα σ’ αυτό), καθώς η σκέψη του Ογκντεν τον συναντά σε δύο μεγάλα ζητήματα: πρώτον, στη μετακίνηση από τη σημασία του ονείρου στη σημασία της εμπειρίας του ονειρεύεσθαι και δεύτερον, στο ότι το σκέπτεσθαι απαιτεί τουλάχιστον δύο ψυχισμούς.

Η ψυχαναλυτική γραφή είναι ένας συνδυασμός ερμηνείας και τέχνης

Ποια είναι όμως η συμμετοχή του κάθε ψυχισμού σε αυτό το σκέπτεσθαι; Επ’ αυτού ο Ογκντεν σημειώνει ότι θεωρεί την ονειροπόληση του αναλυτή ως δημιούργημα μιας ασυνείδητης διυποκειμενικότητας αναλυτή και αναλυόμενου. Και εμβαθύνει, συζητώντας αναλυτικό υλικό: «Δεν θα είχε νόημα για μένα να θεωρήσω τις ονειροπολήσεις που αφορούσαν την εμπειρία της παιδικής μου ηλικίας στη λίμνη αποκλειστικά ως αντανάκλαση του έργου του ασυνειδήτου μου ή αποκλειστικά ως αντανάκλαση του ασυνείδητου έργου του ασθενούς.

Από αυτή την άποψη είναι αδύνατο (και χωρίς νόημα) να πούμε ότι η δική μου ιδέα ή η ιδέα του ασθενούς ήταν αυτή που μεταφέρθηκε στην ερμηνεία» (σελ. 186, στο κεφάλαιο Τι είναι αληθινό και τίνος ιδέα ήταν;).

Η παραπάνω ιδέα εκτείνεται πέρα από την αναλυτική σχέση, στη σχέση συγγραφέα – αναγνώστη και μάλιστα όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, εμφατικά παρούσα στο βιβλίο (Ρ. Φροστ, Σ. Χίνι και κυρίως Μπόρχες), αλλά και στο ψυχαναλυτικό κείμενο. Με αφετηρία το «Πένθος και μελαγχολία» του Φρόιντ και την απήχηση που είχε και έχει ο τρόπος με τον οποίο διάβασε και ερμήνευσε η Kλάιν αυτό το κείμενο, ο Ογκντεν υποστηρίζει ότι «η επιρροή δεν ασκείται μόνο από μια προγενέστερη πνευματική συνεισφορά σε μια μεταγενέστερη· μεταγενέστερες [συνεισφορές]… επηρεάζουν την ανάγνωση προγενέστερων» (σελ. 157), εισηγούμενος εδώ μια διαχρονική αμφίδρομη επίδραση των ιδεών μεταξύ τους (σελ. 158).

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου (Περί ψυχαναλυτικής γραφής), ο –χαρισματικός– συγγραφέας Ογκντεν εμβαθύνει στην ψυχαναλυτική γραφή και εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος γράφει τις εργασίες του.

Οχι τυχαία ο Ογκντεν θεωρεί την ψυχαναλυτική γραφή «λογοτεχνικό είδος που περιλαμβάνει τον συνδυασμό ερμηνείας και τέχνης». Για εκείνον η ψυχαναλυτική γραφή περιλαμβάνει απαραιτήτως «τη δημιουργία ενός έργου τέχνης αν πρόκειται να δημιουργήσει στον αναγνώστη μια αίσθηση της “μελωδίας αυτού που συμβαίνει”» (σελ. 258). Ο συγγραφέας δεν παραλείπει εξάλλου να δηλώσει ότι «η ψυχαναλυτική γραφή αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή [τ]ου» (σελ. 257). Εδώ θα μπορούσαμε να θυμηθούμε την ψυχαναλύτρια και καλλιτέχνιδα Μάριον Μίλνερ, που υπογραμμίζει την ευχαρίστηση που ενέχει για τον καλλιτέχνη η δημιουργική διαδικασία. Θα μπορούσαμε επίσης να σκεφτούμε ότι «Η τέχνη της ψυχανάλυσης» του τίτλου του βιβλίου αναφέρεται, εν μέρει τουλάχιστον, στην επικράτεια της ψυχαναλυτικής γραφής. Αλλά, αφού η ίδια η εκφορά μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας ή και η ενδεχομένως σιωπηλή ονειροποιητική διεργασία ενέχουν το στοιχείο της μορφοποίησης, της δημιουργίας ψυχικών εικόνων, δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι η καθαυτή άσκηση της ψυχανάλυσης συνδέεται με το είδος της απόλαυσης που συνήθως αποδίδουμε στην επαφή μας με την τέχνη, ως δημιουργοί ή και ως θεατές της. Ισως λοιπόν ο τίτλος αναφέρεται στην άσκηση της ψυχανάλυσης συνολικά, συμπεριλαμβανομένης της ανάγνωσης και της γραφής, που μετέχουν σε μιαν ιδιαίτερη διυποκειμενικότητα – εκείνη της ψυχαναλυτικής κοινότητας.

Ο συγγραφέας παραδέχεται ότι η ψυχαναλυτική γραφή αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις στη ζωή του.

Δυο λόγια για την ελληνική έκδοση ενός έργου εύλογα πολύ απαιτητικού. Κατ’ εμέ, οι συντελεστές της, ο επιμελητής (Γρηγόρης Βασλαματζής) και οι μεταφραστές (Ελίνα Κανελλοπούλου, Ιωάννης Μαλογιάννης, Μαρία Τζινιέρη-Κοκκώση) πέτυχαν να δώσουν ένα ρέον ελληνικό κείμενο με απλές, νηφάλιες, σαφείς μεταφραστικές επιλογές που επιτρέπουν στον αναγνώστη να αντλήσει ευχαρίστηση από τη διαδρομή του στο ιδιαίτερο τοπίο της ψυχαναλυτικής τέχνης του Ογκντεν. Είναι ακόμη σημαντικό να αναφερθούμε στην Εισαγωγή και τις Σημειώσεις (από τον επιμελητή) και τον διευκολυντικό τους ρόλο. Επίσης, στον Πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση. Τέλος, στο ότι η ίδια η πρωτοβουλία της μετάφρασης του βιβλίου του Ογκντεν στα ελληνικά δημιουργεί ένα ακόμη πεδίο επαφής των Ελλήνων ψυχαναλυτών με τη σκέψη του μεγάλου αυτού ψυχαναλυτή.

*Ο κ. Γρηγόρης Μανιαδάκης είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή