Το βάσανο της τελειότητας

Ο Εκτορας Λυγίζος διασκεύασε τον «Αποτυχημένο» του Τόμας Μπέρνχαρντ

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο “αποτυχημένος” μας είναι φανατικός άνθρωπος είπε μια φορά ο Γκλεν, πεθαίνει σχεδόν αδιάλειπτα από οίκτο για τον εαυτό του». Στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Μπέρνχαρντ, «αποτυχημένος» είναι ο Βέρτχαϊμερ, ένας από τους τρεις πιανίστες και φίλους που στις αρχές της δεκαετίας του ’50 έζησαν στο ίδιο σπίτι και παρακολούθησαν έναν κύκλο μαθημάτων πιάνου του διάσημου Βλαντίμιρ Χόροβιτς.

Μόνον που στον παρόντα χρόνο –τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ– ο αφηγητής μας, μεσόκοπος πιανίστας και συντάκτης μιας εργασίας για τον Γκουλντ, λαμβάνει ένα τηλεγράφημα που του ανακοινώνει την αυτοκτονία του Βέρτχαϊμερ. Και τότε, σε ένα παρηκμασμένο ξενοδοχείο της αυστριακής επαρχίας, τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι συνομιλίες εκείνης της σημαδιακής φιλίας επιστρέφουν από το παρελθόν.

Βεβαίως ο Μπέρνχαρντ ποτέ δεν συνάντησε τον σπουδαιότερο δεξιοτέχνη πιανίστα του 20ού αιώνα, μολονότι αυτή η σχέση βρίσκεται στο επίκεντρο της λογοτεχνικής αφήγησης. Πρόκειται για μια φαντασιακή συνθήκη που δημιούργησε ο Αυστριακός συγγραφέας για να μιλήσει για τη μουσική, τους καλλιτέχνες, τα αδιέξοδα, την εγωκεντρικότητα και όπως πάντα, για την ηθική της μεταπολεμικής αυστριακής κοινωνίας. Γι’ αυτό ο Μπέρνχαρντ επινόησε τον δικό του Γκουλντ. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και κινηματογραφιστής Εκτορας Λυγίζος διασκεύασε το μυθιστόρημα για την παράσταση «Ο αποτυχημένος», μετασχηματίζοντας τη μονολογική αφήγηση του πρωτοτύπου σε μουσικοθεατρικό έργο για τέσσερις φωνές και ένα πιάνο. Ο Αρης Μπαλής ερμηνεύει τον Βέρτχαϊμερ, ο Γιάννης Νιάρρος τον Γκλεν Γκουλντ, η Αμαλία Μουτούση την ξενοδόχο και ο Εκτορας Λυγίζος τον αφηγητή.

«Ο “Αποτυχημένος” είναι από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα του Μπέρνχαρντ, και εξαρχής ήξερα ότι διέθετε γόνιμο υλικό για θέατρο. Αφενός το θέμα με αφορά πολύ, καθώς αναφέρεται στην έννοια της αποτυχίας και πώς τη διαχειριζόμαστε, μάλιστα μέσα σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον. Από την άλλη είναι το ύφος και ο τρόπος του συγγραφέα, που ενώ πραγματεύεται θέματα εξαιρετικά βαριά, το κάνει με χιούμορ και σαρκασμό. Το ύφος του δεν είναι μόνον σκωπτικό, αλλά και ευφρόσυνο. Ενίοτε πλησιάζει μάλιστα την έννοια του καλοπροαίρετου πειράγματος, ώρες ώρες μάλιστα γίνεται γάργαρος. Οσο για τα πρόσωπα, ξεπηδούν μέσα από την αφήγηση τόσο ζωντανά, που νομίζω ότι ζητούν να βγουν στη σκηνή», μας λέει ο κ. Λυγίζος.

Πρόζα και μουσική

Το έργο είναι ένας συνδυασμός πρόζας και μουσικής. Δεν υπάρχει λιμπρέτο με τον τρόπο της όπερας, αλλά όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στη δουλειά του, ο λόγος αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό μουσικά – ακόμη κι αν κρατάει τις προφορικές του ιδιότητες. Αξιοποιούνται ο ρυθμός, ο τόνος, τα σωματικά ηχεία που χρησιμοποιεί ο ηθοποιός –«Ολα τα παραγλωσσικά στοιχεία του λόγου», λέει ο σκηνοθέτης–, πόσο μάλλον στη συγκεκριμένη παράσταση κατά την οποία το κείμενο «συνδιαλέγεται» με κομμάτια από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» που ο Γιάννης Νιάρρος ερμηνεύει στο πιάνο, ενταγμένα στη θεατρική συνθήκη.

Στο έργο, που θα ανέβει στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, το κείμενο «συνδιαλέγεται» με κομμάτια από τις «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» που ο Γιάννης Νιάρρος ερμηνεύει στο πιάνο.

«Το θέμα αφορά το βάσανο του μουσικού με την τελειότητα, την καθημερινή σχέση με την αποτυχία και την αδυναμία, ενώ με κάποιον τρόπο ακολουθεί την ανάπτυξη της πρωτότυπης παρτιτούρας του Μπαχ», σχολιάζει ο Εκτορας Λυγιζος.

«Ο ρόλος του αφηγητή είναι κεντρικός στην παράσταση, με τον τρόπο που συμβαίνει στον συχνά παραληρηματικό τρόπο του Μπέρνχαρντ;», αναρωτιέμαι. «Νομίζω ότι σε μια άλλη συνθήκη, ο αφηγητής θα ήταν ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ, αν ήταν μουσικός αντί για συγγραφέας και διέθετε την οικονομική επιφάνεια του πιανίστα μας», απαντά. «Το πρόσωπο του αφηγητή που υποδύομαι είναι ουσιαστικά η αφορμή για να έρθουν τα άλλα πρόσωπα στη σκηνή: οι δύο άνδρες και η μοναδική γυναίκα της ομάδας, η ξενοδόχος που υπήρξε η τελευταία ερωμένη του αυτόχειρα».

«Τι σημαίνει η αποτυχία για τον καλλιτέχνη;», ρωτώ τον σκηνοθέτη. «Νομίζω ότι είναι μια καθημερινή πάλη, επειδή η δημιουργία βασίζεται στο όραμα και στην ιδέα, η οποία είναι ένα πράγμα που πάντοτε, όταν έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα, τραυματίζεται. Ακόμη κι όταν έχει πετύχει η προσπάθεια, κάποια πράγματα της αρχικής σύλληψης παραμένουν ατελή, ή δεν βγαίνουν ποτέ στην επιφάνεια», απαντά. «Η έννοια της ματαίωσης είναι μια καθημερινή πάλη. Από εκεί και πέρα, ενώ η δημιουργία αυτή καθεαυτήν θα έπρεπε να μας χαροποιεί, είναι πολύ δύσκολο να μην παλέψεις με την έννοια της τελειότητας, την προσδοκία της επιτυχούς εκπλήρωσης. Αλλωστε και η καθημερινότητά μας, το να επινοούμε καθημερινά τον τρόπο που ζούμε σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, είναι μια αντίστοιχη διαδικασία δημιουργίας», καταλήγει.

Με λίγα λόγια, ο μέσος άνθρωπος δεν διαφοροποιείται από τον καλλιτέχνη;

«Η ανάγκη να είμαστε αρεστοί, αποδεκτοί, τελικά ασφαλείς, είναι η ανάγκη του μωρού από την οποία δεν απαλλασσόμαστε ποτέ, όπως η ανάγκη του φυτού να στρέφεται με τον ήλιο για να βλαστήσει. Ο ναρκισσισμός είναι βασικό στοιχείο ειδικά στον ψυχισμό των καλλιτεχνών. Πολλές φορές μπορεί να τους οδηγήσει στην τρέλα. Είναι όμως ένα αναγκαίο κακό, ένα βάσανο που τους κάνει ακόμη περισσότερο τρυφερούς».

Το έργο θα κάνει πρεμιέρα στις 11 Απριλίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή