«Νοικάρηδες» της γαλλικής γλώσσας

«Νοικάρηδες» της γαλλικής γλώσσας

Ευρωπαίοι θεατρικοί συγγραφείς, θιασώτες της «γαλλογραφίας»

3' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χριστίνα Οικονομοπούλου 
Γαλλόφωνο Θέατρο. Σύγχρονες θεατρικές γραφές του κόσμου στη γαλλική γλώσσα, Τόμος Ι: «Ευρώπη»
πρόλογος: Γ. Φρέρης
εκδ. Παπαζήση, 2023, σελ. 636

Περισσότεροι από 90 θεατρικοί συγγραφείς από το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ελβετία, την Κοιλάδα της Αόστα, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Ελλάδα, τη Σερβία – Κροατία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία και το ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας, συναντώνται στο βιβλίο «Γαλλόφωνο θέατρο. Σύγχρονες θεατρικές γραφές του κόσμου στη γαλλική γλώσσα» Τόμος Ι: «Ευρώπη», της δρος Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας και μέλους ΕΕΠ στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Χριστίνας Οικονομοπούλου.

Τι τους συνδέει; Προφανώς η γαλλική γλώσσα, όχι όμως με τη «στενή», τη συνήθη έννοια, καθότι οι ίδιοι δεν είναι Γάλλοι, δεν έχουν δηλαδή γαλλική καταγωγή. Τους συνδέει η «γαλλοφωνία», η υιοθέτηση των γαλλικών ως γλωσσικού «κώδικα» και κατ’ επέκταση η «γαλλογραφία» ως γλώσσα συγγραφής. Ο «κώδικας» αυτός, εξηγεί η κ. Οικονομοπούλου, «είναι άλλοτε μητρικός, άλλοτε προσωπικά υιοθετικός και άλλοτε επιβάλλεται από τρίτους παράγοντες».

Για κάποιους η χρήση της γαλλικής γλώσσας συνιστά αποτέλεσμα της μακροχρόνιας αποικιοκρατίας, για άλλους συνδέεται αποκλειστικά με τη «γαλλοφιλία», ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που την ενδύονται αναγκαστικά ως εργαλείο επιβίωσης για προσωπικούς ή και πολιτικούς λόγους. Η ίδια η Οικονομοπούλου χαρακτηρίζει πολύ εύστοχα τους συγγραφείς που δημιουργούν, μετατοπίζονται και αλληλεπιδρούν μέσω της γαλλογραφίας, ως «ριζοπεριπλανώμενους», δανειζόμενη τον όρο από τον Αϊτινό συγγραφέα Ζαν-Κλοντ Σαρλ.

«Γλώσσα της ελευθερίας μου, του επαναδομημένου μου εγώ», χαρακτηρίζει τα γαλλικά η Ρουμάνα Αλεξάντρα Μπαντέα.

«Είμαστε οι νοικάρηδες της γαλλικής γλώσσας», θα παραδεχτεί το 1989 ο γαλλόφωνος Κονγκολέζος συγγραφέας Σόνι Λαμπού Τανσί, για να καταλήξει: «Και πληρώνουμε τακτικά το ενοίκιό μας. Μάλιστα συμβάλλουμε στις εργασίες συντήρησης της παράγκας. Ετοιμαζόμαστε έτσι να σαλπάρουμε για μια περιπέτεια συν-ιδιοκτησίας».

Αν και ο Τανσί δεν αποτελεί αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης, καθώς η συγγραφέας ετοιμάζει ήδη τους δύο επόμενους τόμους του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματός της, έναν για το Μαγκρέμπ και έναν για την υποσαχάρια Αφρική, όπου θα συμπεριληφθεί και ο σπουδαίος αυτός δραματουργός, η παραπάνω άποψη δείχνει να αποτελεί κοινό τόπο σχεδόν για το σύνολο των γαλλόφωνων δραματουργών.

Ετσι, για την Ουγγαρέζα Αγκότα Κρίστοφ, η οποία αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα της για πολιτικούς λόγους και να ζήσει στην Ελβετία, τα γαλλικά είναι ένα «αναγκαίο κακό», φτάνοντας μάλιστα, στο αυτοβιογραφικό δοκίμιό της «Η αναλφάβητη», να τα καταδικάσει ως «γλώσσα εχθρό» που «σκοτώνει τη γλώσσα μου τη μητρική».

«Νοικάρηδες» της γαλλικής γλώσσας-1

«Δίπορτο»

Στον αντίποδα αυτής της καίριας και συντριπτικής, γλωσσικά, πολιτισμικά αλλά κυρίως βιωματικά, παραδοχής, η Ρουμάνα Αλεξάντρα Μπαντέα θα χαρακτηρίζει τα γαλλικά «γλώσσα της ελευθερίας μου, του επαναδομημένου μου εγώ», ενώ η δική μας Μαργαρίτα Λυμπεράκη, που μοίρασε τη ζωή της μεταξύ Υδρας και Παρισιού, θα δηλώσει γλαφυρά: «Για πολλά χρόνια είχα την αίσθηση πως ήμουν παντού περιθωριακή. Ούτε εντελώς Ελληνίδα όταν βρισκόμουν στην Ελλάδα, ούτε εντελώς Γαλλίδα όταν βρισκόμουν στο Παρίσι. Αυτή η κατάσταση είχε μια γεύση πικρή, συγχρόνως όμως κάτι το βολικό, ήταν ένα δίπορτο, μου έδινε απεριόριστη ελευθερία στη δουλειά μου».

Ενα επιπρόσθετο ενδιαφέρον στοιχείο που φωτίζει η μελέτη της Οικονομοπούλου και το οποίο ξεπερνάει την καλλιτεχνική δημιουργία των γαλλόγραφων θεατρικών συγγραφέων, αφορά μια αντίστροφη διαδικασία: το «αποτύπωμα» που εκείνοι αφήνουν στη γαλλική γλώσσα, τα φυλετικά, γλωσσικά, περιβαλλοντικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά χαρακτηριστικά –αλλά και τον βαθμό γνώσης και τον τρόπο εκμάθησης της ίδιας της γλώσσας– που φέρουν από τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά τους βιώματα, τα οποία συμβάλλουν τελικά στον εμπλουτισμό της. «Ο αλλόφωνος ή εκτός Γαλλίας ομιλητής ή χρήστης του γαλλικού πολιτισμικού και γλωσσικού συστήματος γράφει, δημιουργεί κάτι νέο και μοναδικό στη γαλλική γλώσσα, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στον εμπλουτισμό και στη διεύρυνση του γαλλικού πολιτισμικού συστήματος», επισημαίνει.

Εν κατακλείδι το βιβλίο συνιστά μια σημαντική λεξικογραφική μελέτη· μια λεπτομερή καταγραφή των γαλλόγραφων θεατρικών συγγραφέων της Ευρώπης, με βιογραφικά στοιχεία και ανάλυση των δραματουργικών τους πονημάτων, η οποία έρχεται να καλύψει ένα διαπιστωμένο κενό – από τους ακαδημαϊκούς τουλάχιστον κύκλους, αλλά και από όσους και όσες ασχολούνται σοβαρά με το σύγχρονο γαλλόφωνο θέατρο εν γένει στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Οπως σημειώνει ο καθηγητής Συγκριτικής Γραμματολογίας του ΑΠΘ Γιώργος Φρέρης, «το πόνημα αυτό με την πλούσια και άρτια βιβλιογραφία κατά κεφάλαιο» αποτελεί ένα «επιστημονικό επίτευγμα» και ταυτόχρονα είναι και «μια σοβαρή υπενθύμιση προς όλους ότι ο πολιτισμός δεν έχει γλωσσικά σύνορα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή