Αυτόκλητοι δικαστές και δήμιοι

Αυτόκλητοι δικαστές και δήμιοι

Το νέο βιβλίο του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Ελεύθερος σκοπευτής» διατρέχει μια ολόκληρη ζωή γραπτών και διαβασμάτων

7' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ελεύθερος σκοπευτής» τιτλοφορείται το νέο βιβλίο του τακτικού αρθρογράφου της «Κ» Τάκη Θεοδωρόπουλου. Συλλογή από πεζά, που όλα μαζί συνιστούν πλάγια αυτοβιογραφία: με την έννοια ότι ο αυτοβιογραφούμενος είναι πρωτίστως ο δημόσιος γραφιάς και δευτερευόντως ο ιδιωτικός άνθρωπος. Πάντως υπάρχει η αφηγηματική ροή που διατρέχει μια ολόκληρη ζωή γραπτών και διαβασμάτων. Το ομολογεί: «Ο,τι κι αν έκανα ως ασταθής χαρακτήρας που παρασύρεται εύκολα από τη γοητεία, είχα πάντα ένα σταθερό σημείο αναφοράς, τη γραφή. Και εννοείται την ανάγνωση – είναι και οι δύο στάδια της ίδιας δραστηριότητας». Οσο για τον τίτλο; «Είναι κυριολεκτικός. Δηλώνει τη στάση του ανθρώπου που ψάχνει μόνος του τον στόχο του. Και βέβαια αποτελεί και ο ίδιος στόχο».

Το βιβλίο κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει το κεφάλαιο «Το αίμα της μεταπολίτευσης».

Αυτόκλητοι δικαστές και δήμιοι-1

Προδημοσίευση

Μας αρέσει να λέμε ότι η μεταπολίτευση ήταν αναίμακτη. Ομως δεν ήταν αναίμακτη. Στη μεταπολίτευση χύθηκε αίμα. Και δεν χύθηκε από τους αμετανόητους χουντικούς, όπως φοβόμασταν ότι θα γίνει. Χωρίς βέβαια να θέλω να ξεχάσω το αίμα που χύθηκε στην Κύπρο, το αίμα στη μεταπολίτευση το έχυσε η αριστερή τρομοκρατία. Μερικές ένοπλες οργανώσεις παρανοϊκών τύπων που θεωρούσαν ότι η χώρα δεν είχε τελειώσει με τη χούντα, αυτόκλητοι δικαστές που εφάρμοζαν τη θανατική ποινή, από την οποία οι ίδιοι δεν κινδύνευαν αφού είχε καταργηθεί στην ελληνική δημοκρατία. Ηταν τα μολυβένια χρόνια της τρομοκρατίας στην Ευρώπη: οι Μπάαντερ Μάινχοφ στη Γερμανία, η δολοφονία του Αλντο Μόρο στην Ιταλία. Σκέφτομαι πολλές φορές πως η δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία συμπίπτει με το τέλος του μεγάλου ιταλικού κινηματογράφου, εννοώ κυρίως τις υπέροχες κωμωδίες. Λες και οι Ιταλοί τρόμαξαν με τον εαυτό τους και δεν τολμούσαν πλέον να αυτοσαρκαστούν. Ο αυτοσαρκασμός προϋποθέτει αυτοπεποίθηση. Δεν θυμάμαι τον τίτλο της ταινίας. Πρωταγωνιστεί ο Αλμπέρτο Σόρντι στον ρόλο ενός ταλαίπωρου μικροαστού που ψάχνει τρόπο για να διορίσει τον γιο του. Ως και μασόνος πάει να γίνει. Θυμάμαι εκείνες τις υπέροχες σκηνές στην Μπιενάλε της Βενετίας όπου η οικογένεια στέκει άφωνη μπροστά στο τελευταίο επίτευγμα της τέχνης: ένα κοπάδι πρόβατα βαμμένα γαλάζια. Εντέλει ο Σόρντι καταφέρνει να βρει μια θέση για τον γιο του και τον συνοδεύει την πρώτη μέρα στη δουλειά. Την ώρα που ανεβαίνει τα σκαλοπάτια για το γραφείο του γίνεται επίθεση τρομοκρατών. Ο νεαρός θα σκοτωθεί από μια αδέσποτη σφαίρα. Οπως ο Αξαρλιάν έχασε τη ζωή του επειδή η σύζυγος του Κουφοντίνα βιαζόταν να φύγουν διακοπές και του ζητούσε να μην αναβάλλει άλλο την επίθεση κατά του Παλαιοκρασσά. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες τραυμάτισαν τη συλλογική συνείδηση της ιταλικής κοινωνίας.

Δεν μπορώ να πω ότι συνέβη το ίδιο και παρ’ ημίν. Οι δολοφονίες της 17 Νοέμβρη και των συναφών ιδρυμάτων κοινής ωφελείας αντιμετωπίστηκαν όχι μόνον ως φυσιολογικές αλλά και ως θεμιτές από ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Οι προκηρύξεις με τις οποίες αναλάμβανε την ευθύνη των φόνων μπορεί να ήσαν φλύαρα φληναφήματα, ντυμένα με ένα λεξιλόγιο κοινωνικοπολιτικών επιστημών, όμως δημοσιεύονταν σε εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, όπως η Ελευθεροτυπία, και σχολιάζονταν στους κύκλους των προοδευτικών. Η εξυπνάδα του συγγραφέα τους, αργότερα μάθαμε πως ήταν κάποιος Γιωτόπουλος, ήταν ότι είχε πιάσει τον σφυγμό και το μέτρο του πνευματικού κόσμου. Το λεξιλόγιό του δεν διέφερε από το λεξιλόγιο και τη νοοτροπία όσων είχαν αλώσει τις έδρες των ανθρωπιστικών σπουδών στα πανεπιστήμια μετά την αποχουντοποίηση. Και κανέναν δεν απασχολούσε το γεγονός ότι αν πίσω από αυτές τις λέξεις δεν κρυβόταν ένας νεκρός, κανείς δεν θα έμπαινε στον κόπο να τις διαβάσει.

Προσπαθώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου κάποια αντίδραση του πνευματικού κόσμου της χώρας για τις δολοφονίες της 17 Νοέμβρη. Κάποια αντίστοιχη με αυτή που κινητοποίησε τους διανοουμένους με την υπόθεση Οτσαλάν ή με τον βομβαρδισμό της Σερβίας. Αν κάτι δεν θυμάμαι, δέχομαι οποιαδήποτε επανόρθωση. Ο λεγόμενος πνευματικός κόσμος αντιμετώπισε με κατανόηση, ή έστω με συγκατάβαση, και σίγουρα με φόβο τη δράση των κατά συρροή δολοφόνων. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν μπορούσαν να στραφούν εναντίον της πραγματικής διοίκησης του πανεπιστημίου, του φοιτητικού κινήματος, που υποστήριζε τη δράση των τρομοκρατών, αφού οι ίδιοι οι δάσκαλοί τους τους είχαν διδάξει την κοινωνιολογία που οι τρομοκράτες εκμεταλλεύονταν για να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες τους.

«Ας μη γελιόμαστε. Η δράση της αριστερής τρομοκρατίας υπήρξε δημοφιλής στη χώρα ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της. Οι υπόλοιποι απλώς φοβούνταν να συγκρουστούν μαζί της».

Ας μη γελιόμαστε. Η δράση της αριστερής τρομοκρατίας υπήρξε δημοφιλής στη χώρα ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τμήμα της. Οι υπόλοιποι απλώς φοβούνταν να συγκρουστούν μαζί της. Λογικό από μιαν άποψη, αφού διαπίστωναν μετά από κάθε φόνο πως η αστυνομία ήταν ανίκανη να συλλάβει τους αυτουργούς. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες εξαρθρώθηκαν, το ίδιο και οι Μπάαντερ Μάινχοφ, όμως η 17 Νοέμβρη συνέχιζε ανενόχλητη τις ευγενείς της δραστηριότητες. Ευθύνη των διωκτικών αρχών; Η ελληνική αστυνομία, η οποία αποδεικνυόταν ιδιαίτερα αποτελεσματική στην εξιχνίαση εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου, γιατί δεν έδειξε την ίδια αποτελεσματικότητα στην εξάρθρωση μιας συμμορίας που την αποτελούσαν άνθρωποι χαμηλής νοημοσύνης όπως αποδείχθηκε; Γιατί χρειάστηκαν 25 χρόνια και καμιά πενηνταριά νεκροί για να συλληφθούν οι δολοφόνοι χάρη σε ένα κινέζικο ξυπνητήρι που ενεργοποίησε τον εκρηκτικό μηχανισμό τη λάθος ώρα;

Επειδή η μεταπολίτευση είχε μυθοποιήσει τη 17 Νοέμβρη. Την είχε αναγορεύσει σε μια από τις σοβαρές παραμέτρους της δημοκρατίας μας. Απολάμβανε την ανοχή, ακόμα και την αποδοχή, μιας αριστεράς που δεν είχε συγχωρήσει ποτέ στη δημοκρατία ότι δεν την ανακήρυξε σε πρωταγωνιστή της δημοκρατίας που διαδέχθηκε την κατάρρευση της χούντας. Στο πολιτικό σκηνικό έπαιζε ρόλους καρατερίστα. Ομως είχε με το μέρος της το φοιτητικό κίνημα και τη δράση των τρομοκρατών. Κυρίως δε το κοινωνικό εκτόπισμα της δράσης τους. Εξού και οι αντιδράσεις όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αποφάσισε να απαγορεύσει τη δημοσίευση των προκηρύξεων που κυκλοφορούσε η συμμορία μετά από κάθε φόνο. Απόδειξη ότι η κοινωνική αποδοχή τους ενδιέφερε περισσότερο κι από τη δράση τους.

Αυτό έγινε μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από έναν τύπο του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαμε ως τότε, έκτοτε όμως έγινε πρόσωπο της δημόσιας ζωής. Τον Παύλο Μπακογιάννη τον ήξερα καλά. Ως δημοσιογράφος ανήκα στην ομάδα που φτιάξαμε το περιοδικό Ενα. Μπορεί να μην υπήρχε ακριβής συμφωνία χαρακτήρων, αφού πάντα με αντιμετώπιζε ως τον κουλτουριάρη της παρέας, αλλά η συνεργασία μας πάντα στηριζόταν στον αλληλοσεβασμό. Δεν υπήρχαν μικρότητες ανάμεσά μας. «Τάκη, δεν κάνεις για δημοσιογράφος» μου είχε πει όταν είχα αρνηθεί να πάρω συνέντευξη από τον Μιχαλόπουλο, τον εκδότη της Ελεύθερης Ωρας. Μπορεί και να μην είχε άδικο. Αν και πέρασα μια ζωή γράφοντας σε εφημερίδες και περιοδικά, ποτέ δεν αισθάνθηκα δημοσιογράφος.

Ο Παύλος ήταν ευθύς και θαρραλέος. Είχε βαθιά δημοκρατική συνείδηση, την οποία την είχε διαμορφώσει από τη θητεία του ως δημοσιογράφου στη Γερμανία. Ημασταν και μακρινοί συγγενείς εξ αγχιστείας. Εκείνος σύζυγος της Ντόρας, της κόρης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, κι εγώ σύζυγος της Δανάης, κόρης του Ιωάννου Μιτσοτάκη, δεύτερου εξαδέλφου του Κωνσταντίνου. Ομως δεν ήταν αυτός ο λόγος που με κάλεσε να συμμετάσχω στην ομάδα του περιοδικού που ετοίμαζε να εκδώσει. Με είχε προτείνει η αγαπημένη φίλη Κατερίνα Δασκαλάκη. Τον είχα συναντήσει στο γραφείο του, στην Κριεζώτου τότε, είχαμε συμφωνήσει για όλα, υποχρεώσεις, αμοιβή κτλ. και πριν φύγω του είχα αποκαλύψει ότι είμαι παντρεμένος με Μιτσοτάκη – αυτοί ήσαν το παρακλάδι του Ηρακλείου και το έγραφαν με γιώτα. «Τι λες, βρε Τάκη, γιατί δεν μου το έλεγες τόση ώρα;» Περάσαμε στον ενικό, μια οικειότητα που δεν μας εγκατέλειψε ως το τέλος της ζωής του.

Ο Μπακογιάννης ήταν πολιτικό ζώο. Κατάφερε να ξεπεράσει τη διχοτομία ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά που όριζε το πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης. Ηταν ο αρχιτέκτονας του ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στα δύο ΚΚ, το σοβιετόφιλο και το ευρωπαϊκό. Στόχος ήταν το ΠΑΣΟΚ, που είχε μετατραπεί σε πολιτικό παγόβουνο, και η ηγετική του ομάδα, εκτροφείο πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς. Αν η διχοτομία έπαυε να λειτουργεί, τότε οι τρομοκράτες θα έχαναν το κοινωνικό τους έρεισμα. Και έτσι τον δολοφόνησαν, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ο ίδιος αρνιόταν να κυκλοφορεί με σωματοφύλακες.

Γραφική λεπτομέρεια: Είχα φανταστεί μια τηλεοπτική σειρά όπου η 17 Νοέμβρη είναι ένας ταλαίπωρος μικροαστός στον οποίον έχουν περιέλθει η σφραγίδα και το όπλο – τα σήματα κατατεθέντα της οργάνωσης. Ζει κάπου στην Κυψέλη και τα νοικιάζει σε όποιον θέλει να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς. Το είχα πει στον αγαπημένο φίλο Ηλία Λογοθέτη, ο οποίος, για χρόνια, μου το υπενθύμιζε. Ομως με είχε ξεπεράσει η πραγματικότητα, η οποία, ως συνήθως, στην αγαπημένη μας πατρίδα απογοητεύει τη φαντασία μας. Σκεφτόμουν έναν μικροαστό, αλλά ο νους μου δεν μπορούσε να συλλάβει τους αδελφούς Ξηρού ή τον Κουφοντίνα.

Στο βιβλίο μου «Το τελευταίο τέταρτο» αφηγούμαι τις συνθήκες που με ανάγκασαν να εγκαταλείψω τη δημοσιογραφία. Δεν θα τις επαναλάβω εδώ. Να πω απλώς ότι το χρωστάω στον Γιώργο Κοσκωτά, πρωταγωνιστή του μεγάλου σκανδάλου της μεταπολίτευσης. Κυριολεκτώ όταν λέω το «χρωστάω». Η απόλυσή μου ήταν λυτρωτική, κάτι σαν απελευθέρωση από έναν εθισμό που στην αρχή με γοήτευε, όμως δεν χρειάστηκαν παρά μερικά χρόνια για να με απορρίψει ως ξένο σώμα. Με την ίδια ευκολία που εγκατέλειψα το διδακτορικό μου και τις προοπτικές της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας, με την ίδια ευκολία γύρισα την πλάτη στη δημοσιογραφία. Αν και γνώρισα και συνεργάστηκα με πολλούς ενδιαφέροντες συναδέλφους, οφείλω να ομολογήσω ότι η θητεία μου στη δημοσιογραφία με προσγείωσε στο καθεστώς της μετριοκρατίας και της ημιμάθειας. Εμένα με ενδιέφερε πάντα η γραφή, αλλά εκείνον τον καιρό ακόμα και στο έντυπο η ποιότητά της μετρού-σε όλο και λιγότερο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή