Νιώθει κανείς το βλέμμα-κάμερα πάνω στα γυναικεία γυμνά που παρουσιάζει ο Γεράσιμος Ρήγας στη φωτογραφική του έκθεση στην Γκαλερί Σκουφά (έως 22/4). Μέσα σε ένα περιβάλλον που θυμίζει ένα μαυρόασπρο κυκλαδίτικο Zabriskie Point ή μία μοντερνιστική διείσδυση σε ένα τοπίο σάρκινων ειδωλίων, ο Γεράσιμος Ρήγας αφηγείται μια ιστορία. Περισσότερο είναι η ανατομία μιας σχέσης, αυτής του βλέμματος και του σώματος, και αν αυτό που υποβάλλει τον θεατή είναι η γεωμορφολογία της γυναίκας, υπερισχύει εν τέλει μια αισθησιακή ώσμωση. Υπάρχει ένας τόπος που δεν είναι ακριβώς προσδιορισμένος. Είναι περισσότερο μια ψευδαίσθηση.
Ο Γεράσιμος Ρήγας, με τη σκηνοθετική του εμπειρία, οργανώνει έναν κόσμο υψηλής αισθητικής και αυστηρής καθαρότητας. Είναι ένας πολυπρισματικός κόσμος, που θυμίζει τεθλασμένα κάτοπτρα, παραμορφωτικούς καθρέφτες, και οφθαλμαπάτες, παρότι ο στόχος είναι ξεκάθαρος και το όχημα ευκρινές. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από την αφήγηση της γεωμορφολογίας ενός θηλυκού σώματος υπάρχει η διαρκής ανάγκη για αφαίρεση, αμφισημία, αναίρεση και αυτοαμφισβήτηση. Η ίδρυση μιας δημοκρατίας του σώματος στην άχρονη Φύση υπονομεύεται διαρκώς από την εξίσου ισχυρή ανάγκη για διαμεσολάβηση του βλέμματος. Είναι μια παρόρμηση που νομιμοποιεί το αποτέλεσμα.
Τα μαυρόασπρα γυμνά στις βοτσαλωτές ακτές, το υδάτινο στοιχείο, ο ορίζοντας, οι βραχονησίδες, συνθέτουν με εκείνο το απόκοσμο στιλπνό φως τη συνθήκη μιας δίνης, μέσα στην οποία ο Γεράσιμος Ρήγας αφήνει να διασταυρώνονται οι γεωμετρίες της επιθυμίας. Τα σώμα διαμελίζεται για να ανασυντεθεί, και το βλέμμα θωπεύει, επιθεωρεί, διεισδύει, απομακρύνεται, νιώθει έλξη και άπωση, προσεγγίζει και ανασυντάσσεται. Δεν είναι εύκολο να πει κανείς ποιος ηγείται, το βλέμμα ή το σώμα.
Μένουν στον θεατή οι μαλακές πλαγιές και οι αιχμηρές γωνίες, οι θερμές κοιλότητες και οι τρυφερές κοιλάδες. Αλλά μένει επίσης και μια θερμοκρασία, ψυχρή στον ήλιο και θερμή στη σκιά.