Λέγαμε ότι το 2021 θα ήταν ένα καλοκαίρι ιαματικό μετά την ταλαιπωρία του εγκλεισμού και της πανδημίας. Κολυμπώντας στη θάλασσα, τσιμπολογώντας μεζέδες με φίλους, παίρνοντας βαθιές ανάσες στον καθαρό αέρα, θα βάζαμε για λίγο στην άκρη τα περίεργα βιώματα του χειμώνα. Οι καλές διακοπές είναι αυτές που σε κάνουν να ξεχνάς και να ξεχνιέσαι, σου ξαναφτιάχνουν το προμηθεϊκό συκώτι που θα αναλώσει ως όρνιο η κούραση του χειμώνα. Εφέτος η ζωή δεν μας έκανε αυτό το χατίρι. Βυθιστήκαμε στη θλίψη, στο πένθος, στην απόγνωση παρακολουθώντας από κοντά ή από τους δέκτες μας τη μισή χώρα να καίγεται. Μπαίναμε στη θέση των ανθρώπων που είδαν τα σπίτια τους να γίνονται παρανάλωμα, που όρμησαν άρον άρον σε ένα φεριμπότ να φύγουν, θρήνησαν δάση και χωριά που δεν θα είναι ξανά τα ίδια.
«Καλά που δεν είσαι στην Αθήνα», μου διεμήνυαν οι φίλοι. Τις πιο δύσκολες ημέρες των πυρκαγιών τις πέρασα στη Χάλκη, που ορισμένες φορές ήταν και αυτή πνιγμένη από τον καπνό, από τη Ρόδο και από την Τουρκία, με τα παράλια της γειτονικής χώρας να ζουν το ίδιο δράμα. Ακόμα και όταν η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή χάρη στο δυνατό μελτέμι, ο οικισμός με τα χρωματιστά σπίτια σαν όνειρο στο βάθος, το λιμάνι γεμάτο βαρκάκια και ιστιοπλοϊκά, η αίσθηση της απειλής και της ανησυχίας δεν κόπαζε. Μάλλον θέριευε και δημιουργούσε ένα είδος ανημποριάς: πως είμαι κάπου μακριά και αποστρέφω το βλέμμα από τα δραματικά που συμβαίνουν. Ο ζόφος με περικύκλωνε, δεν μου άφηνε στιγμή γαλήνης. Οι φετινές διακοπές δεν ήταν καθόλου αποσυνδεδεμένες από την πραγματικότητα, ήταν τμήμα της. Πώς μπορεί να είναι κανείς αμέτοχος ή απαθής σε μια τέτοια καταστροφή;
Η μόνη παρηγοριά που κατάφερα να βρω ήταν στα μικρά σπαράγματα από το παρελθόν του νησιού, μερικά απομεινάρια της σοφής συμβίωσης με τη Φύση, που είχαν αναπτύξει κάποτε οι νησιώτες. Κάθε μικρή ισιάδα γινόταν καλλιεργήσιμη γη, κάθε σπίτι είχε ένα μικρό μποστάνι, σε κάθε φουρτούνα όλοι οι κάτοικοι έμπαιναν στα κύματα να βγάλουν έξω τα πλεούμενα δίχως να τους ενδιαφέρει ποιου ήταν, κάθε δυσκολία –ακόμα και αν έπεφτε μονάχα στην πλάτη ενός– αντιμετωπιζόταν από κοινού.
Το Αιγαίο ήταν μέχρι πριν από ορισμένες δεκαετίες γεμάτο από τέτοιες δεμένες κοινότητες, που ήξεραν να σέβονται τη στεριά και τη θάλασσα, να γίνονται μια γροθιά μπροστά στην απειλή. Ηταν άνθρωποι που έζησαν ανείπωτες σκληρότητες, ξενιτεύονταν και μπάρκαραν σαν σφουγγαράδες, όμως είχαν την τέχνη της υπομονής και την αρετή της συμπόνιας για να ξαναγυρίσουν σε αυτόν τον βράχο μέσα στο πέλαγος που λέγεται Χάλκη. Για να βρούμε το νόημα, ίσως δεν πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά, αλλά πίσω.
[email protected]