Ενα εικοσιτετράωρο με τον συγγραφέα Ισίδωρο Ζουργό

Ενα εικοσιτετράωρο με τον συγγραφέα Ισίδωρο Ζουργό

«Για να γεννηθούν οι καινούργιες λέξεις, εκλιπαρούν τη συνδρομή των εικόνων...»

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

06.30

Αν και δεν πηγαίνω πια στο σχολείο για να διδάξω, οι πρωινές ώρες, όταν ανοίγω τα μάτια, παραμένουν ίδιες. Στο πρώτο σκίρτημα κοιτάζω προς την μπαλκονόπορτα για να παρατηρήσω αν με έχει προλάβει το πρωινό φως. Υστερα ξεκινάω αυτόματα έλεγχο ταυτότητας και χωροχρόνου: Ποιος είμαι, πού βρίσκομαι, τι μέρα έχουμε, ποια τυχόν πρακτικά ζητήματα εκκρεμούν. Σηκώνομαι. Η καφετιέρα είναι έτοιμη από το βράδυ, χρειάζεται μόνο πάτημα του διακόπτη. Η οθόνη του υπολογιστή ανοίγει κι αυτή ύστερα από τις πρώτες οικογενειακές καλημέρες. Αναζήτηση στο Διαδίκτυο με τη συντροφιά καφεΐνης, ερωτήματα για το αν ο κόσμος άλλαξε καθόλου από το προηγούμενο βράδυ. Κατόπιν, επιθεώρηση μηνυμάτων και ύστερα ο υπολογιστής κλείνει. Εχει έρθει η ώρα της συστηματικής ανάγνωσης και κατόπιν της γραφής. Το μυθιστόρημα έχει ανάγκη τον ξεκούραστο νου που κρίνει ψύχραιμα τη γραφή της προηγούμενης μέρας και βάζει τα θεμέλια της συνέχειας.

12.00

Το σώμα παραπονιέται. Είναι η ώρα της βόλτας πριν από το μεσημέρι. Ρωτάω τους οικείους μου αν θα πρέπει κάτι να ψωνίσω. Αν απαλλαγώ από τέτοιες υποχρεώσεις, φοράω αθλητικά παπούτσια και εφορμώ να συναντήσω άλλη μια φορά τη Σαλονίκη. Κάποιες φορές κατευθύνομαι στα πάρκα του ΑΠΘ παρακινημένος μάλλον από μια ψευδαίσθηση νεότητας, ότι τάχα είμαι 20 χρόνων φοιτητής και περιφρονώ τα γεμάτα αμφιθέατρα προτιμώντας τον ήλιο και τη μυρωδιά του χόρτου. Πιο συχνά όμως κατηφορίζω από το κέντρο όπου μένω στην παραλία με κατεύθυνση προς τα ανατολικά. Η ένταση του ήλιου συνήθως καθορίζει και το πόση ώρα θα βαδίζω παρά θίν’ αλός. Τις πιο πολλές φορές φτάνω έως τον ναυτικό όμιλο, ανηφορίζω και διασχίζω τη Βασιλίσσης Ολγας και για να επιστρέψω στο κέντρο παίρνω το μετρό (πλάκα κάνω).

14.00

Γεύμα και συνήθως κουβεντούλα με όσους από την οικογένεια βρίσκονται στο σπίτι, ύστερα κάποια τηλεφωνήματα. Μπαινοβγαίνω επίσης στο μπαλκόνι και ρίχνω ματιές στην Αγίου Δημητρίου, τον δρόμο των βιβλίων μου. Τις μεσημεριανές ώρες, ειρήσθω εν παρόδω, ποτέ δεν τις συμπάθησα. Μου φαίνονται σαν διαμετακομιστικός σταθμός, εκεί απ’ όπου περνάνε οι συγκινήσεις του πρωινού για το κορμί της νύχτας. Το ίδιο και τα άγουρα απογεύματα, γιατί έχουν μια οχληρή προσωρινότητα. Αμυνόμενος βάζω το τηλέφωνο στο αθόρυβο και κλείνω τα μάτια μου για μισή ώρα στον καναπέ. Υπνος – ξύπνιος, μια υβριδική κατάσταση να υπάρχει κανείς. Νικάει η απώλεια συνείδησης έστω και για λίγο.

«Για να γεννηθούν οι καινούργιες λέξεις, εκλιπαρούν τη συνδρομή των εικόνων…»

17.00

Υστερα από μια στοργική σιέστα ζεις μια καινούργια ζωή. Το φως έξω πέφτει σιγά σιγά, όμως ο νους είναι τώρα πιο εναργής. Καφές, ανάγνωση, συγγραφή. Τοκετός επώδυνος για καινούργιες σελίδες, διορθώσεις, αναζητήσεις για πληροφορίες. Ερωτήματα, αμφιβολίες, ανασφάλειες και κάποια στιγμή μια θαρρετή λέξη ή παράγραφος, όλος αυτός ο βιότοπος των γραμμάτων, ο πλακούντας της συγγραφής. Το τηλέφωνο είναι πάντα στο αθόρυβο για να ελέγχω τις κλήσεις και να απαντώ μόνο σε αυτές που δεν παίρνουν αναβολή ή σε κάποιες άγνωστες, που τις απαντώ νικημένος από τη δύναμη της περιέργειας.

21.00

Τα γράμματα και οι λέξεις νύσταξαν και δεν είναι πια γοητευτικές. Τέτοιες ώρες δεν υπάρχει συγκομιδή. Το σώμα θέλει και πάλι να κινηθεί, να δραπετεύσει. Εξοδος για βάδισμα, πότε πιο γρήγορο και πότε αργό, για να χαζεύω τους συμπολίτες μου. Αλλοι είναι ταχύτατοι, με αθλητικά παπούτσια που φωσφορίζουν, ενώ κάποιοι άλλοι αργοσέρνονται, γιατί βγήκαν μόνο για το χατίρι του σκύλου τους. Καμιά φορά η έξοδος είναι για ποτό με φίλους. Η εποχή αυτή της πανδημίας έχει ξεχάσει θέατρα, κινηματογράφους και μουσικές βραδιές. Εμειναν μόνο οι σόμπες-μανιτάρια να θυμίζουν τη χαρά τού κοινωνείν, το γέλιο και τις λύπες των άλλων, το ψωμί και το αλάτι της συναναστροφής.

23.00

Τα σπλάχνα της νύχτας. Η Θεσσαλονίκη χασμουριέται σα μεγάλο μωρό, καμιά σχέση όμως με θείον βρέφος. Ο φόβος του ιού έχει μεταβάλει ριζικά το τοπίο. Η Αγίου Δημητρίου είναι κυριευμένη από άδεια ταξί με τη φωτισμένη ένδειξη στον ουρανό τους. Πολλά είναι και τα πατίνια των εφήβων, που ανεμπόδιστα ολισθαίνουν ως επίγειοι χαρταετοί στην άσφαλτο του μεγάλου δρόμου. Κρατάω στο χέρι ένα εξιλαστήριο ποτήρι κόκκινο κρασί και αφήνομαι στις εικόνες κάποιας ταινίας. Ο,τι σκήπτρα κατείχε κάποτε στις παραδοσιακές κοινωνίες η βραδινή οικογενειακή σύναξη, το έχουν αυτά τα χρόνια οι κατεβασμένες ταινίες και τα συνδρομητικά κανάλια. Για να γεννηθούν οι καινούργιες λέξεις εκλιπαρούν τη συνδρομή των εικόνων. Τα καλοκαίρια, ως γνωστόν, η επιρροή της οθόνης εξασθενεί. Αφηνόμαστε στη δροσιά της νύχτας, σε μακρινά γαβγίσματα, στους ακούραστους γρύλους και στα βουίσματα των εντόμων που έλκονται από το φως. Αντίθετα, οι χειμώνες των μεταλλάξεων του ιού έχουν στις νύχτες τους κυρίαρχες τις ρέουσες εικόνες ή πιο σπάνια τη μουσική με ακουστικά. Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα, ελπίδα και ζωή από αύριο. Μάλλον…

 Το νέο μυθιστόρηματου Ισίδωρου Ζουργού, «Περί της εαυτού ψυχής», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή