Πεζά… ποιήματα της Κικής Δημουλά

Πεζά… ποιήματα της Κικής Δημουλά

Προδημοσίευση - Οι εκδόσεις Ικαρος θα κυκλοφορήσουν σε λίγες ημέρες έναν ξεχωριστό τόμο με είκοσι οκτώ επιλεγμένες ομιλίες της

4' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε λίγες ημέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος ένας ξεχωριστός τόμος με τον τίτλο «Εκλήθην ομιλήτρια». Ο τόμος θα περιλαμβάνει επιλεγμένες ομιλίες της ποιήτριας Κικής Δημουλά. Το υλικό έχει την ιδιαίτερη σημασία του και αυτήν εξηγεί πολύ καλά η κόρη της, Ελση Δημουλά, στην εισαγωγή: «Δὲν πῆρα μόνη τὴν ἀπόφαση νὰ συγκεντρωθοῦν σὲ ἕναν τόμο λόγοι ποὺ ἐκφώνησε ἡ μητέρα μου σὲ συνέδρια, ἐκδηλώσεις, χαιρετισμοὺς καὶ ἀποχαιρετισμούς. Τὴν πήραμε μαζί, λίγο πρὶν ἀνέβει στὴ βάρκα τοῦ ἀνέκκλητου. Καταθέτω, ὡς ἀποδεικτικὸ τῆς ἐξουσιοδότησής της νὰ κινοῦμαι ἐλεύθερα καὶ νὰ στεγάζω ὅπως νομίζω τὰ λόγια της, ἕνα ἀδιάσειστο τεκμήριο: τὸν πρότερο, ἑνωμένο διὰ βίου, βίο μας. Ξεχώρισα, ἔτσι, εἴκοσι ὀκτὼ ἀπὸ τὰ “ποιητικὰ χρονογραφήματα”, αὐτὰ ποὺ θεώρησα πὼς παρουσιάζουν ἀτμοσφαιρικὰ τὶς ἐσωτερικὲς διαθέσεις της, τοὺς μετασυμβολισμοὺς τῶν ἐπίκαιρων τότε θεμάτων καὶ φωτογραφίζουν τὸ χρόνο. Τὰ διάλεξα γιὰ νὰ δώσω ἕνα μέλλον στὸ ὑποσχετικὸ παρελθὸν καὶ μιὰ εὐκαιρία νὰ ἀνιχνεύεται ἡ ἀπουσία της. Τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν εἶναι τυπικές, ἀπρόσωπες καὶ συμβατικὲς προσεγγίσεις τοῦ ἑκάστοτε θέματος. Δὲν καταφεύγουν σὲ μιὰν ἁπλὴ ἀντικειμενικὴ καὶ ρεαλιστικὴ περιγραφή. Εἶναι διαισθητικὸ πλησίασμα, μιὰ ἐνατένιση τῆς βιοτικῆς περιπέτειας, μιὰ προσφορὰ τοῦ εἶναι της στὴν ἀπόδοσή τους. Εἶναι στοχασμοὶ ποὺ κοιτοῦν στὸ θέμα μὲ τὸν ἐλεύθερο τρόπο καὶ τὴν ἰδιαίτερη μεταφορικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου ποὺ διέθετε ἡ μητέρα μου. Θεωρῶ καθένα ἀπὸ τὰ κείμενα αὐτὰ ἕνα αὐτοτελὲς ποίημα: κάθε πρόταση εἶναι ἕνας στίχος, γιατὶ ρέει ἀδιάκοπα στὸ αἷμα της ἡ μουσικότητα τῶν λέξεων καὶ διαρκῶς ἐπινοεῖ πολλὲς ἀπρόβλεπτες συνδυαστικὲς ἐκφράσεις, ἀκόμη καὶ στὰ πιὸ πεζὰ ἀπὸ τὰ πεζά της».

Σήμερα η «Κ» προδημοσιεύει μία από αυτές τις ομιλίες της Κικής Δημουλά.

Πεζά… ποιήματα της Κικής Δημουλά-1

Προδημοσίευση

Ὅταν ἐγείρομαι καὶ σήμερα

Πῶς τὸ λένε ἐκεῖνο τὸ πουλὶ ποὺ ὑμνεῖται σὲ ποίημα σὰν ὑπόδειγμα νοήμονος πένθους; Ἔχει χάσει τὸ ταίρι του καὶ εἶναι τόσο ἀπαρηγόρητο ποὺ ὅταν διψάει ἀναδεύει πρῶτα μὲ τὸ ράμφος του τὸ νερὸ λίμνης ἢ ρυακιοῦ νὰ θολώσει γιὰ νὰ γίνει λυπημένο, πένθιμο. Καὶ ὕστερα πίνει.

Βαρὺ πένθος, ἀλλὰ ὄχι ἀπόλυτο. Τὸ σπάει λίγο ἡ δίψα, ποὺ εἶναι, βλέπεις, ἀνοιχτόχρωμη ἀνάγκη.

Εἶναι τελικὰ κλέφτης τὸ ἀπόλυτο. Οὔτε μόνο λατρεύει, οὔτε μόνο φεύγει, οὔτε μόνο πενθεῖ, οὔτε μόνο γιατρεύεται. Ἀπὸ τὸ ἀτόφιο ἀμιγὲς ποὺ ἐπιβάλλει κλέβει σχεδὸν πάντα ἕνα τεράστιο κομμάτι τῆς ἐπαλήθευσής του.

«Μήπως, λοιπόν, δὲν φεύγουμε κι ἐμεῖς ἀπολύτως; Ταιριαστὴ μοῦ φαίνεται αὐτὴ ἡ ὑπόνοια στὴ χαμερπὴ ἐμπάθεια τοῦ θανάτου. Εἶναι ἕνας κομπλεξικὸς ὁ θάνατος».

Μήπως, λοιπόν, δὲν φεύγουμε κι ἐμεῖς ἀπολύτως; Ταιριαστὴ μοῦ φαίνεται αὐτὴ ἡ ὑπόνοια στὴ χαμερπὴ ἐμπάθεια τοῦ θανάτου. Εἶναι ἕνας κομπλεξικὸς ὁ θάνατος. Μιὰ ἐμπάθεια πρωτόπλαστου βίου γιὰ τὴν ἀποτυχημένη του ἐπινόηση αἰωνιότητάς μας εἶναι ὁ θάνατος. Καὶ ἀπὸ τότε μᾶς ἐκδικεῖται, γιατὶ ἀνακάλυψε ὅτι τὸ μοιραῖο λάθος στὴν ἐπινόησή του εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ φθαρτότητά μας. Μοῦ εἶναι, λοιπόν, δύσκολο νὰ πιστέψω ὅτι αὐτὸς ὁ χαιρέκακος ἀρκεῖται μόνο στὸ βαρὺ πλῆγμα τῆς ἀπόλυτης γαλήνης ποὺ μᾶς καταφέρνει. Τί πλῆγμα ἄλλωστε καὶ ποιὰ γαλήνη, ἂν ἔχει ὁλότελα πεθάνει ἡ συνείδηση, ἡ ἐπίγνωση τῆς μεταβολῆς… Φοβᾶμαι ὅτι αὐτὴ ἡ γαλήνη εἶναι ἕνα πρόσχημα, μιὰ συγκάλυψη τοῦ σατανικοῦ βασανισμοῦ ποὺ μᾶς ἐπιφυλάσσει, μιὰ βαθιὰ νάρκωση γιὰ νὰ κατεβάσει κάτω ζωντανὴ καὶ χωρὶς ἀντίσταση τὴν ἀτίθαση συνήθεια ποὺ ἀποκτήσαμε ἐδῶ πάνω: νὰ ζοῦμε. Ἄθικτη ὅτι ἀφήνει τὴ σφριγηλὴ σάρκα αὐτῆς τῆς συνήθειας – δύσκολα ἄλλωστε ξεριζώνεται ἡ βαθύρριζη ἀπροθυμία της νὰ κοπεῖ. Οὔτε τὰ πάθη μας τὰ ρίχνει μέσα στὸ δύσοσμο ὄνομά του, μπαχαρικὰ νὰ τὸ ἀρωματίσουν. Τοῦ ἀρέσει νὰ τὰ τρελαίνει τοποθετώντας τὴ μνήμη τους κάτω ἀπὸ τὴ χαλασμένη βρύση τῆς νοσταλγίας, ποὺ στάζει ἀργὰ ἀργά. Τὸ γνωστὸ μαρτύριο τῆς σταγόνας. Φημολογεῖται ὅτι πότε πότε δίνει σ’ αὐτὰ τὰ πάθη μιὰν ἐκδικητική, μονόλεπτη περίπου, ἄδεια ἐπιστροφῆς τους στὶς ἀγαπημένες αἰτίες. Καὶ αὐτὰ τὰ κακόμοιρα, μέσα στὸν πανικό τους νὰ προλάβουν νὰ βροῦν τὰ πράγματα καὶ τὶς διαπιστώσεις στὴ θέση ἀκριβῶς ὅπου τὰ ἄφησαν, ἀντὶ νὰ φέρονται σὰν ἀλαλαγμοὶ ἐπαφῆς καὶ φιλημάτων, δροῦν σὰν κατάσκοποι, ἐφιάλτες, τρομοκράτες.

Σκέψεις ποὺ ξανάρθαν μὲ ἀφορμὴ ἕναν ἐφιάλτη ποὺ εἶχα ἀπόψε. Ἐφιάλτη ὀνομάζουμε κάτι ἄγρια ἀφύσικο ποὺ μᾶς τρομοκρατεῖ παραλύοντάς μας. Προσπαθοῦμε νὰ φωνάξουμε, νὰ ζητήσουμε βοήθεια, ἀλλὰ ἡ φωνὴ ἔχει πετρώσει σὲ μουγκρητό, δὲν βγαίνει. Μιὰ κατάσταση ποὺ προσπορίζει ἀθώους. «Δὲν ἀκούσαμε», λένε. Ἀλλὰ καὶ ὅταν, παρὰ τὸ ὅτι μπορεῖς νὰ φωνάξεις, οὐρλιάζοντας μάλιστα ζητᾶς βοήθεια, πάλι κανεὶς δὲν σὲ ἀκούει, ἐφιάλτης λέγεται κι αὐτό.

Τί ἐφιάλτης! Αἰσθάνθηκα αἴφνης νὰ ἀναδύεται κοντά μου ἄφιξη. Καὶ ὀρθώθηκε ἀπὸ τὸ πλάι τοῦ κρεβατιοῦ μου ἡ φρικαλέα φιγούρα μιᾶς λαχανιαστῆς ἀναπνοῆς. Συριχτὴ καὶ μακρύκορμη σὰν φίδι. Ἔσκυβε πάνω μου τὴν ἀπειλητικὴ πρόθεσή της, περιέστρεφε διερευνητικὰ τὸ εὐκίνητο κύρος της καὶ τὸ κουλούριαζε μετὰ σὲ θηλιὰ γιὰ ἐπικείμενο στραγγαλισμό.

Πάλευα νὰ ξυπνήσω, νὰ φωνάξω, ἀλλὰ ἡ φωνὴ εἶχε τρομοκρατηθεῖ νωρίτερα ἀπὸ μένα καὶ ἔμενε κρυμμένη τρέμοντας μέσα στὸ ἄναρθρο. Γιὰ καλή μου τύχη, ὅρμησε στὸ δωμάτιο μιὰ πολὺ χαρούμενη, περαστικὴ ἀπέξω, δυνατὴ μουσική, ποὺ ἐπέστρεφε μὲ τὸ αὐτοκίνητό της ἀπὸ κάποιο γλέντι προφανῶς.

Ἀνακάθισα. «Τί ἐφιάλτης!» μονολογοῦσα. Ἀλλὰ δὲν ἦταν. Τὸν ἐνοχοποιοῦσαν ὡς συμβὰν τὰ ἀποτυπώματα λάσπης ποὺ ἄφησε στὶς γωνιὲς τοῦ ἀνεξήγητου καὶ πάνω στὰ πόμολα τῆς ἀφήγησης. Στὸ δὲ χαλάκι ποὺ ἔχω μπροστὰ στὸ κρεβάτι, ὥστε ὅταν «ἐγείρομαι καὶ σήμερα» νὰ μὴ θορυβῶ καὶ πικραίνω τοὺς ἀπὸ κάτω, διέκρινα πατημένο τὸ σταυρουλάκι τῶν δακρύων ποὺ αἵρω. Σημάδια πάλης.

Ἄρχισα νὰ ἀνακρίνω μιὰ μιὰ τὶς χαραμάδες τοῦ σκοταδιοῦ ποὺ ἔφευγε, τὶς καραμέλες μου γιὰ τὸ βήχα, τὸ τελευταῖο καρδιογράφημα, ποὺ τὸ φυλάω στὸ συρταράκι τοῦ κομοδίνου σου γιὰ νὰ κλωσᾶνε οἱ παῦλες παῦλες παῦλες τῆς διακοπῆς σου καὶ νὰ γεννοῦν καινούργια παυλόπουλα. Τί εἶχαν δεῖ; Τίποτα δὲν εἶχε δεῖ τίποτα. Καὶ μόνον ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα ἐγὼ νὰ πιστεύω ὅτι συνέβη, μόνον αὐτὸ γνώριζε καὶ μοῦ εἶπε: Εἶχε ἔρθει ἡ ἀπουσία. Μὲ ἐκδικητικὴ μονόλεπτη ἄδεια ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ ὑπαίτιός της. Καὶ αὐτὴ ἡ δύστυχη, μέσα στὸν πανικό της νὰ προλάβει νὰ βρεῖ τὰ πράγματα καὶ τὶς διαπιστώσεις ὅπως ἀκριβῶς τὰ ἄφησε, ἐξέλαβε τὸ κενὸ ποὺ κοιμόταν δίπλα μου, καὶ ποὺ ἡ ἴδια τὸ ἐπέβαλε σὰν φύλακά της, γιὰ κάποιον ἄλλο, ποὺ τὴν ἐκτόπισε καὶ τῆς πῆρε τὴ θέση. Καὶ τὸ στραγγάλισε.

Τὸ ἀποτρόπαιο, ὕστατο ἔγκλημα τῆς ἀπουσίας. Ὕστατο;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT