Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα
αθήνα-μπουένος-αϊρες-κοινές-διαδρο-562850728

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα

Μαριάνα Ενρίκες, Αλεξάνδρα Κ* και Νίκη Χαλκιαδάκη γράφουν για τις γυναίκες, το περιθώριο και την καταπίεση μέσα στις σύγχρονες πόλεις, με μια γλώσσα που γεννιέται εδώ και τώρα

Εικονογράφηση: Lukia Katti/Καθημερινή
Ακούστε το άρθρο

Η πρώτη σύνδεση ήταν εύκολη κι απλή ήδη από τον τίτλο: το κάπνισμα, οι σκέψεις και οι κίνδυνοι σε δύο πόλεις-υπαίθρια μουσεία του 20ού αιώνα· σε δύο πόλεις αλέγκρες αλλά και τραυματισμένες από διαδοχικές κρίσεις, δικτατορίες και πολέμους· σε δύο πόλεις, οι οποίες, τηρουμένων των αναλογιών, έδωσαν εσωτερικές μάχες για να αποκτήσουν ταυτότητα και θέση στον σύγχρονο κόσμο. Δύο πόλεις: Αθήνα και Μπουένος Αϊρες – σήμερα, τώρα. Δύο συλλογές διηγημάτων: «Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο» της Αλεξάνδρας Κ* (Πατάκης, 2023) και «Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι» της Μαριάνα Ενρίκες (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Πατάκης, 2023). Είναι, όμως, και μία ποιητική συλλογή: «Μικρές κανίβαλες» της Νίκης Χαλκιαδάκη (Μανδραγόρας, 2022).

Προχωρώντας βαθύτερα, οι συνδέσεις γιγαντώνονται. Το περιθώριο και το κέντρο των πόλεων· οι αποσυνάγωγοι και οι καταπιεσμένοι· τα εσωτερικά και εξωτερικά σκοτάδια· ένας κόσμος που καταρρέει από τις απανωτές κοινωνικοοικονομικές αναταράξεις κι ένας άλλος που γεννιέται· κι όλα αυτά με τη γλώσσα τού σήμερα, του τώρα, με τις κοφτές και συνειρμικές σκέψεις, με τον φόβο που διαγωνίζεται με τη μανία να διασωθούν η ψυχή του ανθρώπου και ο συλλογικός νους του μετανεωτερικού ανθρώπου που παλεύει να ισορροπήσει σε πόλεις που καταπίνουν την ατομικότητα και ξερνάνε τελικά φοβίες· σε πόλεις γεμάτες αστικούς μύθους.


Στα όρια της ζωής, του τρόμου και του αστικού ιστού

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-1
Η Μαριάνα Ενρίκες.

Η Μαριάνα Ενρίκες (γεν. 1953) ανατέμνει τα μαύρα σοκάκια, τα υπόγεια και ανήλιαγα συναισθήματα που κρύβουν εκείνοι που ζουν στα όρια της ζωής και του κοινωνικού ή αστικού ιστού. Χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική του τρόμου, του υπερβατικού, του εξωφρενικού και οπωσδήποτε αιματηρού περιθωρίου.

Τα διηγήματα των «Κινδύνων να καπνίζεις στο κρεβάτι», ένας όμορφος και φρικτός κόσμος, όπως λέει ο Καζούο Ισιγκούρο για τη Μαριάνα Ενρίκες, πηγαινοέρχονται στην πρωτεύουσα της Αργεντινής μέσα από γυναίκες –αλλά όχι μόνο– διαφόρων ηλικιών που έρχονται αντιμέτωπες με τον αβαθή ψυχισμό τους που γεννάει νέα σκοτάδια, νέες προδοσίες, νέες απογοητεύσεις αλλά και έναν βίαιο εαυτό που στρέφεται εις εαυτόν.

Τι συμβαίνει στο Μπουένος Αϊρες και γιατί η Μαριάνα Ενρίκες εστιάζει στον χώρο που δημιουργείται μεταξύ αστικής αθλιότητας και τρέλας; Πώς γίνεται τα φαντάσματα της γκόθικ κουλτούρας να εμφανίζονται ως αποφασιστικοί παράγοντες της ανθρώπινης ζωής; Πώς σκέφτεται όλες αυτές τις εξαντρίκ αναφορές;

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-2

Κατά την εξέλιξη των διηγημάτων η πόλη είναι ένα ομιλούν σκηνικό, σχεδόν έτοιμο να κερδίσει κι εκείνη τη θέση της ηρωίδας. Πώς συνδέεται, όμως, το μεταίχμιο της ζωής στην αργεντίνικη πρωτεύουσα με τον αρχετυπικό έρωτα, που επιστρέφει ως φάντασμα; Γιατί είναι φαντάσματα και υπερφυσικά όντα τα ομορφότερα στοιχεία του μάταιου τούτου κόσμου; Γιατί η μητρική αγάπη οδηγεί στην παράνοια; Γιατί ερωτεύονται οι ηρωίδες τα πιο παράδοξα στοιχεία των άλλων; Γιατί κατρακυλούν οι χαρακτήρες σε παράλληλους ή απόκοσμους κόσμους;

Κατά την εξέλιξη των διηγημάτων η πόλη είναι ένα ομιλούν σκηνικό, σχεδόν έτοιμο να κερδίσει κι εκείνη τη θέση της ηρωίδας. Πώς συνδέεται, όμως, το μεταίχμιο της ζωής στην αργεντίνικη πρωτεύουσα με τον αρχετυπικό έρωτα, που επιστρέφει ως φάντασμα;

Είναι ο τρόπος της Μαριάνα Ενρίκες να πάρει θέση στις σύγχρονες αστικές συνθήκες, ανάμεσα σε νεοκλασικά, αρτ ντεκό, μοντερνιστικά κτίρια του Μπουένος Αϊρες. Είναι ο τρόπος της να μιλήσει –με γλώσσα που λειτουργεί επιτελεστικά, που, κοντολογίς, εκφράζει διά της εκφοράς και του ρυθμού της τα εσώτερα των όντων– για την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να παλέψει τα τέρατα που τον κατατρύχουν: τη μοναξιά, την κοινωνική απομόνωση, την ψυχική ασθένεια, τη φτώχεια, την απελπισία μέσα σε μία δίνη οδηγεί το όχημα του 21ου αιώνα με ιλλιγιώδεις ταχύτητες προς…

Προς τα πού; Ποια είναι η κατεύθυνση του κόσμου; Ποιους παρασύρει και από ποιους διαμορφώνεται; Τι συμβαίνει με τη ζωή στις πόλεις που δεν έχουν αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό βάθος και χτίστηκαν στο μεγαλείο του 19ου και στη μανία του 20ού αιώνα; Είναι, άραγε, πιο εύκολο να υποβληθείς σε παρανοϊκές σκέψεις και πράξεις ή να ξεσπάσεις την τρέλα σε σοκάκια που κανείς δεν τολμά να πλησιάσει;

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-3
©AP Photo/Victor R. Caivano

Η Μαριάνα Ενρίκες ξέρει, εξ όσων συνάγεται διαβάζοντας, ότι όλα συνοψίζονται στη θλίψη για την αδυναμία να βρεις θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει μανιωδώς. Ή, ίσως, δεν αλλάζει, αλλά απλώς προχωρεί βιαστικά, από κεκτημένη ταχύτητα, προς τα καταφύγια του καθενός: την παράνοια, τη βία, τη αναχώρηση από τον κόσμο, το αίμα, τις σκέψεις. Ενας φρικτός κόσμος που, ενώ μας παρασύρει συλλογικά, μας επιστρέφει στα προσωπικά μας κρησφύγετα, στα ιδιωτικά μας φαντάσματα. Κι αυτά όλα δεν μπορούν να εντοπιστούν στα ξέφωτα, στα ρετιρέ και στις ευρύχωρες προμενάντ των πόλεων, πόσο μάλλον του Μπουένος Αϊρες.

Η Μαριάνα Ενρίκες ξέρει, εξ όσων συνάγεται διαβάζοντας, ότι όλα συνοψίζονται στη θλίψη για την αδυναμία να βρεις θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει μανιωδώς. Ή, ίσως, δεν αλλάζει, αλλά απλώς προχωρεί βιαστικά, από κεκτημένη ταχύτητα, προς τα καταφύγια του καθενός: την παράνοια, τη βία, τη αναχώρηση από τον κόσμο, το αίμα, τις σκέψεις.

Εντοπίζονται εκεί όπου το φως δεν φτάνει, εκεί όπου η υγρασία της ζωής δεν είναι από απόβλητα ή όμβρια ύδατα· είναι φτιαγμένη από καύσιμο που ανατινάζει τον μέσα εαυτό μπας και καταφέρει να γλιτώσει από την πίεση που ασκούν οι κοινωνικές κατασκευές που θέλουν τη ζωή να είναι δώρο, ακόμα κι όταν είναι φρικτή, ανυπόφορη και πεισιθανάτια. Ακόμα κι αν εκφράζεται με τα εξωφρενικά αφηγηματικά οχήματα της Μαριάνα Ενρίκες: τη νεκροφιλία, τη θυσία, τις οριακές εκφάνσεις του έρωτα.

Η Αργεντινή συγγραφέας –διά των ελληνικών της μεταφράστριάς της– μας βυθίζει σε ζητήματα ταυτότητας αλλά και ετεροκαθορισμού. Ποιοι είμαστε όταν χάνουμε το κέντρο βάρους μας; Οταν συζητούμε με φαντάσματα; Οταν επιστρέφουν οι χαμένοι της δικτατορίας του Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα και δεν ξέρουμε αν είναι οι δικοί μας; Οταν ερωτευόμαστε νεκρούς; Οταν θυμώνουμε με όσους δεν μας καταλαβαίνουν;

Και δίνει την απάντηση: είμαστε πάντα οι ίδιοι, ακόμα κι όταν τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, ακόμα κι όταν τίποτε απ’ όσα προσδοκούσαμε δεν είναι απτό – μπορούμε να το κατασκευάσουμε, να το αφομοιώσουμε και, εντέλει, να το κάνουμε δικό μας. Εξάλλου, είμαστε και όσα δεν θέλουμε να είμαστε, αλλά είναι ανάγκη να ασπαστούμε για να επιβιώσουμε στον μάταιο τούτο κόσμο.


Ελευθερία από την «έγκριση» του άντρα

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-4
Η Αλεξάνδρα Κ*. (©KAPLANIDIS)

Η Αλεξάνδρα Κ* (γεν. 1985), από την άλλη, ήταν σαφής ήδη από το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πώς φιλιούνται οι αχινοί» (Πατάκης, 2017): σε μιαν αυγουστιάτικη, υγρή, καυσωνική, έρημη, παρανοϊκή Αθήνα, οι ήρωες και –κυρίως– οι ηρωίδες παλεύουν να βρουν ποιοι είναι, πώς αγαπούν, πώς αγαπιούνται, πώς επιβιώνουν ιδρωμένοι και σκασμένοι. Το «Πώς φιλιούνται οι αχινοί» ήταν ο τρόπος της συγγραφέως να βρει μια κάποια λύσιν για τους αχινούς-ανθρώπους: η συνύπαρξη –σε μια πόλη που δεν την ευνοεί– είναι ο ωραιότερος τρόπος να φιλάς.

Στο δεύτερο βιβλίο της, τη συλλογή διηγημάτων «Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο», διατηρεί –εκούσα ή άκουσα άραγε;– τη σπιντάτη γραφή, τους αφηγηματικούς «λόξυγγες», τις γλωσσικές αναταράξεις και μανίες, ώστε να ταυτοποιήσει τον άνθρωπο –και πάλι, κυρίως τις γυναίκες και τα κορίτσια– μέσα από τον ετεροκαθορισμό: από την «έγκριση» του άνδρα που παραμονεύει σε κάθε σκέψη που ξετυλίγεται στα διηγήματα.

Η γλώσσα της, πλέον, είναι αναγνωρίσιμη – θα φανεί στο μέλλον αν είναι μανιέρα ή ο μοναδικός τρόπος (της) για να εκφραστεί το εδώ-και-τώρα. Αλλωστε, την ακούσαμε και στις τηλεοπτικές «Ηρωίδες» (Mega, 2015) ή στο θεατρικό «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» (Πατάκης, 2020) – είναι η γλώσσα που μιλιέται αναφανδόν στα αστικά κέντρα, στην Αθήνα πάνω απ’ όλα· η γλώσσα που τρέχει να προλάβει τη σκέψη που τρέχει να προλάβει τους αστικούς ρυθμούς που τρέχουν να προλάβουν την παγκόσμια τρέλα.

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-5

Οι ηρωίδες της Αλεξάνδρας Κ* είναι στο –τουλάχιστον υπαρξιακό– περιθώριο της Αθήνας, της ελληνικής πρωτεύουσας που χωρίζεται στους «δικούς» της αλλά και στους «ξένους». Ποιοι είναι, όμως, οι «δικοί» και οι «ξένοι»; Για τη συγγραφέα δεν είναι, προφανώς, ζήτημα εντοπιότητας· είναι, πάνω απ’ όλα, ζήτημα των «ενταγμένων» και των «αποσυνάγωγων»· εκείνων που δημιουργούν τις συνθήκες και εκείνων που τις υφίστανται.

Είναι άλλο ένα φεμινιστικό έργο; Είναι. Είναι μόνο αυτό; Δεν είναι. Κι αυτό γιατί η Αλεξάνδρα Κ* ακολουθεί την αντίθετη διαδρομή από εκείνη που βλέπουμε: δεν ξεκινά από τον άνθρωπο για να εστιάσει στη γυναίκα· ανατέμνει τη θέση της γυναίκας για να μας οδηγήσει στον άνθρωπο. Μετατρέπει το έμφυλο σε εν γένει ανθρώπινο· τον πόνο και τη θέση της γυναίκας σε έγκλημα που μας αφορά όλους. Πώς το καταφέρνει; Με τους αφηγηματικούς συνειρμούς και τους ταχείς ρυθμούς της γλώσσας της· της γλώσσας που –επιτελεστική κι αυτή όπως της Μαριάνα Ενρίκες– δημιουργεί σχήματα που θυμίζουν το κέντρο της Αθήνας, ίσως, όμως, από την πλευρά του περιθωρίου.

Είναι άλλο ένα φεμινιστικό έργο; Είναι. Είναι μόνο αυτό; Δεν είναι. Κι αυτό γιατί η Αλεξάνδρα Κ* ακολουθεί την αντίθετη διαδρομή από εκείνη που βλέπουμε: δεν ξεκινά από τον άνθρωπο για να εστιάσει στη γυναίκα· ανατέμνει τη θέση της γυναίκας για να μας οδηγήσει στον άνθρωπο.

Η συγγραφέας είναι ειρωνική, σε μιαν απόπειρα να αντισταθεί στην καταπίεση, σε έναν άνισο αγώνα, όπως λέει το βιβλίο, μεταξύ του δυνατού και του αδύναμου (ή, καλύτερα, της αδύναμης). Το σαρκαστικό όπλο της, όμως, είναι η αυθάδεια που γεννά το «ώς εδώ ήταν», είναι η ασπίδα που διατηρεί στα συγκαλά τους τις ηρωίδες της απέναντι στις προσδοκίες της ζωής (και των ανδρών).

Η Αλεξάνδρα Κ*, όμως, συμπαθεί τους άνδρες και τους χαρακτήρες τους που χτίζει. Μπορεί η ποιητική της αισθητική, σε αυτή τη συλλογή τουλάχιστον, να οδηγεί σε μιαν ωραιοποίηση –διά του μαύρου χιούμορ– της πάλης των φύλων, ωστόσο ούτε σε μιαν αράδα του βιβλίου δεν συγχωρεί όσους, άνδρες, από έρωτα εκπέσανε.

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-6
©AP Photo/Daniel Ochoa de Olza

Είναι στρεβλός και ο ερωτισμός στις πόλεις μας σήμερα; Αν ακολουθήσουμε το μονοπάτι της συγγραφέως από το πρώτο της βιβλίο, τότε είναι μόνον έτσι. Η ίδια, ασφαλώς, δεν προβάλλει τις ιστορίες της ως απαύγασμα της ζωής όλων μας στην Αθήνα· εστιάζει σε όσα δεν φαίνονται στα αστικά διαμερίσματα, στους σκοτεινούς ακάλυπτους, στις φωνές των δρόμων και στις συνομιλίες των, κατά τα άλλα φαινομενικά, «κανονικών» ανθρώπων.

Ανθίσταται στις κοινωνικές νόρμες και κατασκευές, πολεμάει τις πατροπαράδοτες αξίες, (μελο)δραματοποιεί τον πόνο και το χάος του σύγχρονου ανθρώπου, μόνο και μόνο για να βυθίσει τον αναγνώστη της σε έναν κόσμο που μπορεί να μην τον ζεις –ούτε καν να τον παρατηρείς– αλλά οπωσδήποτε υπάρχει, θέλουμε-δεν θέλουμε.

Σε αντίθεση με τη Μαριάνα Ενρίκες, η Αλεξάνδρα Κ* δημιουργεί το εξωφρενικό της σύμπαν περισσότερο με τη γλώσσα παρά με τις εικόνες. Ο στακάτος λόγος της, που φλερτάρει συχνά-πυκνά με την τρέλα της εποχής των social media, είναι εκείνος που κάνει τις περιγραφές ακόμα πιο ακραίες.

Το καταφέρνει, άραγε, αυτό; Σε αντίθεση με τη Μαριάνα Ενρίκες, η Αλεξάνδρα Κ* δημιουργεί το εξωφρενικό της σύμπαν περισσότερο με τη γλώσσα παρά με τις εικόνες. Ο στακάτος λόγος της, που φλερτάρει συχνά-πυκνά με την τρέλα της εποχής των social media, είναι εκείνος που κάνει τις περιγραφές ακόμα πιο ακραίες. Κι είναι ένας βασικός –μήπως, εντέλει, ο μοναδικός;– τρόπος να αφυπνίσει συνειδήσεις και να δημιουργήσει αναγνωστικές απολαύσεις.

Η Κερκυραία συγγραφέας είναι πρέσβειρα της γραφής του σήμερα· της αστικής γλώσσας και θεματολογίας που εγχειρίζει τις πόλεις μας, σε μιαν εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, για να θεμελιώσει τη βασική της αρχή: αν είναι να τρελαθείς, καλύτερα να τρελάνεις· αν είναι να υποταχθείς στα κελεύσματα της πατριαρχικής κοινωνίας, καλύτερα να επαναδιατυπώσεις την επαφή σου με τη γυναίκα και, συνεκδοχικά, με τον άνθρωπο.


Μια νέα γλώσσα γεννιέται

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-7
Η Νίκη Χαλκιαδάκη.

Κάτι παρόμοιο επιχειρεί η Νίκη Χαλκιαδάκη (γεν. 1980) στην τρίτη ποιητική της συλλογή «Μικρές κανίβαλες». Πιο ώριμη και πιο αποφασιστική από ποτέ, η ποιήτρια διυλίζει τις έννοιες της μαμάς και της κόρης, μέσα στο πλαίσιο ενός μπαμπά που δεν φαίνεται να καταφέρνει πλέον να κερδίσει τη μάχη μεταξύ πατριαρχίας και μητριαρχίας.

Η μητρότητα στα ποιήματα της συλλογής –και η συνθήκη τού να είσαι κόρη– ξηλώνεται από την παραδοσιακή υποχρεωτικότητά της και ράβεται ως μετα-νεωτερική επιλογή. Η θέση της γυναίκας, διά της βίαιης γλώσσας της Νίκης Χαλκιαδάκη, απομακρύνεται από τα θέσφατα των ανδρών και καταλήγει σε νέα θέσφατα, αυτά των γυναικών. Θέσφατα που, όμως, γεννήθηκαν από την αέναη καταπίεση, από την υποταγή στις κοινωνικές επιταγές και από την καθυπόταξη κάθε αυτονομίας και ανεξαρτησίας.

Αθήνα – Μπουένος Αϊρες: Κοινές διαδρομές στις πόλεις τού σήμερα-8

Στον κόσμο τού σήμερα, η ποιήτρια παραμένει πιστή στη νέα γλώσσα που θα χτίσουν οι μέχρι πρόσφατα καταπιεσμένοι· μια γλώσσα που διαφέρει από εκείνη του καταπιεστή, σύμφωνα, μάλιστα, με τις θεωρητικές αναζητήσεις της μαύρης φεμινίστριας Οντρι Λορντ που αναρωτήθηκε αν η νέα γλώσσα μπορεί να είναι ίδια με την παλιά που γκρεμίζει.

Αυτή η γλώσσα, είτε στο αστικό πλαίσιο είτε σε απομονωμένες γωνιές της ζωής, είναι η μεγάλη δύναμη της Νίκης Χαλκιαδάκη. Μάλιστα, επειδή τη βάζει στο στόμα της αθωότητας των παιδιών, γίνεται ακόμα πιο δυναμική μέσα στη φαινομενική της αφέλεια – η αθωότητα, εξάλλου, είναι χτισμένη στο ένστικτο, στην εσώτερη επιθυμία, στον πόθο για κατανόηση εαυτού και αλλήλων σε έναν τόσο προκαθορισμένο κόσμο.

Η γλώσσα της αθωότητας των παιδιών γίνεται ακόμα πιο δυναμική μέσα στη φαινομενική της αφέλεια – η αθωότητα, εξάλλου, είναι χτισμένη στο ένστικτο, στην εσώτερη επιθυμία, στον πόθο για κατανόηση εαυτού και αλλήλων σε έναν τόσο προκαθορισμένο κόσμο.

Μαριάνα Ενρίκες, Αλεξάνδρα Κ* και Νίκη Χαλκιαδάκη, μέσα στις πόλεις και στις κόγχες μοναξιάς τους, αποτελούν έναν καλό οδηγό για το πώς μιλάει το σήμερα, πώς οι περιθωριοποιημένοι γίνονται υπαρκτοί, πώς τα φαντάσματα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος θα γίνουν ξανά άνθρωποι που έχουν κάθε δικαίωμα να κατακτήσουν εκ νέου την καθημερινότητά μας – την άδικη, την αποσυνάγωγη, την καταπιεσμένη. Είναι τρεις κυρίες της γραφής που, ως άλλος καταπέλτης, μας βομβαρδίζει με τα μενίρ του αυτονόητου: της ισότητας που ευτυχώς δεν χρειάζεται να κατακτηθεί με τη βία – αρκεί η παρατήρηση του κόσμου και αποδοχή του. Οπως είναι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή