δέκα-ταινίες-για-το-2023-562788838

Δέκα ταινίες για το 2023

Επιλέξαμε δέκα ταινίες από τη σοδειά των τελευταίων 12 μηνών που ξεχώρισαν και χαρακτήρισαν τη χρονιά που φεύγει

Εικονογράφηση: Loukia Kattis
Ακούστε το άρθρο

Αν αντανακλαστικά έπρεπε να χαρακτηρίσουμε κινηματογραφικά τη χρονιά που φεύγει, αναπόφευκτα πρέπει να δούμε το 2023 ως τη χρονιά που το σινεμά έγινε και πάλι «event». Αυτό φυσικά οφείλεται στο κονταροχτύπημα του «Barbie» και του «Οπενχάιμερ» στις αίθουσες, ενός φαινομένου που δεν μας έκανε μόνο να βγάλουμε τα ροζ και τα μαύρα από τις ντουλάπες μας, αλλά απέδειξε πως ο κόσμος έχει όλη την καλή διάθεση να πάει στις αίθουσες, αν βρεθεί το κατάλληλο «τυράκι». 

Δεν ήταν βέβαια μόνο η χρονιά των μεγάλων μπλοκμπάστερ, αλλά και μια χρονιά που μας έδωσε καλλιτεχνικά «διαμάντια» σπάνιας κινηματογραφικής διαύγειας, ντοκιμαντέρ με διορατική ματιά και άλλες ταινίες που μας έκαναν να φύγουμε από τις αίθουσες γεμάτοι.

Παρακάτω είναι δέκα ταινίες που ξεχωρίσαμε από τη χρονιά που φεύγει, καθεμία για τον δικό της λόγο, με μόνο όριο να πρόκειται για παραγωγές του 2023 που βγήκαν και στις ελληνικές αίθουσες το 2023 – κάπως έτσι, η άψογη «Βαβυλώνα» του Νταμιέν Σαζέλ μένει εκτός, όπως και το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου, που θα έρθει στη χώρα μας επίσημα από τη νέα χρονιά. 

«Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ

Αν στον «Κυνόδοντα» οι λέξεις μεταλλάσσονται και ιδρυματοποιούνται, στη «Ζώνη Ενδιαφέροντος» δεν υπάρχουν πραγματικά λέξεις παρά μόνο ήχοι, αληθινοί και πλήρεις νοήματος (προηγούνται και έπονται άλλωστε της εικόνας, όπως μαρτυρά εκείνος ο βόμβος σε μαυροκόκκινο φόντο), που μπαίνουν κάτω από το χαλάκι της ρουτίνας για την οικογένεια του διοικητή του στρατοπέδου του Αουσβιτς, Ρούντολφ Ες. Μόνο που το σπιτικό-παράδεισος στη γειτονιά της κόλασης δεν παρατίθεται ως εξαίρεση μα περισσότερο ως κανόνας: ως η Ιστορία που ξεχνάει γρηγορότερα από ό,τι της πρέπει. Στις ψυχρές, υπολογισμένες, σχεδόν γεωμετρικές εικόνες του Τζόναθαν Γκλέιζερ, η ουσία παραμένει διαρκώς παρασκηνιακή: είναι τα καπνισμένα φουγάρα και οι φρικτοί μακρινοί-κοντινοί ήχοι του στρατοπέδου, η δράση που κολλάει στο βάθος του πλάνου, η κάμερα που δεν πλησιάζει ποτέ τα πρόσωπα και τα πλήκτρα ενός πιάνου που γίνονται βουβές λέξεις. Η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» δεν μας καλεί να ερμηνεύσουμε παρά να δούμε τη φρικωδία, διά της οπτικής απουσίας της, ακριβώς με τον τρόπο που συνέβη: στεγνά και κυνικά, σε βαθμό που οι αναθυμιάσεις της γειτονεύουν με το γαλήνιο. Οπως ακριβώς και το στρατόπεδο του Αουσβιτς με το σπίτι της οικογένειας Ες.

Είναι για το 2023: Μία πολυαναμενόμενη κινηματογραφική επιστροφή που ήρθε ακριβώς μία δεκαετία μετά το δαφνοστεφανωμένο «Under The Skin» και έφυγε από τις Κάννες με το Μεγάλο Βραβείο. Η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» δεν χαιρετίστηκε μόνο για την αφηγηματική της οικονομία, αλλά και για το επείγον, επίκαιρο μήνυμά της και έκανε μέχρι και τους Ελληνες κριτικούς να συμφωνήσουν και να δώσουν ομόφωνα από 4 έως 5 αστεράκια. -Ε.Τ.

«Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» του Μάρτιν Σκορσέζε

Στην αμερικανική κινηματογραφική παράδοση, η ιστορία «δημιουργίας» της σημερινής Αμερικής έχει ειπωθεί πολλάκις, υπό διαφορετικά πρίσματα και ορισμένες φορές με τρόπο οπερατικό, αριστουργηματικό, αξέχαστο. Η τριλογία του «Νονού» του Κόπολα, το «Κάποτε στην Αμερική» του Λεόνε, οι –διά χειρός Σκορσέζε– «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ποτέ άλλοτε, όμως, η ιστορία αυτή δεν εστίασε τόσο καίρια, απρόσμενα επίκαιρα και αυθεντικά τραγικά στους ιθαγενείς Ινδιάνους. Οι «Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι η κλασική «σκορσεζική» ιστορία ανόδου και πτώσης ενός γελοίου ήρωα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και η άρρητη ιστορία απληστίας, τρομοκρατίας και εδραίωσης της «λευκής» Αμερικής. Μια ιστορία που οπτικοποιείται από τον Σκορσέζε σαν την απόλυτη «επιδημία του κακού». Ταυτόχρονα οι «Δολοφόνοι» αποτελούν έναν αυτοαναφορικό φόρο τιμής στην ίδια τη σκορσεζική μέθοδο κινηματογράφησης: ήρωες γελοίοι, υπερβολικοί, έντονοι, αληθινοί και ευτελείς σε όλη τη διάρκεια του κύκλου τους. Για αυτό και το μέγεθος της τραγωδίας στο φινάλε καταλήγει τόσο σπαρακτικό και ολέθριο.

Είναι για το 2023: Για πολλούς κριτικούς ανά τον κόσμο η καλύτερη ταινία της χρονιάς και μία από τις σπουδαιότερες στιγμές της ύστερης φιλμογραφίας του Μάρτιν Σκορσέζε. Εμβληματική για τη ματιά της στην Ιστορία, για τη συνύπαρξη των Ντι Κάπριο και ΝτεΝίρο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά και για την ερμηνεία-αποκάλυψη της Λίλι Γκλάντστοουν. Ταυτόχρονα, ένα «πείραμα» για την παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία, καθώς αποτελεί την πρώτη σημαντική παραγωγή της πλατφόρμας streaming της Apple που είχε κινηματογραφική διανομή. -Θ.Λ.

«Οπενχάιμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν

Το «Οπενχάιμερ» προκαλεί «δέος» που μόνο μια πραγματική κινηματογραφική εμπειρία θα μπορούσε να προκαλέσει, και αυτό από μόνο του το καθιστά ένα κινηματογραφικό γεγονός. Η σκηνή της πυρηνικής δοκιμής και η ανατριχιαστική σεκάνς των επινικίων, στην οποία ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με τη θανατική δύναμη που ο ίδιος εξέθρεψε, είναι χαρακτηριστικά δείγματα της δεξιοτεχνίας και της ευφυΐας του Κρίστοφερ Νόλαν. Ταυτόχρονα, όμως, ενώ θαυμάζουμε την αφήγηση και την τεχνική του κινηματογραφιστή Νόλαν, παρατηρούμε τη δράση ηρώων που μοιάζουν μονοδιάστατοι, ορισμένοι εξ αυτών δραματουργικά ανύπαρκτοι (βλ. γυναικείοι χαρακτήρες). Ακόμα και ο ίδιος ο Οπενχάιμερ, ενώ παρουσιάζεται μέχρι ενός σημείου ως ένας ήρωας γήινος και γεμάτος αντιφάσεις, οδεύοντας προς το φινάλε «ξεγυμνώνεται» δραματουργικά από τις εσωτερικές, ιδεολογικές και εξωτερικές του συγκρούσεις. Ο Νόλαν κατορθώνει να προκαλέσει δέος και θαυμασμό, όχι όμως και «τρόμο» ανάλογο της απόλυτης καταστροφής. Και το «I am become death, the destroyer of worlds» (μτφρ.: «Εχω γίνει ο θάνατος, ο καταστροφέας των κόσμων») σαν ποιητική παραδοχή μάλλον δεν αρκεί για να αισθανθούμε αυτόν ακριβώς τον τρόμο που πηγάζει από τη δημιουργία της ατομικής βόμβας.

Είναι για το 2023: Ενα κινηματογραφικό φαινόμενο. Μία τρίωρη ταινία που έφερε μαζικά το κοινό στις αίθουσες. Η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του Κίλιαν Μέρφι, για πολλούς και του Κρίστοφερ Νόλαν. Για άλλους μια τέλεια κινηματογραφική αφορμή για ντιμπέιτ γύρω από τη ματιά του φιλμ στην Ιστορία και στους πρωταγωνιστές της. -Θ.Λ.

«Barbie» της Γκρέτα Γκέργουικ

Επιτέλους, σπαρταριστό, ποπ σινεμά χωρίς αναστολές. Αυτή η «Barbie» είχε κάτι που άρεσε σε όλους. Είναι ροζ, πανέμορφη και φεμινίστρια, έχει στο τιμόνι της ένα πουλέν του ανεξάρτητου έως τώρα αμερικανικού σινεμά (Γκρέτα Γκέργουικ), εξαπολύει πανέξυπνες ατάκες, χωρίς να μας κουράζει και ας αφήνει τα «easter eggs» της για όσους θα εκτιμήσουν τις αναφορές στον Στάνλεϊ Κιούμπρικ και στους Monty Python. Δεν είναι εύκολο να κληροδοτήσεις στην πιο γνωστή και αψεγάδιαστη κούκλα του κόσμου υπαρξιακά και να τη βάλεις απέναντι σε έναν χαζούλη Κεν που κάνει κατάληψη στο… «mojo dojo casa house» της μαχόμενος για την πατριαρχία, που τον αφορά μόνο μέχρι να καταλάβει πως δεν έχει να κάνει με άλογα. Αν όλα αυτά στις λέξεις ακούγονται ακατανόητα, με την πλαστικότητα (#διπλής) των εικόνων η μεταφορά της «Barbie» στο κινηματογραφικό πανί υπήρξε εκρηκτική, χωρίς να γίνει υπερφίαλη και κιτς, μια καλογραμμένη και καλοκουρδισμένη κωμωδία που ξέρει πώς να «εξαργυρώσει» τους καιρούς της σε σινεμά. Αν πρέπει βέβαια να πιστώσουμε μια ουσιαστική επιτυχία στην κινηματογραφική «Barbie», δεν είναι τόσο ο απολαυστικότατος ροζ οργασμός (παράξενη λέξη για μια κούκλα χωρίς γεννητικά όργανα) στον οποίο μας βούτηξε, αλλά ο ευφυής τρόπος με τον οποίο ως προϊόν κανιβάλισε φαινομενικά όλα όσα είναι, μόνο και μόνο για να συνεχίσει να είναι αυτό που είναι, αυτή τη φορά με τα δικά μας εύσημα. 

Είναι για το 2023: Το αδιαφιλονίκητο μπλοκμπάστερ της χρονιάς, με το κοντέρ του διεθνούς box office να δείχνει έσοδα που σχεδόν αγγίζουν το 1,5 δισ. δολάρια. Η «Barbie», πέρα από μια σειρά εμπορικών ρεκόρ που έσπασε, έφερε το #Barbiecore όχι μόνο στις ντουλάπες του κόσμου, αλλά και στις Χρυσές Σφαίρες, στις οποίες μετρά τέσσερις υποψηφιότητες, που υποθέτουμε πως είναι απλώς το ζέσταμα για την κούρσα των Οσκαρ σε λίγους μήνες από τώρα. -Ε.Τ.

«Πεσμένα Φύλλα» του Ακι Καουρισμάκι 

Στο «Fallen Leaves» του Ακι Καουρισμάκι το σινεμά είναι παντού και όχι σαν ένας ξερός «φόρος τιμής». Το σινεμά είναι σημείο αναφοράς, σημείο συνάντησης και σημείο διαφυγής. Είναι η σκοτεινή αίθουσα-διέξοδος που σπάει τον πάγο μεταξύ μεταξύ της Ανσα και του Χολάπα. «Και τώρα τι κάνουμε;», «θες να πάμε σινεμά;» – συζητάνε στη διάρκεια του πρώτου «ραντεβού» τους οι δύο ήρωες, και αυτή η επιλογή δημιουργεί ένα τούνελ υπέρβασης των σκληρών, απρόσωπων και άδικων πραγματικοτήτων τους. Εκτοτε η Ανσα και ο Χολάπα, αφού βλέπουν την τύχη να εμποδίζει το ειδύλλιό τους με κάθε πιθανό ή απίθανο τρόπο, ξέρουν ότι στην είσοδο του σινεμά, μπροστά από τις αφίσες του «Τρελού Πιερό» και της «Βρόμικης Πόλης», θα μπορούν να βρουν ο ένας τον άλλον. Γιατί, τελικά, μόνο το σινεμά μπορεί να αντιστρέψει την τύχη και την κακοτυχία, να δημιουργήσει μια εναλλακτική, ρομαντική πραγματικότητα όπου οι ταξικοί διαχωρισμοί που τέμνουν τις ζωές των δύο ηρώων σταματούν –έστω προσωρινά– να είναι τόσο καταλυτικοί, τόσο μη αντιστρέψιμοι. 

Είναι για το 2023: Η ταινία που απέσπασε το Βραβείο Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά και μία από τις πιο «ζεστές» ταινίες τής ύστερης φιλμογραφίας του σπουδαίου Ακι Καουρισμάκι. Η ιδιόρρυθμη, βαθιά ταξική, απρόσμενα παραμυθένια και άκρως ταξιδιάρικη –μέσα στην πεζότητά της– ερωτική ιστορία που δεν ξέραμε ότι είχαμε ανάγκη. -Θ.Λ.

«Ο Μπο Φοβάται» του Αρι Αστερ 

Ο Αρι Αστερ φοβάται. Και, για άλλη μία φορά, κληροδοτεί τον φόβο στους ήρωές του που τον κατευθύνουν με τη σειρά τους στους γονείς τους. Λέει πως έκανε τον δικό του «εβραϊκό “Αρχοντα των Δαχτυλιδιών”», μα η εμμονική και δαιδαλώδης σκέψη του Μπο (Χοακίν Φίνιξ) περισσότερο αποπνέει την επιθυμία του Αστερ για ένα δικό του «Πολίτη Κέιν». Ο Αρι Αστερ έχει φιλοδοξίες. Και πώς αλλιώς να τις δείξει, αν δεν κάνει μια υπόκλιση σε όλους τους μεγάλους, από τον Ομηρο μέχρι τον Φελίνι και από τον Κάφκα μέχρι τον Τενεσί Ουίλιαμς, με πινελιές από τον «Μάγο του Οζ». Η διαδρομή του Μπο από το σπίτι του προς τη μητέρα του είναι συγχρόνως μια βουτιά στο παράλογο και μια κατάβαση στην κόλαση, άλλοτε αποστομωτική και άλλοτε χαοτική όπως οι προθέσεις του ήρωα. Και οι θεατές γινόμαστε παρόντες, μα όχι συμμέτοχοι, στη σκοτεινή διαδρομή που όσο χαράσσεται, μεταμορφώνεται σε άπειρες διαφορετικές ταινίες σε μία. Ποιος φοβάται;

Είναι για το 2023: Η προσπάθεια ενός «τρομερού παιδιού» του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά να φτιάξει το «magnum opus» του, μετά τη δίκαιη επιτυχία του παγανιστικά folk «Μεσοκαλόκαιρου». Μπορεί ο Αρι Αστερ να μην έχει βρει ακόμη τον τρόπο να διοχετεύσει απόλυτα νηφάλια τη φιλοδοξία του, αλλά υπογραμμίζεται εδώ πως μια πραγματικά μεγάλη ταινία του μάς περιμένει στο μέλλον. -Ε.Τ.

«May December» του Τοντ Χέινς 

Οι New York Times είχαν χαρακτηρίσει το «May December» ως «την πιο fun ταινία του φετινού Φεστιβάλ των Καννών». Κάπως παράδοξο, θα έλεγε κανείς, για μια ταινία με θέμα την «ερωτική σχέση» μιας ενήλικης γυναίκας με έναν μαθητή γυμνασίου. Αυτή η αντίφαση διαπερνά υπαρξιακά το νέο φιλμ του Τοντ Χέινς, το οποίο απέσπασε αντιφατικές κριτικές και σχόλια από κοινό και κριτικούς. Πώς γίνεται μια τραγική ιστορία σεξουαλικής αποπλάνησης ενός παιδιού να προσεγγίζει το καμπ θέαμα και την κωμωδία; Γιατί ο Χέινς επενδύει τόσο στην υπερβολή, την επιτήδευση, στο γκροτέσκο, το παράδοξο και το σουρεαλιστικό ως κύρια δραματουργικά μέσα αφήγησης; Ποια είναι η πραγματική προσέγγιση της ταινίας πάνω στο αληθινό σκάνδαλο στο οποίο βασίζεται; Το «May December» είναι μια άβολη ταινία, και αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του Χέινς. Από την επιβλητική, μελοδραματική μουσική που εισβάλλει σε άκαιρα σημεία της πλοκής μέχρι τη στιγμή της ομοερωτικής ταύτισης των δύο πρωταγωνιστριών (η Μουρ ως η γυναίκα-αποπλανήτρια και η Πόρτμαν ως η ηθοποιός που καλείται να την υποδυθεί), το φιλμ μοιάζει να περιπαίζει το κοινό. «Δείτε πόσο γελοίο, οριακό και ναρκισσιστικό είναι να μετατρέπεις μια ιστορία αποπλάνησης σε κάτι δήθεν βαθύτερο» μοιάζει να μας λέει ο Χέινς, σε μια απόπειρα υποδόριου σαρκασμού της ποπ κουλτούρας, των μίντια, του κοινού, ακόμα και του ίδιου του σινεμά. 

Είναι για το 2023: Η αμφιλεγόμενη επιστροφή του πολυβραβευμένου Τοντ Χέινς. Το πιο δισεπίλυτο κινηματογραφικό αίνιγμα της χρονιάς. Μια ταινία για το «βαθύ» Χόλιγουντ που συνομιλεί, μακριά από ταμπού και ασπίδες πολιτικής ορθότητας, με τις αμφίσημες διαστάσεις και τις αντιφατικές εκδοχές της σεξουαλικής επιθυμίας. -Θ.Λ.

«Ανατομία Μιας Πτώσης» της Ζιστίν Τριέ

Χωρίς να το ξέρει, η συγγραφέας Σάντρα Βόιτερ (Σάντρα Χίλερ) από την πρώτη στιγμή της ταινίας απολογείται – έστω και με μορφή συνέντευξης σε μια νεαρή δημοσιογράφο. Η πτώση του συζύγου της από το σαλέ τους στις γαλλικές Αλπεις, υπό τον εκκωφαντικό ήχο του «P.I.M.P.» του 50 Cent, που έρχεται λίγο αργότερα, παρουσιάζεται με μια ειρωνική αποστασιοποίηση, όχι μόνο λόγω του προαναφερθέντος τραγουδιού, αλλά και της αναπαράστασής της πτώσης, που μοιάζει άτσαλη, σαν να παρακολουθούμε το παιχνίδι ενός παιδιού που σκαρώνει ιστορίες με κούκλες. Είναι άλλωστε ένα παιδί, ο γιος του ζευγαριού, Ντάνιελ (Μίλο Ματσάντο Γκράνερ), ο πρώτος που θα «δει» το πτώμα του πατέρα του, και ας είναι σχεδόν τυφλός. Στο βραδύκαυστο δικαστικό δράμα της Ζιστίν Τριέ, η αλήθεια προσπαθεί να αρθρωθεί μέσα από θραύσματα: την εσωτερική ένταση που εκδηλώνει την αμηχανία της ανάμεσα στην εναλλαγή γερμανικών, γαλλικών, αγγλικών, με αποκορύφωμα τη δίκη. Ενα παιδί που μέσα από μια συγκλονιστική δραματική ένταση του προσώπου του εξακολουθεί να μη βλέπει. Μιας πτώσης που χάθηκε μέσα στα ντεσιμπέλ των μπάσων. Μια αφήγηση που μας αφήνει ενεούς, λες και βιώνουμε και εμείς με τη σειρά μας μία πτώση στο κενό.

Είναι για το 2023: Ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών. Οχι μόνο βρήκε τη Ζιστίν Τριέ σε εξαιρετική φόρμα, αλλά μας έκανε να θαυμάσουμε και τη λεπτή ερμηνευτική δεινότητα της Σάντρα Χίλερ, πριν τη χειροκροτήσουμε για δεύτερη φορά φέτος στη «Ζώνη Ενδιαφέροντος». -Ε.Τ.

«Dogman» του Λικ Μπεσόν

Για τον –πάλαι ποτέ οραματιστή– Λικ Μπεσόν το «Dogman» ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία εκκίνησης ενός νέου «ενάρετου» κύκλου στην κινηματογραφική του καριέρα, έπειτα από σειρά εμπορικών και καλλιτεχνικών αποτυχιών, αλλά και μετά την καταγγελία σε βάρος του για βιασμό – για την οποία απαλλάχθηκε δικαστικά. Η σκληρή πραγματικότητα του χλιαρού box office και (κυρίως) της διεθνούς κριτικής κατακραυγής, μάλλον, δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του δημιουργού του «Leon». Ισως άδικα, μια και το «Dogman», η ιστορία εκδίκησης και απονομής δικαιοσύνης ενός σακάτη ιδιοκτήτη δεκάδων σκύλων που αρέσκεται στην παρενδυσία, έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του πρότερου «μπεσονικού» σινεμά που δικαίως λατρεύτηκε: στακάτη αφήγηση, έντονο στυλιζάρισμα, που προσεγγίζει αρμονικά το γκροτέσκο, και ήρωες οριακούς και περιθωριακούς που εκπροσωπούν το «καλό» μέσα από τα εντελώς προσωπικά και αντισυμβατικά τους σύμπαντα. Σινεμά λαϊκό, αλλά όχι λαϊκίστικο. Σινεμά απρόσμενα συγκινητικό και με μεγάλη καρδιά. 

Είναι για το 2023: Η επιστροφή του δημιουργού του «Leon» που πολλοί περίμεναν, άλλοι τόσοι απεύχονταν –ένεκα της εμπλοκής του Μπεσόν σε καταγγελία βιασμού– και λίγοι τελικά αγάπησαν. Ταυτόχρονα, μία από τις πιο παραγνωρισμένες ταινίες της χρονιάς. -Θ.Λ.

«Κόκκινος Ουρανός» του Κρίστιαν Πέτζολντ

Νεαρός, γκρινιάρης, απόμακρος, νάρκισσος συγγραφέας πάει εκδρομή με τον πιο εξωστρεφή φίλο του σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό με σκοπό να δουλέψει απερίσπαστος το νέο του βιβλίο. Μόνο που εκεί, απρόσμενα, η αινιγματική και σαρκική Νάντια θα του ταράξει τα φαινομενικά ήρεμα, στην πραγματικότητα λιμνάζοντα, εσωτερικά του «νερά». Ο ταλαντούχος Κρίστιαν Πέτζολντ (αναζητήστε το «Τραγούδι του Φοίνικα»), σε πρώτη ανάγνωση, δείχνει να παίζει με τους κώδικες του «ρομερικού» καλοκαιριού, αξιοποιώντας την ανοϊκή γοητεία με την οποία μπόλιαζε ο Γάλλος σκηνοθέτης τις μικρές καλοκαιρινές του παραβολές. Σε δεύτερη ανάγνωση, ο «Κόκκινος Ουρανός» διαφοροποιείται ριζικά και υπαρξιακά από τη ρομερική μεσοαστική «βαρεμάρα», καθώς ο Πέτζολντ εντάσσει στον πυρήνα του φιλμ μια αίσθηση απειλής, φόβου, τέλους. Ταυτόχρονα, η ταινία είναι η ιστορία μετάβασης του εσωστρεφούς, δήθεν διανοούμενου, αποστειρωμένου και αποστασιοποιημένου από τα πάθη ήρωα στην πραγματική ζωή, που φλέγεται από αντιφάσεις, απειλές, συναισθήματα, ατυχίες και πάθη. Μόνο όταν συναντήσει αυτή την εξωτερική πραγματικότητα θα μπορέσει να γράψει το μεγάλο του βιβλίο και να ανακαλύψει την απελευθερωτική και γλυκόπικρη δύναμη του έρωτα, της έλξης, του αληθινού βλέμματος στον κόσμο. 

Είναι για το 2023: Η Αργυρή Αρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου για το νέο φιλμ ενός εκ των σημαντικότερων δημιουργών του σύγχρονου γερμανικού σινεμά. Μια βραδυφλεγής, με απρόσμενες δραματικές κλιμακώσεις ματιά πάνω στις παραισθητικές φαντασιώσεις της νιότης. -Θ.Λ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή