Για εκείνους που προσπερνάμε…

Για εκείνους που προσπερνάμε…

2' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Πάει ο άνθρωπος, χάθηκε, μόνο το όνομα έμεινε». Είναι η πρώτη φράση που ακούγεται σ’ αυτό το φτωχικό αλλά νοικοκυρεμένο επαρχιακό μεσοπολεμικό σπιτάκι. Βρίσκεται στο Λένινγκραντ, αλλά θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Η πίσω πόρτα του σκηνικού στον Χώρο Η της Πειραιώς 260 ανοίγει και μπαίνουν δυο άντρες με νάιλον κάλτσες στο κεφάλι. Η αναγνωρίσιμη παγκόσμια εικόνα των εισβολέων, στα σπίτια των άλλων, των κλεφτών. Αρχίζουν να ψάχνουν συρτάρια, ν’ αναποδογυρίζουν στρώματα, ν’ ανοίγουν ντουλάπια. Και ξαφνικά, αυτοί οι δύο χοντροκομμένοι τύποι, ανακαλύπτουν –μέσα από παλιές φωτογραφίες και άλλα ενθυμήματα– τη ζωή της γυναίκας που έζησε σ’ αυτό το σπίτι. Και της δίνουν φωνή. Αναλαμβάνουν να αφηγηθούν την πολύ ταπεινή, την ανούσια ζωή της και κάνουν αυτό το «δώρο» σ’ ένα πλάσμα που είχε να επιδείξει μόνο δοτικότητα. Τη Σόνια.

Είναι το έργο που έγραψε η Τατιάνα Τόλσταγια (μακρινή απόγονος του Τολστόι) και σκηνοθέτησε ο ιδρυτής και διευθυντής του Νέου Θεάτρου της Ρίγας, Αλβις Χερνάνις. Στη σκηνή του Χώρου Η μόνο δύο ηθοποιοί. Ο ένας αναλαμβάνει να γίνει η φωνή αυτής της γυναίκας που έζησε (κι όπως αποδείχθηκε πέθανε) για τους άλλους. Και ο άλλος, που δεν έβγαλε λέξη επί μία ώρα και 40 λεπτά που διήρκεσε η παράσταση, εικονοποίησε απολαυστικά την καθημερινότητα αυτής της απλής γυναίκας.

Και είδαμε τη μεγαλοπρέπεια της επιμονής και της υπομονής των χειροποίητων απλών, καθημερινών κινήσεων των απλών ανθρώπων, που δεν γίνονται ποτέ επώνυμοι, που δεν κάνουν ποτέ κάτι που θεωρείται σπουδαίο. Ξέρουν, όμως, να βάζουν την ψυχή τους σε ό,τι κάνουν (στα γλυκά, στο ράψιμο, στο στρώσιμο του κρεβατιού, στην ετοιμασία του φαγητού, στην προσφορά με κάθε τρόπο). Συνήθως, αυτούς τους ανθρώπους τους προσπερνάμε, αν δεν τους σαρκάζουμε. Η Σόνια εισέπραξε το δεύτερο. Τον σαρκασμό και την πλάκα των γύρω της –ήταν ίσως ο δικός τους τρόπος να φτιάξουν μια κάποια σχέση.

Το ρεπορτάζ οφείλει να καταγράψει την αποχώρηση κάποιων θεατών από τη μέση της παράστασης. Και την αρνητική άποψη κάποιων άλλων στο τέλος. Οπως και τον ενθουσιασμό των υπόλοιπων, που απόλαυσαν ένα διαφορετικό θέατρο, νεορεαλιστικό, αργών ρυθμών –όσο αργοί είναι οι ρυθμοί των ανθρώπων που ο χρόνος κυλάει με χρόνους αργόσυρτους. Και ταυτοχρόνως παρακολούθησαν μια τρυφερή και ευαίσθητη ιστορία, που δεν έχει τόπο και χρόνο (κι ας ολοκληρώνεται στους ανηλεείς βομβαρδισμούς του Λένιγκραντ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Γιατί οι απλοί, οι δοτικοί άνθρωποι δεν έχουν τόπο και χρόνο. Ζουν πάντα, κάπου ανάμεσά μας, δεν παρακολουθούν τη βουή και την ταχύτητα των άλλων, αλλά ξέρουν να κάνουν καλά μερικά απλά αλλά σημαντικά πράγματα. Και κάποια στιγμή χάνονται. Και μένει μόνο τ’ όνομά τους…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή