Εσωστρεφείς, χαμηλής παραγωγικότητας, με απαρχαιωμένες λειτουργίες και συστήματα και ελάχιστα καινοτόμες. Είναι δυστυχώς τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που στην Ελλάδα χαρακτηρίζουμε «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», δηλαδή οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και εάν η «ραχοκοκαλιά της οικονομίας» είναι τόσο προβληματική, τότε πάσχει η ίδια η οικονομία. Η πανδημία ανέδειξε ίσως ακόμη περισσότερο τα σημαντικά μειονεκτήματα των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και διεύρυνε το χάσμα με τις μεγάλες.
Είναι όμως η πανδημία και για την ακρίβεια μία από τις συνέπειές της, όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, μία ευκαιρία –ίσως η τελευταία, καθώς τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης που προηγήθηκαν δεν διόρθωσαν τα προβλήματα– για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μέσω της μεγέθυνσής τους, είτε αυτή προέλθει οργανικά λόγω επενδύσεων είτε μέσω συμμετοχής τους σε συνεργατικά σχήματα (clusters).
Το μέγεθος της υστέρησης των ελληνικών ΜμΕ έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και έναντι των ευρωπαϊκών ΜμΕ αποκαλύπτει η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με τίτλο «Μικρομεσαίες επιχειρήσεις: το Ταμείο Ανάκαμψης είναι η μεγάλη ευκαιρία για τις ελληνικές ΜμΕ».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, οι ελληνικές ΜμΕ υστερούν σε παραγωγικότητα εργασίας κατά 73% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις στην Ε.Ε. Συγκεκριμένα, η προστιθέμενη εργασία ανά εργαζόμενο σε ελληνική ΜμΕ είναι 10.000 ευρώ έναντι 38.000 ευρώ στην Ε.Ε. Ας σημειωθεί εδώ ότι υστέρηση καταγράφεται και στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, απλώς αυτή είναι μικρότερη (54% και 34% αντιστοίχως). Ανάλογη είναι η εικόνα και σε ό,τι αφορά τις κεφαλαιακές επενδύσεις, με τις ελληνικές ΜμΕ να υστερούν κατά 33% έναντι των ευρωπαϊκών ΜμΕ.
Τα πλέον αδύνατα σημεία των ΜμΕ και δη των βιομηχανικών έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι οι πρώτες λόγω του μεγέθους τους θα μπορούσαν να είναι πιο ευέλικτες, είναι ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας, καινοτομίας και ψηφιοποίησης. Το τελευταίο, άλλωστε, αναδείχθηκε με τον πλέον οδυνηρό τρόπο στη διάρκεια της πανδημίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη μελέτη της ΕΤΕ οι εξαγωγές αποτελούν μόλις το 14% των πωλήσεων των ΜμΕ έναντι 38% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό. Και αυτό διότι οι ΜμΕ εξάγουν τα προϊόντα τους κυρίως στις βαλκανικές χώρες και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε αντιδιαστολή με τις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν καλύτερη πρόσβαση σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, εκεί όπου τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλότερα.
Η τεχνολογία δεν εντάσσεται στη στρατηγική του 40% των μικρών επιχειρήσεων (έναντι μόλις 20% των μεγάλων), οι οποίες υστερούν σε χρήση ψηφιακών εργαλείων – ειδικά όσον αφορά εξειδικευμένα συστήματα εσωτερικής λειτουργίας που θα μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους (όπως είναι η ανάλυση δεδομένων, συστήματα διαχείρισης πελατολογίου κ.ά.). Το εξαιρετικά αρνητικό είναι ότι σημαντικό μέρος από αυτό το 40% που δεν εντάσσουν την τεχνολογία στη στρατηγική τους είναι διότι θεωρούν πως δεν προσδίδει στην επιχείρησή τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Μόλις το 31% των ΜμΕ αναπτύσσουν νέα προϊόντα, έναντι 50% των μεγάλων, ενώ παράλληλα η χαμηλή αξιοποίηση συνεργασιών με πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα (περίπου 10% των μικρών επιχειρήσεων έναντι 25%-30% των μεγάλων χρησιμοποιούν σχετικά κανάλια) δεν επιτρέπει να ξεκλειδώσουν δυνατότητες εξωγενούς καινοτομίας.
Με βάση τα παραπάνω, τα οποία αφορούν αντιλήψεις στην προ κορωνοϊού εποχή, δεν είναι τυχαίο ότι οι ΜμΕ δέχθηκαν ισχυρότερο πλήγμα από την πανδημία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη, το 72% των πολύ μικρών επιχειρήσεων αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα λόγω των lockdowns, έναντι 55% των μικρών και 43% των μεσαίων. Το 53% των πολύ μικρών αδυνατούσε να κάνει εξαγωγές, έναντι 24% των μικρών και 26% των μεσαίων.
Μερικά από τα εργαλεία του Ταμείου Ανάκαμψης είναι, ενδεικτικά, επιδοτήσεις 375 εκατ. ευρώ για ψηφιοποίηση λειτουργιών των ΜμΕ, αλλά και φορολογικά κίνητρα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, χρηματοδότηση 100 εκατ. ευρώ σε επενδύσεις ΜμΕ που αφορούν σε καινοτόμους ψηφιακούς τομείς, φορολογικά κίνητρα για εξαγορές και συγχωνεύσεις κ.ά.