Η πρόκληση να παράγουμε περισσότερο και καλύτερα

Η πρόκληση να παράγουμε περισσότερο και καλύτερα

Η ανάγκη διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.

η-πρόκληση-να-παράγουμε-περισσότερο-κ-562480075

Η σημαντική αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών και αγαθών και η ενίσχυση των επενδύσεων αποτελούν ενδείξεις ότι κάτι αλλάζει στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, αν και ο δρόμος για να παράγουμε περισσότερα και καλύτερα είναι ακόμα μακρύς.

Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή είναι το είδωλο στον καθρέφτη μιας οικονομίας με πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες και πολλές μικρές επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, που δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς τη φοροδιαφυγή.

Πέραν της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης είναι πιο αναγκαία από ποτέ, προκειμένου να εξασφαλισθούν πόροι για επενδυτικές δαπάνες σε παιδεία, υγεία, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.

Η μεγάλη εξάρτηση από την κατανάλωση 

του Θάνου Τσίρου

Η πρόκληση να παράγουμε περισσότερο και καλύτερα-1

Μακρύς και δύσβατος θα είναι ο δρόμος για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Η πρόθεση να σταματήσει το ελληνικό ΑΕΠ να είναι εξαρτημένο σε τόσο μεγάλο βαθμό από την κατανάλωση δεν έχει αρχίσει ακόμη να αποτυπώνεται στη «συνταγή» του ΑΕΠ.

Από την καταναλωτική δαπάνη –δηλαδή το άθροισμα των δαπανών που κάνουν τα νοικοκυριά, αλλά και οι φορείς της γενικής κυβέρνησης– φθάνει να εξαρτάται το 88% του ετήσιου ΑΕΠ, με το μερίδιο των επενδύσεων να έχει αυξηθεί μεν τα τελευταία χρόνια, αλλά να παραμένει στο πολύ χαμηλό επίπεδο του 13%-14%. Οσο για τις αυξήσεις στις εξαγωγές –ως τέτοιες λογίζονται και τα έσοδα από τον τουρισμό– απορροφώνται στο σύνολό τους από τις αντίστοιχες αυξήσεις στις εισαγωγές. Είναι ενδεικτικό ότι ολόκληρη την περυσινή χρονιά –κατά την οποία το ΑΕΠ έφθασε σε ονομαστικές τιμές στο επίπεδο των 208 δισ. ευρώ, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2011– οι επενδύσεις ανήλθαν τελικώς στα 28,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 13,7% του ΑΕΠ.

Στη διετία 2007-2008, έτη στα οποία καταγράφηκαν και οι καλύτερες επιδόσεις στην Ιστορία της χώρας, με το ΑΕΠ να έχει αναρριχηθεί ακόμη και στα 242 δισ. ευρώ, οι επενδύσεις έφθαναν ακόμη και στα 63 δισ. ευρώ ετησίως, αντιπροσωπεύοντας ακόμη και το 26% του ΑΕΠ – δηλαδή διπλάσιο ποσοστό σε σχέση με σήμερα. Εκείνη την περίοδο, τις επενδύσεις «τραβούσαν» προς τα πάνω τα ακίνητα και η κτηματαγορά.

Σήμερα όμως, με τις τιμές των υλικών στα ύψη, αλλά και το κόστος του χρήματος να γίνεται ολοένα και υψηλότερο, θα είναι πολύ δύσκολο να ανακτήσει η κτηματαγορά τα… μεγαλεία που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ προ 15ετίας.

Το ενδιαφέρον στρέφεται στις επιχειρήσεις και εκεί θα φανεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα το κατά πόσο θα αξιοποιηθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η ευκαιρία των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Το «φθηνό χρήμα» του Ταμείου Ανάκαμψης –το οποίο είναι πιθανό μάλιστα να αυξηθεί κατά 5 δισ. ευρώ, καθώς η Ελλάδα έχει ήδη καταθέσει αίτημα να λάβει πρόσθετα κονδύλια από τα αδιάθετα δάνεια του ευρωπαϊκού προγράμματος– συνιστά πλεονέκτημα, αλλά από την άλλη υπάρχουν και τα δομικά προβλήματα του ελληνικού επιχειρείν. Σε σύνολο 292.000 επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, αυτές που απασχολούν περισσότερους από 500 εργαζομένους η καθεμία είναι… 119. Οι 260.000 (περίπου οι 9 στις 10) απασχολούν από ένα έως 10 άτομα προσωπικό, ενώ το υπόλοιπο 10% απασχολεί από 10 έως 50 άτομα. Η αναλογία των μεγαλύτερων εργοδοτών στο σύνολο, μετριέται σε υποδιαίρεση της εκατοστιαίας μονάδας.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, ποιες επιχειρήσεις θα είναι αυτές που θα σηκώσουν το βάρος τού να διπλασιάσουν τις ετήσιες επενδύσεις ώστε να ανακτηθούν τα ποσοστά του 2007-2008 και να περιοριστεί ο βαθμός απόλυτης εξάρτησης της χώρας από την κατανάλωση.

Λόγω και του πληθωρισμού, το ΑΕΠ σε ονομαστικές τιμές έφθασε το 2022 στα επίπεδα των 208 δισ. ευρώ. Τα 183 δισ. ευρώ ήταν καταναλωτική δαπάνη: 143 δισ. ευρώ αυτή των νοικοκυριών και περίπου 40 δισ. ευρώ του Δημοσίου. Η αύξηση σε σχέση με το 2021 στην κατανάλωση ξεπέρασε τα 21 δισ. ευρώ. Τέτοια επίπεδα κατανάλωσης είχαν να καταγραφούν στην Ελλάδα από το 2011. Ανάκτηση των επιπέδων του 2011 είχαμε και στο «μέτωπο» των επενδύσεων. Ο λεγόμενος ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έφθασε τα 28,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 13,7% του ΑΕΠ. Πρόκειται επίσης για το υψηλότερο ποσοστό από το 2011. Είχαν καταγραφεί και πολύ χαμηλότερα ποσοστά, με το αρνητικό ρεκόρ για όλη την περίοδο από το 1995 μέχρι σήμερα να εντοπίζεται το 2015 (10,77%). Η βελτίωση βέβαια σε σχέση με το αρνητικό ρεκόρ της συγκεκριμένης χρονιάς, δεν αναιρεί το ότι βρισκόμαστε στα… μισά του δρόμου για να φθάσουμε στις επιδόσεις του 2007, όταν οι επενδύσεις έφθαναν να αναλογούν στο 26% του ΑΕΠ και κοντά στα 50 δισ. ευρώ.

Οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών έχουν φθάσει το 2022 να αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 1995 μέχρι σήμερα: 48,74%, με το ποσό (σε ονομαστικούς όρους) να ανέρχεται στα 101 δισ. ευρώ. Ωστόσο, ιστορικό υψηλό καταγράφηκε και στις εισαγωγές, οι οποίες ανήλθαν στα 121 δισ. ευρώ. Η δε διαφορά εισαγωγών – εξαγωγών ήταν (κυρίως λόγω καυσίμων) το 2022 αρνητική κατά 9,5 ποσοστιαίες μονάδες, ποσοστό που είχε να καταγραφεί από το 2009, τελευταία χρονιά πριν από την ένταξη στα μνημόνια.

Τα στοιχεία του α΄ τριμήνου δείχνουν ότι η εικόνα δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά ούτε και στη συγκεκριμένη περίοδο για την οποία διατίθενται και τα πλέον πρόσφατα. Η αναλογία της κατανάλωσης παραμένει πάνω από το 88%, οι επενδύσεις αντιστοιχούν στο 13,7% και η ουσιαστική διαφοροποίηση προέρχεται από το «κλείσιμο» της ψαλίδας εξαγωγών – εισαγωγών περίπου στις 4 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που οφείλεται πρωτίστως στην αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας.

Σε ονομαστικούς όρους, το ΑΕΠ του α΄ τριμήνου (53,9 δισ. ευρώ) έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2011. Εχουμε πολύ περισσότερες εισαγωγές και πολύ περισσότερες εξαγωγές σε σχέση με τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη, ενώ και οι επενδύσεις κινούνται πάνω κάτω στα ίδια επίπεδα.

Το μεγάλο στοίχημα αύξησης των μισθών

της Ρούλας Σαλούρου

Η πρόκληση να παράγουμε περισσότερο και καλύτερα-2

«Τετραετία βελτίωσης των αμοιβών», με στόχο τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ –από 780 σήμερα– και του μέσου στα 1.500 ευρώ από 1.176,5 ευρώ στα τέλη του 2022 και 1.184 στα τέλη του προηγούμενου μήνα, έχει χαρακτηριστεί η τετραετία 2023 -2027. Η νέα ηγεσία του υπουργείου Εργασίας που αναμένεται να επιλεγεί μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, εκτιμάται ότι θα βρεθεί ακόμη κι εντός του καλοκαιριού αντιμέτωπη με αρκετά ανοικτά ζητήματα στο μέτωπο της αγοράς εργασίας, με αιχμή τους μισθούς και τις εργασιακές σχέσεις.

Το πεδίο των μισθών εκτιμάται ως το πλέον σημαντικό, όπως και αυτό με τη μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αφορά περίπου δύο εκατομμύρια μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.

Ο εργατολόγος – δικηγόρος Γιάννης Καρούζος, μιλώντας στην «Κ» επισημαίνει πως αν ακολουθήσει κανείς τις δεσμεύσεις της Ν.Δ. για κατώτατο μισθό 950 ευρώ στο τέλος της 4ετίας, αυτό οδηγεί σε αύξηση 170 ευρώ σωρευτικά σε μια 4ετία, δηλαδή 21,8%. Με την παραδοχή πως η αύξηση αυτή λίγο πολύ θα μοιραστεί εξίσου σε τέσσερις ετήσιες αυξήσεις την περίοδο 2024-2027, αυτή η εξίσωση δείχνει μια μεσοσταθμική αύξηση 42,5 ευρώ ανά έτος ή 5,44%, ώστε ο κατώτατος μισθός να φθάσει στα 822 ευρώ το 2024, στα 865 ευρώ το 2025, στα 907 ευρώ το 2026 και στα 950 ευρώ το 2027.

Εκτός απροόπτου φυσικά, καθώς «η πορεία πληθωρισμού και ανάπτυξης αλλά και οι όποιες άλλες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία θα καθορίσουν επί της ουσίας την τύχη του κατώτατου μισθού», σημειώνει ο έγκριτος νομικός.

Βέβαια, ο στόχος δεν αφορά μόνο τον κατώτατο, αλλά και τον μέσο μισθό, ο οποίος σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», ήταν στις 31 Μαΐου 2023 στα 1.184 ευρώ. Για να φθάσει στα 1.500 ευρώ, όπως έχει δεσμευθεί η Ν.Δ., απαιτείται σωρευτική αύξηση 316 ευρώ σε μια 4ετία, δηλαδή 26,6%. Αυτό σημαίνει –εφόσον δεχθούμε πως η αύξηση θα μοιραστεί στην 4ετία– σε θετική αναπροσαρμογή 79 ευρώ ανά έτος ή 6,6%.

Από πού θα προέλθει αυτή η αύξηση; Ενα τμήμα της αναπροσαρμογής του μέσου μισθού, όπως αναλύει ο κ. Καρούζος, θα προέλθει από την αύξηση του κατώτατου, που θα συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους μισθούς, και το υπόλοιπο από την ανάπτυξη.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα αυξάνεται κατά περίπου 0,4-0,5%.

Ο κ. Καρούζος υπολογίζει πως από την αύξηση του κατώτατου κατά 21,8%, ο μέσος μισθός αναμένεται να αυξηθεί κατά 10,88% ή 128 ευρώ μέσω του spillover effect (διάχυση αύξησης κατώτατου στον μέσο μισθό). Αυτό σημαίνει πως απομένουν άλλα 188 ευρώ ή 15,8% που πρέπει να προέλθουν από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τις επενδύσεις και την περαιτέρω μείωση της ανεργίας, που θα ενισχύσει τη στενότητα στην αγορά εργασίας (έλλειψη εργατικού δυναμικού).

Αυτό μεταφράζεται σε αύξηση του μέσου μισθού κατά 3,95% κατ’ έτος λόγω ανάπτυξης, επενδύσεων και ανεργίας.

Σημαντική εκκρεμότητα –από τις σημαντικότερες στο «μέτωπο» των μισθών, αν όχι η σημαντικότερη– είναι η αναβίωση των 3ετιών, δηλαδή των επιδομάτων προϋπηρεσίας που αφορούν, κατ’ αρχάς, τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό.

Αυτό θα συμβεί, σύμφωνα με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012 όταν η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%.

Αν και σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023-2026 η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί κάτω από 10% προς το τέλος της 4ετίας, στελέχη της Ν.Δ. εκτιμούν ότι αυτό θα επιτευχθεί νωρίτερα. Μένει όμως να προσδιοριστεί η ακριβής φόρμουλα μέσω της οποίας θα υπολογιστεί το… ξεπάγωμα. Η διατυπωμένη θέση των εργοδοτών είναι ότι η ενεργοποίηση του νόμου 4172/2013 ουσιαστικά κατάργησε τις τριετίες, αφού προβλέπει πως ο κατώτατος μισθός θα υφίσταται ως «μοναδιαία αξία» (ποσό) αναφοράς. Η Ν.Δ. κατά την προηγούμενη περίοδο διακυβέρνησης δεν αμφισβήτησε τον συνυπολογισμό των τριετιών στον κατώτατο μισθό και πλέον η ευθύνη γι’ αυτό το πολύπλοκο θέμα περνάει στην επόμενη ηγεσία του υπουργείου Εργασίας.

Σημαντική εκκρεμότητα και εμβληματική «αποστολή» για τον νέο υπουργό Εργασίας θα είναι, σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, η επέκταση της λειτουργίας της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε όλο το φάσμα της μισθωτής απασχόλησης. Το μέτρο έχει ήδη εφαρμοσθεί σε τράπεζες, σούπερ μάρκετ, ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες σεκιούριτι, λίγο πριν από τις εκλογές ξεκίνησε η διαδικασία επέκτασης της ψηφιακής κάρτας εργασίας σε ΔΕΚΟ, η οποία όμως μένει να ολοκληρωθεί, ενώ στη συνέχεια τη σκυτάλη θα πάρει η βιομηχανία και σε δεύτερο χρόνο η εστίαση και ο τουρισμός, που είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα, δεδομένων των τουλάχιστον «άστατων» ωραρίων που επικρατούν στον κλάδο της εστίασης, αλλά ενίοτε και του τουρισμού. «Είναι βέβαιο ότι θα πρέπει να προηγηθούν εκτεταμένες διαβουλεύσεις με τις ενώσεις των κλάδων, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες παραμετροποιήσεις στο σύστημα, πριν αυτό τεθεί σε πλήρη εφαρμογή στις δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις των δύο κλάδων που συνιστούν –μετά το εμπόριο– τον μεγαλύτερο εργοδότη της χώρας», σημειώνει ο κ. Καρούζος.

Η μείωση της ανεργίας και ειδικότερα η πτώση της κάτω από το «φράγμα» του 10% είναι σημαντικός στόχος για τη νέα ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, καθώς απαιτείται η δημιουργία επιπλέον περίπου 400.000 θέσεων, ενώ σημαντική πρόκληση και κομβικό θέμα για την ελληνική οικονομία είναι και η έλλειψη δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η εστίαση, η βιομηχανία κ.ά.

Η δύσκολη μετάβαση σε νέο παραγωγικό μοντέλο 

της Ειρήνης Χρυσολωρά

Η πρόκληση να παράγουμε περισσότερο και καλύτερα-3

Η σημαντική αύξηση των εξαγωγών, όχι μόνο υπηρεσιών αλλά και αγαθών, καθώς και η –όχι εξίσου εντυπωσιακή αλλά αξιοσημείωτη– επιτάχυνση των επενδύσεων είναι οι δύο κυριότερες εξελίξεις των τελευταίων ετών, στις οποίες οι αναλυτές βασίζουν τις ελπίδες τους ότι ίσως κάτι αλλάζει στο ελληνικό παραγωγικό μοντέλο. Ομως, ακόμη βρισκόμαστε στην αρχή και η συνέχεια δεν θα έρθει από μόνη της, αν έρθει ποτέ.

Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου είναι ακόμη μια σημαντική συζήτηση που δεν έγινε στην προεκλογική περίοδο, παρότι εμμέσως μπήκε στο τραπέζι: η φοροδιαφυγή –όλοι μιλούν πλέον για τους 7 στους 10 Ελληνες που δηλώνουν εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ– δεν είναι παρά μία όψη του στρεβλού ελληνικού μοντέλου. Και ποιο είναι αυτό: πολλές μικρές επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, χαμηλής ανταγωνιστικότητας, που δεν μπορούν να επιβιώσουν παρά μόνο μέσω της φοροδιαφυγής, ολιγοπώλια που εμποδίζουν την ανάπτυξη και ανεβάζουν τις τιμές, περιορισμένη παραγωγική βάση που οδηγεί σε εκτόξευση των εισαγωγών κάθε φορά που αυξάνεται η κατανάλωση, μικρή συμμετοχή των επενδύσεων στην ανάπτυξη, χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας ελλείψει επενδύσεων και τεχνολογίας, χαμηλά ποσοστά απασχόλησης. Ενόψει και του δημογραφικού, το θέμα της απασχόλησης γίνεται εφιαλτικό. Τα είχε πει, μεταξύ πολλών άλλων, και η Επιτροπή Πισσαρίδη πριν από τρία χρόνια, θέτοντας το περίγραμμα των στόχων που θα έπρεπε να υπηρετήσει το Ταμείο Ανάκαμψης.

Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης είναι απαραίτητη για να υποκατασταθούν οι εισαγωγές με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα

Πίσω από κλειστές πόρτες, ωστόσο, εκεί όπου έχει σημασία, το θέμα συζητείται. Σε πρόσφατες εκδηλώσεις του Bloomberg και της σουηδικής πρεσβείας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας ανέλυσε την κατάσταση σε επενδυτές και τραπεζίτες, τονίζοντας την ανάγκη να επεκταθεί η παραγωγική βάση της χώρας και να παταχθεί η φοροδιαφυγή, ώστε να εξασφαλισθούν πόροι για επενδυτικές δαπάνες σε παιδεία, υγεία, πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη, είναι απαραίτητη προκειμένου να υποκατασταθούν οι εισαγωγές με εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα και να μη διευρύνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κάθε φορά που αναπτύσσεται η χώρα, όπως συμβαίνει τώρα.

Η χώρα έχει καλύψει άλλωστε το παραγωγικό κενό που είχε μέχρι πριν από ένα χρόνο, επομένως επιβάλλεται να επεκτείνει, μέσω επενδύσεων, την παραγωγική της βάση. Επιπλέον, δεν μπορεί να βασίζεται άλλο στη μείωση των μισθών για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Χρειάζεται να αυξήσει την παραγωγικότητα κι αυτό προϋποθέτει ενίσχυση των διαρθρωτικών αλλαγών. Διαρθρωτικές αλλαγές, επενδύσεις, εξαγωγές, υποκατάσταση εισαγωγών, αλλά και πρωτογενή πλεονάσματα που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, είναι η «συνταγή» Στουρνάρα για ένα βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο. Τα «ουρανοκατέβατα κέρδη», υποστηρίζει, δεν πρέπει να δίνονται για οριζόντιες παροχές αλλά για το χτίσιμο ενός «μαξιλαριού ασφαλείας», ενδεχομένως στα πρότυπα του Επενδυτικού Ταμείου της Ιρλανδίας.

Στα σημάδια προόδου, που ίσως προοιωνίζονται, όπως λένε, μια σταδιακή αλλαγή παραγωγικού προτύπου, οι αναλυτές επισημαίνουν ως πιο χαρακτηριστικό τις εξαγωγές, που έφτασαν στο 48,7% του ΑΕΠ το 2022, από 40,1% το 2019 και από 25,5% το 2011. Η Ελλάδα πλησίασε έτσι τον μέσο όρο της Ε.Ε., που ήταν 56% το 2022. Μάλιστα είναι σημαντικό ότι το μέγεθος δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των εξαγωγών υπηρεσιών, αλλά και αγαθών, βιομηχανικών και άλλων, που αυξάνονται ταχύτερα. Το α΄ τρίμηνο φέτος οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 10,6% και των υπηρεσιών (τουρισμού) κατά 6,2%.

Για να διευρυνθούν, όμως, οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, να αυξηθεί το δυνητικό ΑΕΠ και να συνεχιστεί η όποια πρόοδος σημειώθηκε, χρειάζεται κυρίως να επιταχυνθούν οι επενδύσεις. Η αύξησή τους τα τελευταία χρόνια ήταν αξιοσημείωτη, αλλά η σύνθεσή τους έχει αδυναμίες, καθώς κυριαρχούνται από κατοικίες και άλλες κατασκευές. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν σημειώσει ρεκόρ 20ετίας το 2022, αλλά αφορούν σε μεγάλο βαθμό εξαγορές ή ιδιωτικοποιήσεις και λιγότερο από το 30% τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η απόσταση του ύψους των επενδύσεων από τον μέσο όρο της Ε.Ε. παραμένει μεγάλη. To 2021 ήταν 13,27% του ΑΕΠ, έναντι 22,45% στην Ε.Ε., έχοντας πάντως αυξηθεί κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες από το 10,69% του ΑΕΠ το 2019.

Οσον αφορά το θέμα των πολλών μικρών επιχειρήσεων, οι αναλυτές συμφωνούν ότι μόνο μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές, την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την απελευθέρωση των αγορών και την ενίσχυση του ανταγωνισμού θα επιτευχθεί η αύξηση του μεγέθους τους ή η συγχώνευσή τους με άλλες. Αλλά ούτε αυτό, φυσικά, είναι δημοφιλές θέμα συζήτησης στην προεκλογική περίοδο.

Τρεις απόψεις στην «Κ»

Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, επικεφαλής οικονομολόγος, διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης της ΤτΕ 

Η ανταγωνιστικότητα δεν μπορεί να βασίζεται σε χαμηλούς μισθούς

Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μετασχηματίζεται σταδιακά από ένα μοντέλο που βασιζόταν στον δανεισμό και στην κατανάλωση σε ένα μοντέλο που στηρίζεται στην επιχειρηματικότητα και στην εξωστρέφεια.

Ο μετασχηματισμός ξεκίνησε εδώ και αρκετά χρόνια με τις εξαγωγές, καθώς η μείωση των μισθών στα χρόνια της κρίσης βελτίωσε την ανταγωνιστικότητα κόστους των επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα, οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν από 20% του ΑΕΠ το 2010 σε 48% του ΑΕΠ το 2022, αντανακλώντας κυρίως τη σημαντική άνοδο των εξαγωγών αγαθών, οι οποίες αυξήθηκαν με ρυθμούς υπερδιπλάσιους σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων θα φέρει τεχνογνωσία και σταθερές θέσεις εργασίας.

Ομως ο μετασχηματισμός του παραγωγικού προτύπου έχει φτάσει στα όριά του. Και αυτό διότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται σε χαμηλούς μισθούς. Η ανάπτυξη επανήλθε δυναμικά, οι επιχειρήσεις αναζητούν προσωπικό σε μια αγορά εργασίας που παρουσιάζει ήδη σημάδια στενότητας και οι μισθολογικές πιέσεις αυξάνονται, συνεπικουρούμενες και από τον υψηλό πληθωρισμό. Από εδώ και πέρα, η ανάκτηση ανταγωνιστικότητας πρέπει να στηρίζεται περισσότερο στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Για να γίνει αυτό, η χώρα χρειάζεται παραγωγικές επενδύσεις. Το πρόβλημα βρίσκεται στη χρηματοδότησή τους, καθώς η εθνική αποταμίευση δεν επαρκεί. 
Η χρηματοδότηση υψηλότερων επενδύσεων χωρίς να θυσιάσουμε το επίπεδο κατανάλωσης του μέσου Ελληνα μπορεί να γίνει μόνο με εξωτερικούς πόρους. Η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέσω NGEU και ΕΣΠΑ την επόμενη τετραετία αναμένεται να κλείσει σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού. 
Πέρα από αυτό, η χώρα χρειάζεται και τη χρηματοδότηση από ξένους ιδιώτες επενδυτές. Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων θα εντάξει τη χώρα στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, θα φέρει τεχνογνωσία, σταθερές θέσεις εργασίας, αντιστροφή του brain drain και ενίσχυση της παραγωγικότητας και του εισοδήματος.
Η διεύρυνση των επενδύσεων πρέπει να στηριχθεί και στην αύξηση της αποταμίευσης, χωρίς την οποία η ανισορροπία μεταξύ αποταμιεύσεων και επενδύσεων θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά το ισοζύγιο. Τέλος, προϋπόθεση για τον περιορισμό του ελλείμματος του ισοζυγίου είναι και η υποκατάσταση των εισαγωγών, όπου αυτό είναι εφικτό, καθώς και η προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας της χώρας, ώστε να περιοριστούν οι ανάγκες εισαγωγών ενέργειας.

Το άρθρο αντανακλά τις απόψεις του συγγραφέα και όχι απαραίτητα της Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ευρωσυστήματος.

Παναγιώτης Καπόπουλος, Chief Economist, Alpha Bank 

Να «τρέξουν» οι μεταρρυθμίσεις που επιταχύνουν την αλλαγή 

Μετά μία δεκαετία προσπαθειών δημοσιονομικής σταθεροποίησης, η ελληνική οικονομία επανέρχεται σταδιακά στο μονοπάτι της πραγματικής οικονομικής σύγκλισης με την Ε.Ε. σε όρους κατά κεφαλήν προϊόντος. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια αντιμετώπισε ισχυρές αλλεπάλληλες και εξωγενείς διαταραχές, την πανδημική και την ενεργειακή κρίση, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο είναι κατά πόσον η χώρα μεταβαίνει σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο, όπου η οικονομική μεγέθυνση ορίζεται από τις υψηλότερες παραγωγικές της ικανότητες και όχι κατά κύριο λόγο από την καταναλωτική δαπάνη, που τροφοδοτείται από την αύξηση του δημοσίου χρέους όπως στο παρελθόν. 

Ταχεία επίλυση διαφορών, απλούστευση φορολογικού συστήματος και μείωση φοροδιαφυγής. 

Σήμερα διαθέτουμε ορισμένες ενδείξεις ότι βρισκόμαστε σε μια φάση τέτοιας μετάβασης, παρά το γεγονός ότι η ταχύτητά της είναι ακόμη χαμηλότερη της προσδοκώμενης. Συγκεκριμένα παρατηρείται σημαντική ενίσχυση της εξαγωγικής δραστηριότητας σε πολλά αγαθά και υπηρεσίες, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση –με ισχυρό και σταθερό ρυθμό την τελευταία δεκαετία– του δείκτη εξωστρέφειας της ελληνικής παραγωγής, δηλαδή του λόγου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, σε σύγκριση με εκείνους που παράγουν μη εμπορεύσιμα διεθνώς αγαθά και υπηρεσίες. Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι την τελευταία διετία σημειώσαμε διαδοχικά ιστορικά ρεκόρ στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία ως επενδυτικό προορισμό αναμένεται να ενισχυθεί έτι περαιτέρω, καθώς βρίσκεται ένα βήμα πριν από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτός ο παράγοντας είναι καθοριστικής σημασίας για μια ουσιαστική βελτίωση του κόστους χρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, καθώς περιορίζει σημαντικά τα επασφάλιστρα κινδύνου, καθιστώντας επικερδή πολλά επενδυτικά σχέδια και ιδέες. Τέλος, η ελληνική οικονομία είναι αποδέκτης πληθώρας πακέτων τόνωσης, όπως το ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ, που στοχεύουν σε διαφορετικά και συμπληρωματικά μέρη της αλυσίδας αξίας και αναμένεται να κινητοποιήσουν ακόμη περισσότερες επενδύσεις μέσω της μόχλευσης από το τραπεζικό σύστημα. 

Ο σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής της επόμενης τετραετίας οφείλει να θέσει ως προτεραιότητα εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που επιταχύνουν την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας, όπως η ταχεία επίλυση διαφορών που μειώνει την αβεβαιότητα των επενδυτών, η απλούστευση του φορολογικού συστήματος και ο περιορισμός της φοροδιαφυγής, καθώς και τα μέτρα ενίσχυσης του μέσου μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων ώστε να αξιοποιηθούν οι οικονομίες κλίμακας και να διευρυνθεί η πιστοληπτική τους επιφάνεια. 

Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Αναγκαία η εξέλιξη, αλλά για κάποιους θα έχει κόστος

Ολες οι οικονομίες διαφέρουν μεταξύ τους, άλλωστε δεν παραμένουν και διαχρονικά αμετάβλητες, ανάλογα και με τις τεχνολογικές, πολιτικές, δημογραφικές ή άλλες εξελίξεις. Ετσι, η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος δεν μπορεί να νοείται ως κάτι που θα γίνει απότομα, αλλά ως μια διαφορετική επιλογή κατεύθυνσης. Εφόσον μια τέτοια επιλογή υποστηριχθεί συστηματικά, έπειτα από λίγα χρόνια, στα κεντρικά δομικά στοιχεία και λειτουργίες της οικονομίας μας, μπορεί να υπάρξει σημαντική βελτίωση.

Η ενίσχυση της καινοτομίας σημαίνει ότι όσοι επενδύουν στη νέα γνώση θα έχουν υψηλότερες αμοιβές.

Η οικονομία μας είναι μια μικρή ανοικτή οικονομία, με την έννοια ότι δεν διαμορφώνει το εξωτερικό περιβάλλον της αλλά πρέπει να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που της δίνονται, μαζί με πολλές άλλες ευρωπαϊκές. Σε σύγκριση όμως με τις περισσότερες από αυτές, η συνολική δυναμική και οι επιδόσεις της τις τελευταίες δεκαετίες κατέγραψαν υστέρηση. Ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν χαμηλότερος, παρά τις διακυμάνσεις, από πολλές άλλες οικονομίες, που έτσι σταδιακά ξεπέρασαν τη δική μας. Αυτό συνέβη παρά το ότι αυτές τις δεκαετίες η συμβολή του δημογραφικού ήταν θετική και ενώ η χώρα συμμετείχε συστηματικά στο κέντρο των ευρωπαϊκών θεσμών.
Μπορεί ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας να ανέλθει από μόλις 1% ετησίως, κατά μέσον όρο στις τελευταίες δεκαετίες, σε περίπου διπλάσιο ποσοστό κατά τις επόμενες; Με τα σημερινά χαρακτηριστικά της οικονομίας αυτό είναι αδύνατο, ιδίως αν συνυπολογιστεί η αρνητική δημογραφική προοπτική. Για να γίνει κάτι τέτοιο εφικτό, θα πρέπει να εφαρμοσθεί κατά τα επόμενα χρόνια ένα σχέδιο που θα ενσωματώνει αποφασιστικές επιλογές. Το αντίστοιχο νέο παραγωγικό υπόδειγμα πρέπει να έχει πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή των επενδύσεων και των εξαγωγών στο εθνικό προϊόν από τη σημερινή. Ομως, όσο επιθυμητό και να ακούγεται αυτό, ούτε αυτόματα μπορεί να γίνει ούτε είναι μια εξέλιξη χωρίς κόστος μετάβασης.

Η έμφαση στις επενδύσεις πρέπει να υποστηριχθεί και με μια σχετική τόνωση της αποταμίευσης, σε σύγκριση με την κατανάλωση, η οποία σταδιακά θα πρέπει να υποχωρεί όχι ως επίπεδο αλλά ως μέρος της οικονομίας. Η προώθηση των εξαγωγών, υπηρεσιών ή προϊόντων, όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη υστέρηση, θα σημαίνει χαμηλότερες αποδόσεις για όσους εργάζονται ή επενδύουν σε εσωστρεφείς οικονομικές δραστηριότητες. Συναφώς, θα πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του μεγέθους και της ελκυστικότητας της παραοικονομίας. Τέλος, αναγκαία συνθήκη είναι η βελτίωση όσον αφορά την καινοτομία και τη διασύνδεση με νέες τεχνολογίες, που όμως σημαίνει και σχετική απόκλιση των αμοιβών προς όφελος όσων επενδύουν σε νέα γνώση. Ετσι, κατά τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα υπάρχει κόστος για όσα τμήματα της οικονομίας θα υποχωρούν, όμως συνολικά θα μπορεί να υποστηριχθεί υψηλότερη ευημερία, που θα ευνοήσει τελικά το σύνολο του πληθυσμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή