Πριν από μερικούς μήνες η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωνε ότι οι πολυεθνικές πωλούν τα απορρυπαντικά πολύ ακριβότερα στην Ελλάδα απ’ ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Συνεχίζοντας την έρευνά της και προκειμένου να χαρτογραφήσει τις συνθήκες ανταγωνισμού σε συγκεκριμένα προϊόντα που έχουν υψηλές τιμές στη χώρα μας, διαπίστωσε ότι οι Ελληνες καταναλωτές δείχνουν να μην αντιδρούν στην ακρίβεια, ακόμη κι αν έχουν εναλλακτικές, είτε τις προσφέρει η ίδια η αγορά, όπως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είτε οι παρεμβάσεις του κράτους, όπως το «καλάθι του νοικοκυριού».
Σύμφωνα με την έρευνα για τα απορρυπαντικά ρούχων, που διεξήχθη από τον Φεβρουάριο του 2022 έως τον Φεβρουάριο του 2023, μια βασική διαπίστωση είναι πως από την έναρξη ισχύος του «καλαθιού του νοικοκυριού» οι προτιμήσεις των καταναλωτών μεταξύ των επωνύμων και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας δεν μεταβλήθηκε σχεδόν καθόλου, με τα πρώτα να έχουν μερίδιο 84% και τα δεύτερα 16%.
Ακόμη και μετά την εφαρμογή του «καλαθιού του νοικοκυριού», που περιείχε κυρίως απορρυπαντικά ιδιωτικής ετικέτας, το ποσοστό επί των πωλήσεων αυξήθηκε στο 15,6% από 15,3% τρεις εβδομάδες πριν από την ισχύ του καλαθιού.
Εκπληξη προκαλεί επίσης το γεγονός πως ένα μικρό μόλις ποσοστό των καταναλωτών στράφηκε τελικά σε επώνυμα προϊόντα που εντάχθηκαν στο «καλάθι του νοικοκυριού» (από 0,5% οι πωλήσεις σε 0,8% στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου).
Κι όλα αυτά την ώρα που τα επώνυμα προϊόντα (σκόνη – υγρά) τα οποία δεν εντάχθηκαν στο καλάθι παρουσίασαν τη μεγαλύτερη άνοδο στην τιμή τους, της τάξεως του 16% (μέση τιμή μεζούρας). Αλλο ένα ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός πως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που μπήκαν στο «καλάθι του νοικοκυριού» παρουσίασαν κατά μέσον όρο πτώση στις τιμές κατά 8,27%, ωστόσο η τιμή όσων βγήκαν από αυτό αυξήθηκε περισσότερο – κατά 8,69%.
Στην πραγματικότητα, μια κρατική παρέμβαση στην αγορά που είχε στόχο να διευκολύνει τους καταναλωτές να εντοπίσουν και να αγοράσουν φθηνά προϊόντα, δεν λειτούργησε παρά μόνον για όσους έκαναν ήδη επιλογές ιδιωτικής ετικέτας. Οι τελευταίοι έδειξαν να στρέφονται από προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εκτός καλαθιού σε αντίστοιχα εντός καλαθιού.
Παρά τη μεγάλη αύξηση των τιμών, παραμείναμε πιστοί στα επώνυμα απορρυπαντικά ρούχων, με το μερίδιό τους στην αγορά να φθάνει το 84%.
Τον περασμένο Μάρτιο η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε δημοσιοποιήσει έρευνα τιμών απορρυπαντικών δύο πολυεθνικών ομίλων στην Ευρώπη. Από την έρευνα προέκυπτε ότι στη χώρα μας οι τιμές ήταν έως 361% υψηλότερες από τη φθηνότερη ευρωπαϊκή χώρα. Μάλιστα οι Ελληνες πληρώνουν ακριβότερα τα συγκεκριμένα προϊόντα από πολλούς Ευρωπαίους με πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
Αναλυτές της αγοράς απέδιδαν σε τρεις παράγοντες το φαινόμενο: α) Στο μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, που στην ουσία δεν δημιουργεί κίνητρο για μεγάλο ανταγωνισμό στις τιμές. β) Στη χαμηλή διείσδυση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας στην κατηγορία των απορρυπαντικών για ρούχα. γ) Στην πολύ μικρή εγχώρια παραγωγή.
Εκτός αυτών, οι πολυεθνικές εφαρμόζουν διάφορες πρακτικές για να ανεβάζουν το κόστος των προϊόντων τους. Π.χ., οι μητρικές επιβάλλουν στις θυγατρικές τους πολύ υψηλά δικαιώματα χρήσης των σημάτων ή τις δανείζουν με υψηλά επιτόκια, ενώ οι θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Το κακό είναι ότι στη διαμόρφωση μιας αγοράς που δεν λειτουργεί αποτελεσματικά συμβάλλουν και οι ίδιοι οι καταναλωτές, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ίσως είναι η Γερμανία), όπου ο καταναλωτής είναι αυστηρός, απαιτητικός και συχνά τιμωρός.