Ισχυρή ανάπτυξη ελληνικών τραπεζών βλέπει η S&P

Ισχυρή ανάπτυξη ελληνικών τραπεζών βλέπει η S&P

«Αγκάθια» οι αργοί πλειστηριασμοί και το υψηλό ποσοστό αναβαλλόμενου φόρου

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρία πλεονεκτήματα και τρεις κινδύνους εντοπίζει ο οίκος αξιολόγησης S&P στις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών. Στις «δυνάμεις» του κλάδου ο οίκος θεωρεί το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας είναι συγκεντρωμένο, με τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες να χορηγούν περίπου το 95% των δανείων, την καλή πρόοδο των τραπεζών στον μετασχηματισμό του ισολογισμού τους που οδηγεί σε εξομάλυνση του κόστους κινδύνου και βελτίωση της κερδοφορίας, και τη σταδιακή αποκατάσταση της καταθετικής βάσης μετά την περίοδο της «φυγής» του 2015.

Ωστόσο, τα NPEs που συνεχίζουν να συγκρίνονται δυσμενώς με εκείνα των ευρωπαϊκών τραπεζών, το γεγονός ότι οι ρυθμιστικές αρχές δεν αντιμετώπισαν την περιορισμένη ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών που προκύπτει από το υψηλό ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, και οι αργές διαδικασίες πλειστηριασμών που περιορίζουν τις προοπτικές ανάκαμψης αποτελούν τους κυριότερους κινδύνους για τον κλάδο. Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η S&P, μετά τον «καθαρισμό» περίπου 80 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων από το 2019, οι ελληνικές τράπεζες είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης της χώρας, την επανέναρξη της πιστωτικής ζήτησης, τη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων και τη μείωση της ανεργίας.

Οι κίνδυνοι

Παρ’ όλα αυτά, ο οίκος συνεχίζει να θεωρεί πως η Ελλάδα έχει υψηλότερους οικονομικούς κινδύνους από την υπόλοιπη Ευρώπη. Και αυτό καθώς αν και οι δείκτες NPE των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κάτω από το 6% το 2023 λόγω των τιτλοποιήσεων και αναμένεται το 2024 να διαμορφωθούν στο 5,4%, εξακολουθούν να είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,8%). «Παρά την πρόοδο, η ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών παραμένει μεταξύ των πιο αδύναμων στην Ε.Ε., μαζί με την Κύπρο», επισημαίνει.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι έτοιμα να αξιοποιήσουν το θετικό κλίμα στην οικονομία.

Το βελτιωμένο και ισχυρό μακροοικονομικό σκηνικό σίγουρα αποτελεί πάντως έναν σημαντικό υποστηρικτικό παράγοντα για τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών. Οι πρόσθετες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια της Ε.Ε., θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη το 2023-2026 και τη συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους. Τα επόμενα τρία χρόνια η S&P συνεχίζει να αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,6% την περίοδο 2024-2026 κατά μέσον όρο) χάρη στα κεφάλαια στήριξης της Ε.Ε. για επενδύσεις σε υποδομές και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, μαζί με την αυξανόμενη ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις, κυρίως με βάση τις επενδύσεις και τον τουρισμό.

Ωστόσο, όπως συμβαίνει στις χώρες που ανακάμπτουν από χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ο ρυθμός αύξησης των δανείων είναι χαμηλότερος από αυτόν του ΑΕΠ. Η S&P προβλέπει ότι το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα θα πέσει κάτω από το 70% του ΑΕΠ έως το 2024 έναντι περίπου 107% το 2020, ενώ αναμένει ομαλοποίηση του κόστους κινδύνου (κάτω από 100 μονάδες βάσης για τις περισσότερες τράπεζες) τους επόμενους 12-18 μήνες έναντι των υψηλών των 570 μονάδων βάσης το 2021. Πάντως εκτιμά πως η αύξηση των δανείων κινήθηκε στο 3,3%-4,3% το 2023 και τα κονδύλια της Ε.Ε. που θα λάβει η Ελλάδα θα ενισχύσουν τον δανεισμό προς τις επιχειρήσεις στη συνέχεια. Ωστόσο, ο υψηλός πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσαν να περιορίσουν τη ζήτηση για νέα δάνεια.

Ωθηση από επιτόκια

Η S&P αναμένει ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα επωφεληθεί από τα υψηλότερα επιτόκια και το 2024, όπως συνέβη το 2023, χάρη στο μεγάλο μερίδιο, κοντά στο 90%, των χαρτοφυλακίων δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κυμάνθηκε από 3,1% έως 3,9% κατά τους πρώτους εννέα μήνες του 2023 έναντι 2,6% κατά μέσον όρο το 2022.

Ωστόσο, παρά τις πωλήσεις μη βασικών περιουσιακών στοιχείων τα τελευταία χρόνια, η S&P τονίζει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να δημιουργήσουν επαρκή κερδοφορία από προμήθειες και δανεισμό. Αναμένει ότι η απόδοση ιδίων κεφαλαίων ROE στο σύνολο του κλάδου θα μειωθεί στο 10%-11% φέτος από 12% το 2023 και 15,8% το 2022, ενώ ο δείκτης κόστους προς έσοδα θα παραμείνει κοντά στο 40% μέχρι το 2025 σε σύγκριση με 47% το 2021.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT