Στο 3,20% φθάνει το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών

Στο 3,20% φθάνει το επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών

Στο 1,56% ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών, σύμφωνα με στοιχεία του SSM

Το διπλάσιο επιτοκιακό περιθώριο σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο στηρίζει την υψηλή κερδοφορία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, που ανήλθε το 9μηνο του 2023 στα 2,8 δισ. ευρώ σε σύνολο 131,1 δισ. ευρώ που ήταν η συνολική κερδοφορία των 109 συστημικών τραπεζών που εποπτεύει ο SSM. Συγκεκριμένα, το επιτοκιακό περιθώριο στη χώρα μας ανήλθε στο 3,20% έναντι 1,56% που είναι ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τα χαμηλότερα επίπεδα επιτοκιακού περιθωρίου να εμφανίζουν οι τράπεζες στη Γαλλία (0,89%), στη Γερμανία (1,13%), στο Βέλγιο (1,51%) και στην Ολλανδία (1,56%), ενώ το επιτοκιακό περιθώριο στην Πορτογαλία διαμορφώνεται στο 3,16% και στην Ισπανία στο 2,63%.

Αυτό επιβεβαιώνει η ανάλυση των στοιχείων που πραγματοποίησε η Ελληνική Ενωση Τραπεζών βασιζόμενη στα συγκεντρωτικά στοιχεία που δημοσίευσε ο SSM. To υψηλό επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή η μεγάλη διαφορά μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων στη χώρα μας, υποστηρίζεται από τη μεγάλη καταθετική βάση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε σχέση με τις χορηγήσεις και η οποία επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να μετακυλίουν με χαμηλότερο ρυθμό τις αυξήσεις των επιτοκίων στις καταθέσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο των δανείων αντιπροσωπεύει το 59,2% των συνολικών καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών έναντι 104,4% που είναι το αντίστοιχο ποσοστό για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλεονάζουσες καταθέσεις σε σχέση με τις χρηματοδοτήσεις και άρα, όπως δήλωσε πρόσφατα ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, «δεν έχουν λόγο να δώσουν παραπάνω επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέσεις».

Οι πλεονάζουσες καταθέσεις σε σχέση με τις χρηματοδοτήσεις είναι ένας από τους λόγους που παραμένουν χαμηλά τα επιτόκια καταθέσεων.

Επιπλέον, τα έσοδα από τόκους αντιπροσωπεύουν το 79,2% των συνολικών λειτουργικών εσόδων των ελληνικών τραπεζών έναντι 60,6% για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης, γεγονός που σημαίνει ότι η βασική πηγή των εσόδων τους είναι οι τόκοι. Αντίθετα, τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν το 16,3% των συνολικών λειτουργικών εσόδων τους έναντι 28% για τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό βαίνει αυξανόμενο για τις ελληνικές τράπεζες καθώς την αντίστοιχη περίοδο του 2020 ήταν 13,1% και η διαφορά που υπάρχει σε σχέση με τις ευρωπαϊκές στηρίζει την επιχειρηματολογία των ελληνικών τραπεζών ότι δεν έχουν υψηλές προμήθειες.

Η υψηλή κερδοφορία στηρίζει και την υψηλή απόδοση ενεργητικού που χαρακτηρίζει τις ελληνικές τράπεζες και η οποία διαμορφώθηκε σε διπλάσια επίπεδα (1,23%) έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών (0,65%), ενώ στο 12,9% έναντι 10% στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε και η απόδοση ιδίων κεφαλαίων. Σημείο υπεροχής των ελληνικών τραπεζών αποτελεί το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό κόστους προς έσοδα που διαμορφώνεται στο 35,7%, το οποίο όχι μόνο υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι στο 56%, αλλά είναι και το χαμηλότερο στην Ευρώπη.

Η συνολική κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών είναι υψηλή και έφτασε το 9μηνο του 2023 στο 17,65%, υπολείπεται όμως του μέσου ευρωπαϊκού όρου που διαμορφώθηκε το αντίστοιχο διάστημα στο 19,69%, με τον βασικό δείκτη CET1 να διαμορφώνεται στο 14,27% για τις ελληνικές τράπεζες έναντι 15,61% των ευρωπαϊκών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή