Αρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Προστιθέμενη αξία: ο μεγάλος απών

Αρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Προστιθέμενη αξία: ο μεγάλος απών

Είναι στατιστικά σαφές και άμεσα αντιληπτό ότι η Ελλάδα έχει πολύ μικρό ποσοστό προστιθέμενης αξίας σε πολλούς τομείς παραγωγής

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι στατιστικά σαφές και άμεσα αντιληπτό ότι η Ελλάδα έχει πολύ μικρό ποσοστό προστιθέμενης αξίας σε πολλούς τομείς παραγωγής. Τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2022 κατατάσσουν την Ελλάδα στην 56η θέση ως προς την προστιθέμενη αξία στη βιομηχανία (Ισπανία 14η, Τουρκία 15η), 52η στη γεωργία (Τουρκία 9η, Ισπανία 23η), 45η στις υπηρεσίες (Ισπανία 11η, Τουρκία 16η) και 50ή στη βιοτεχνία (Τουρκία 13η, Ισπανία 14η). Ακόμη και εντός της Ευρώπης η κατάταξη της Ελλάδας ως προς την προστιθέμενη αξία στους τέσσερις τομείς παραγωγής που προαναφέρθηκαν κυμαίνεται μεταξύ της 18ης και της 23ης θέσης. Αυτά τα στοιχεία, όσο συγκεντρωτικά και στατιστικά αμφισβητήσιμα μπορεί να θεωρηθούν, κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι για το εύρος και την ποιότητα της παραγωγικής διαδικασίας στην Ελλάδα.

Τα παραδείγματα είναι πάντα χρήσιμα για τη μετατροπή των εννοιών σε προτάσεις με νόημα. Το ελληνικό ελαιόλαδο, με εξαίρεση φέτος, συνήθως πωλούνταν από τον παραγωγό (χύμα) στα 3 με 4 ευρώ το λίτρο. Εφτανε στον καταναλωτή σε διπλάσια τιμή λόγω κόστους μεταφοράς και της αλυσίδας διαδοχικών μεταπωλήσεων, που εδραίωσαν διαχρονικά, όπως και σε πολλά άλλα αγροτικά προϊόντα, ένα καθεστώς αισχροκέρδειας και μόνο. Αντίθετα από εμάς, οι Ιταλοί φημίζονται για την επέκταση της αλυσίδας μεταποίησης στο συγκεκριμένο προϊόν. Επιδίδονται στην ποιοτική εμφιάλωσή του για τη διεθνή αγορά, προωθώντας το ελαιόλαδο ως gourmet συστατικό. Η τιμή του τελικού προϊόντος είναι πολλαπλάσια αυτής του παραγωγού, όχι λόγω του κύκλου των μεσαζόντων, όπως στην Ελλάδα, αλλά εξαιτίας της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας. Αναρωτηθήκαμε επίσης ποια είναι η τελική τιμή μη διατροφικών προϊόντων με βάση το ελαιόλαδο, όπως σαμπουάν, καλλυντικά, κρέμες χεριών, ακόμη και φαρμακευτικά ή βιταμινούχα προϊόντα; Γαλλικές και άλλες ξένες εταιρείες το κάνουν με απόλυτη επιτυχία, προσθέτοντας πολλά επίπεδα στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας. Εχουμε κανένα παρόμοιο παράδειγμα στην Ελλάδα; Βεβαίως. Είναι το προϊόν της μαστίχας, το οποίο, αν και γεωγραφικά μοναδικό στην καλλιέργειά του, ως πρωτογενές προϊόν χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη και παραγωγή διαφόρων άλλων καταναλωτικών αγαθών υψηλής ποιότητας και αξίας. Προφανώς υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα, αλλά λίγα.

Ο τουρισμός, η φημισμένη εθνική βιομηχανία, δεν αντέχει ούτε αυτός σε αυστηρή αξιολόγηση βάσει των παραπάνω κριτηρίων. Παραμένει ένα οικοσύστημα χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ωστόσο επωφελείται από κυβερνητικές πολιτικές μέσω επιδοτήσεων, επιχορηγήσεων και εύκολης πρόσβασης σε επιχειρηματικά δάνεια, πολλές φορές με κρατική εγγύηση. Τα «πρωτογενή» προϊόντα του ελληνικού τουρισμού είναι το τοπίο, η θάλασσα, τα νησιά, το κλίμα, η Ιστορία, τα αρχαιολογικά μνημεία του τόπου και ίσως η καταχρηστικά χρησιμοποιούμενη έννοια της «ελληνικής φιλοξενίας». Ολα τα παραπάνω είναι δεδομένα, αυθύπαρκτα. Τα εκμεταλλευόμαστε με πολύ μικρή προστιθέμενη αξία, ιδιαίτερα οι τουριστικές μονάδες μικρής κλίμακας. Αξίζει να αναλογιστούμε τι έχουν κάνει η τουριστική βιομηχανία, το κράτος και οι εμπλεκόμενοι στον κλάδο για την ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου και άλλων υποδομών, για την προστασία του περιβάλλοντος, την αισθητική των πόλεων, τις πολεοδομικές αυθαιρεσίες, τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στους δημόσιους χώρους, την παρακολούθηση της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος, την εξάλειψη των παράλογων χρεώσεων και τη φοροδιαφυγή. Ολες αυτές οι ευρέως διαδεδομένες πρακτικές (ή παραλείψεις) υποδηλώνουν τη διάβρωση της αξίας του τουριστικού προϊόντος και όχι ενέργειες και διαδικασίες που προσθέτουν αξία. Το «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», σίγουρα δεν είναι μια παρωχημένη εκτίμηση.

Μια άλλη σοβαρή παρανόηση είναι η εκτίμηση ότι η δημιουργία εισοδήματος ταυτίζεται με την έννοια της προστιθέμενης αξίας. Συγχέουμε την προστιθέμενη αξία με το γεγονός ότι η χρήση και εκμετάλλευση εγγενών τουριστικών στοιχείων δημιουργεί εισόδημα σε επιχειρήσεις και εργαζομένους στους τομείς φιλοξενίας και άλλων τουριστικών υπηρεσιών. Εδώ συγχέεται η εκμετάλλευση των στοιχείων αυτών προς ίδιον όφελος με τη διαδικασία της δημιουργίας προστιθέμενης αξίας. Αυτό είναι πράγματι μια βολική σύγχυση. Στην ουσία δεν διαφέρει πολύ από τις πρακτικές των μεσαζόντων που αναφέραμε παραπάνω. Το προϊόν προς εκμετάλλευση μόνο διαφέρει, είναι το ελληνικό καλοκαίρι, ο αιγαιοπελαγίτικος μύθος, η Ιστορία και οι αρχαιότητες. Να τονίσουμε και πάλι ότι εξαιρέσεις υπάρχουν και είναι αρκετές. Υπάρχουν τουριστικές μονάδες υψηλών προδιαγραφών, που προσφέρουν σύγχρονες και ποιοτικές υπηρεσίες, και το πιο σημαντικό, τα εγγενή τουριστικά στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω έχουν αναβαθμιστεί με σεβασμό στο περιβάλλον, στη γεωγραφία και την Ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, ο μέσος όρος του τουριστικού μας προϊόντος παραμένει επιεικώς μέτριος.

Εάν ο Λένιν έθεσε στο γνωστό φυλλάδιό του το ερώτημα «Τι να κάνουμε;» για το μέλλον μιας επανάστασης και ενός ολόκληρου έθνους, μπορούμε ταπεινά να θέσουμε κι εμείς το ίδιο ερώτημα για πολύ μικρότερα και πιο πεζά ζητήματα. Τι πρέπει να κάνουμε για να ενισχυθεί η αλυσίδα προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία γενικότερα; Η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί σε προγράμματα, επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των οικοσυστημάτων που είναι απαραίτητα για την προώθηση της παραγωγικής διαδικασίας στα επόμενα στάδια προστιθέμενης αξίας. Θα αποτελέσει αλλαγή παραδείγματος αν τα προγράμματα κρατικής βοήθειας που χρησιμοποιούν κοινοτικά και εθνικά κονδύλια και οι τραπεζικές χορηγήσεις κατευθύνονται κυρίως προς κεφαλαιακές δαπάνες (CAPEX) και όχι για να καλύπτουν λειτουργικές δαπάνες (OPEX). Αυτό πρέπει να ισχύει για όλους τους τομείς παραγωγής. Εύκολα θα διαπιστωθεί ότι ακόμη και μικρές αυξήσεις δαπανών σε τεχνολογία, μεταποίηση και διαφοροποίηση προϊόντων ή ακόμη και στη συσκευασία τους μπορούν να αποφέρουν μεγάλα οικονομικά οφέλη λόγω του γεγονότος ότι ένα «παραδοσιακό» προϊόν λανσάρεται ως νέο, ανοίγοντας την πόρτα σε νέες αγορές και απευθυνόμενο σε νέους πελάτες με υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.

Το «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» σίγουρα δεν είναι μια παρω-χημένη εκτίμηση.

Ενας άλλος δοκιμασμένος δρόμος για την προώθηση των διαδικασιών δημιουργίας προστιθέμενης αξίας είναι η συμμετοχή και συνεργασία με διεθνή, πολυεθνικά σχήματα παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών τόσο στον αγροτικό όσο και στον βιομηχανικό και μεταποιητικό τομέα. Αυτό προϋποθέτει ότι οι τοπικοί παραγωγοί και οι επιχειρήσεις πρέπει να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στον ηπειρωτικό ή ακόμη και παγκόσμιο καταμερισμό παραγωγής, όπως θα έλεγε ο Μαρξ. Μια τέτοια συμμετοχή αποφέρει πολλαπλά οφέλη. Συνεισφέρει στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ανοίγει ξένες αγορές και συνδέει τα προϊόντα με μάρκες διεθνούς φήμης. Επιπλέον, μια τέτοια συνεργασία συμβάλλει στον συστημικό μετασχηματισμό όσον αφορά τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης σε λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως η δική μας.

Παρενθετικά, αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι η συχνά χρησιμοποιούμενη υπερβολική ρητορική ότι η Ελλάδα «μπορεί να γίνει ηγέτιδα» σε διαφόρους τομείς είναι περιττή και παραπλανητική. Οι ηγέτες σε όλα τα προϊόντα της αγοράς έχουν καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες. Εχουν καθιερώσει προϊόντα διεθνούς αναγνωρισιμότητας, έχοντας πίσω τους δεκαετίες έρευνας προϊόντων και καταναλωτικών συμπεριφορών, έχοντας αναπτύξει στρατηγικές μάρκετινγκ και έχοντας επενδύσει στη δημιουργία επωνυμίας.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν εάν η Ελλάδα επιθυμεί να αλλάξει τη στατική παραγωγική της βάση και να στραφεί σε ένα πιο σύγχρονο μοντέλο παραγωγής, υιοθετώντας την αρχή της προστιθέμενης αξίας; Θα πρέπει να προετοιμαστεί και να σχεδιάσει πολιτικές, που άλλες προηγμένες οικονομίες έχουν υιοθετήσει προ πολλού, λαμβάνοντας υπόψη την εγγενή παραγωγή και τις δυνατότητες μετάλλαξής της, όχι μόνο σε επίπεδο προϊόντων, αλλά και υπηρεσιών. Αξίζει να κατανοήσουμε τη ρήση του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο ότι «η μίμηση είναι η πιο ειλικρινής μορφή μάθησης». Η εναλλακτική πάντα υπάρχει, να παραμείνουμε «αυθεντικοί» και να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε τόσο καιρό. Είναι κι αυτό μια επιλογή.

Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή