Άρθρο Σ. Μαλκίδη στην «Κ»: Το αίνιγμα της οικονομίας στις αμερικανικές εκλογές

Άρθρο Σ. Μαλκίδη στην «Κ»: Το αίνιγμα της οικονομίας στις αμερικανικές εκλογές

Οι καταναλωτές παρατηρούν σχεδόν καθημερινά τις αυξημένες τιμές στα τρόφιμα αλλά αδυνατούν να αποκρυσταλλώσουν κατά πόσον οι αυξήσεις που βλέπουν με μικρότερη συχνότητα στις μισθούς τους τούς έχουν κάνει σχετικά πλουσιότερους

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι η οικονομία, ανόητε! Το σύνθημα αυτό, που αποδίδεται στον σύμβουλο στρατηγικής της προεδρικής εκστρατείας του 1992 για λογαριασμό του Μπιλ Κλίντον, καταδεικνύει την ικανότητα της οικονομίας να καθορίσει αποφασιστικά τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών. Λαμβάνοντας υπόψη τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας, μπορούμε να σχηματίσουμε μια αρκετά ξεκάθαρη και αισιόδοξη εικόνα.

Εν μέσω μιας ιστορικά επιθετικής νομισματικής σύσφιγξης, η αμερικανική οικονομία μεγεθύνθηκε με ρυθμό 3,2% το τελευταίο τρίμηνο του 2023, η ανεργία παραμένει στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 50 χρόνων, ο πληθωρισμός είναι σε απόσταση αναπνοής από τον στόχο του 2%, ενώ ο μέσος μισθός αυξάνεται ταχύτερα από τον πληθωρισμό. Τέλος, τα νομοσχέδια βιομηχανικής πολιτικής (CHIPS, IRA) του προέδρου Μπάιντεν έχουν προκαλέσει μια έκρηξη στις βιομηχανικές επενδύσεις πράσινης και υψηλής τεχνολογίας.

Παρ’ όλα αυτά, στην πλειονότητά τους οι έρευνες καταναλωτικού αισθήματος, οικονομικής κατάστασης και προσδοκιών απεικονίζουν χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης αλλά και αποδοχής των πολιτικών Μπάιντεν. Στις 2/3 η δημοσκόπηση των New York Times αποκαλύπτει πως «Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων πιστεύει ότι η οικονομία είναι σε κακή κατάσταση». Με τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2024 να πλησιάζουν, κοινωνικοί επιστήμονες και σύμβουλοι στρατηγικής προσπαθούν να εξηγήσουν το αίνιγμα της δυσαρμονίας στατιστικών στοιχείων και πεποιθήσεων.

Μια πρώτη εικασία σχετικά με τη δυσαρέσκεια των καταναλωτών έχει να κάνει με τον πληθωρισμό. Μπορεί οι μισθοί να έχουν αυξηθεί ανάλογα ή και γρηγορότερα από τις τιμές (άρα και η αγοραστική δύναμη), αλλά η καθημερινή παρατήρηση ενός υψηλότερου απόλυτου επιπέδου τιμών δίνει την αίσθηση επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης. Οι καταναλωτές, για παράδειγμα, παρατηρούν σχεδόν καθημερινά τις αυξημένες τιμές στα τρόφιμα αλλά αδυνατούν να αποκρυσταλλώσουν κατά πόσον οι αυξήσεις που βλέπουν με μικρότερη συχνότητα στις μισθούς τους τούς έχουν κάνει σχετικά πλουσιότερους.

Επιπροσθέτως, μια πρόσφατη έρευνα από επιφανή ομάδα οικονομολόγων αποδίδει την καταναλωτική δυσαρέσκεια στο αυξημένο κόστος του χρήματος μετά την αύξηση των επιτοκίων από τη Fed. Οι αυξημένες δόσεις που πλέον απαιτούνται για στεγαστικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες δεν αντιπροσωπεύονται στον δείκτη τιμών καταναλωτή και στον πληθωρισμό. Ετσι, το μέτρο που χρησιμοποιείται ευρέως για να προσεγγιστεί το κόστος ζωής και βαίνει μειούμενο δεν λαμβάνει υπόψη του την παράμετρο αυτή. Καταλήγουν συνεπώς ότι μπορεί η αγοραστική δύναμη του καταναλωτή να αυξάνεται με βάση τον πληθωρισμό, αλλά το επιπλέον κόστος των αυξημένων επιτοκίων συνεχίζει να επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Αυτό μπορεί να εξηγεί γιατί τα επίπεδα ικανοποίησης παραμένουν χαμηλά.

Μια εναλλακτική ερμηνεία αποδίδει την αποσύνδεση στατιστικών και πεποιθήσεων στην πόλωση στις απαντήσεις των οικονομικών ερευνών ανάλογα με την πολιτική προτίμηση. Οι καταναλωτές τείνουν να απαντούν ότι οι οικονομικές συνθήκες είναι καλές όταν το κόμμα τους ασκεί διακυβέρνηση και αντιστρόφως. Καθώς οι απαντήσεις που προέρχονται από τους υποστηρικτές του Δημοκρατικού Κόμματος προσεγγίζουν πιο στενά τα οικονομικά δεδομένα, η τωρινή έντονη δυσαρέσκεια των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων στρεβλώνει αρνητικά το γενικό επίπεδο ικανοποίησης.

Τέλος, μια άλλη απλούστερη εξήγηση δίνει έμφαση στην υστέρηση μεταξύ θετικών οικονομικών στοιχείων και βελτίωσης του οικονομικού κλίματος. Οι καταναλωτές που γενικότερα δεν παρακολουθούν στενά τα στατιστικά στοιχεία χρειάζονται χρόνο μέχρι να αντιληφθούν τις τρέχουσες εξελίξεις και να τις ενσωματώσουν στις απόψεις τους περί της οικονομίας και των προσωπικών τους οικονομικών. Αν ισχύει το τελευταίο, τους επόμενους μήνες στην πορεία προς τις εκλογές θα δούμε μια τόνωση του καταναλωτικού αισθήματος.

Αντιθέτως, μια πιο αιρετική άποψη διατείνεται ότι δεν πρέπει να δίνουμε τόση σημασία σε δημοσκοπήσεις, καθώς περιέχουν υπερβολικό «θόρυβο» από την ατελή πληροφόρηση που λαμβάνει ο κάθε πολίτης. Επιπροσθέτως, προς επίρρωσιν του παραπάνω επιχειρήματος, η πόλωση καθιστά τις έρευνες λιγότερο αξιόπιστες. Αντ’ αυτού μπορούμε να παρατηρήσουμε την καταναλωτική δαπάνη ώστε να σχηματίσουμε άποψη με βάση τι πράττει ο καταναλωτής και όχι τι πιστεύει. Εκεί η εικόνα είναι ξεκάθαρη: οι Αμερικανοί ξοδεύουν από το 2021 και έπειτα σημαντικά παραπάνω από την προϋπάρχουσα τάση.

*O κ. Σταύρος Δ. Μαλκίδης είναι Hayek fellow στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή