Άρθρο Γ. Ζανιά στην «Κ»: Μάθαμε κάτι από την οικονομία της Μεταπολίτευσης;

Άρθρο Γ. Ζανιά στην «Κ»: Μάθαμε κάτι από την οικονομία της Μεταπολίτευσης;

Ανταγωνιστικότητα και αξιοπιστία προς τις αγορές κερδίζεται πλέον μόνο με δημοσιονομική επίγνωση και μεταρρυθμίσεις

5' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Νομίζω πως μια καλή μέθοδος εξαγωγής «διδαγμάτων» από τη μέχρι σήμερα πορεία της οικονομίας της Μεταπολίτευσης είναι η ανάλυση των λόγων που μας οδήγησαν στη μεγάλη κρίση και του τρόπου που αυτή αντιμετωπίστηκε.

Στους ειδικούς τουλάχιστον, πρέπει να έχει πλέον γίνει κατανοητό πως η κρίση οφείλεται στο λάθος αναπτυξιακό υπόδειγμα που ακολουθήθηκε και στηριζόταν κύρια στην κατανάλωση, εισαγόμενων σε σημαντικό βαθμό προϊόντων, με υψηλό δανεισμό κράτους και ιδιωτών. Αυτό με τη σειρά του οφείλεται στο φτηνό χρήμα που έφερε το ευρώ, στη χαλαρή δημοσιονομική επίγνωση πολιτικού συστήματος και λαού, στην επίπλαστη ευδαιμονία που πιστέψαμε πως ανακαλύψαμε με την είσοδό μας στην ΟΝΕ. Ετσι, ήδη το 2008 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έφτασε στο 15% του ΑΕΠ και η χώρα μας βρισκόταν σε αναμονή ξεσπάσματος κρίσης ανταγωνιστικότητας. Μας πρόλαβε όμως η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση.

Τα σκληρά χρόνια που ακολούθησαν, σε συνδυασμό με τους λόγους της κρίσης, λογικά θα πρέπει να μας έχουν παραδώσει κάποια πολύ σημαντικά μαθήματα. Το θέμα όμως είναι αν τα μάθαμε. Μια δεύτερη εισαγωγική παρατήρηση είναι το ποιους αφορά αυτή η «διαδικασία της μάθησης». Εδώ μπορώ να ξεχωρίσω τουλάχιστον τρεις ομάδας «μαθητών»: τους ειδικούς, το πολιτικό σύστημα, τον λαό.

Μάθημα πρώτον:

Με την είσοδο στην ΟΝΕ εγκαταλείφθηκε οριστικά το σύνηθες εργαλείο διόρθωσης, έστω και προσωρινά, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, δηλαδή το εργαλείο της διολίσθησης/υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Επίσης, έπαψε να υπάρχει και ο εθνικός δανειστής έσχατης ανάγκης, ρόλο που πριν από την ΟΝΕ επιτελούσε η Τράπεζα της Ελλάδος. Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης, δανειστής έσχατης ανάγκης υπάρχει αλλά… με μνημόνιο (ESM, OMT). Ανταγωνιστικότητα και αξιοπιστία προς τις αγορές κερδίζεται πλέον μόνο με δημοσιονομική επίγνωση και μεταρρυθμίσεις.

Αυτό το μάθημα το παρακολουθήσαμε. Περιείχε μάλιστα και αρκετές σκηνές τρόμου. Το μάθαμε όμως;

Απάντηση: θα δείξει! Την επιβεβλημένη δημοσιονομική πειθαρχία των μνημονίων μέχρι το 2018 σύντομα ακολούθησε μια πολύ χαλαρή, και επιβεβλημένη σε κάποιο βαθμό, δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Τώρα, υπάρχουν θετικά σημάδια συμμαζέματος. Ελπίζω να συνεχίσουν και να μην εμφανιστούν ξανά Σειρήνες δημοσιονομικής χαλάρωσης ανάλογα με τη συγκυρία. Εξάλλου, απαιτείται σταθερή μείωση του πολύ υψηλού δημόσιου χρέους καθώς τα σημερινά πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του, δεν θα υπάρχουν για πάντα.

Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Κατά τη διάρκεια της κρίσης έγιναν πολλές μεταρρυθμίσεις. Κάποιες από αυτές είχαν μεν υψηλό πολιτικό κόστος αλλά και σχετική ευκολία στην υλοποίησή τους, π.χ. το ασφαλιστικό. Εγιναν επίσης αρκετές μεταρρυθμίσεις ρυθμιστικού περιεχομένου, όπως η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας, τις οποίες ήδη αξιοποιεί ο ιδιωτικός τομέας. Σε τομείς όμως που αφορούν τη λειτουργία του κράτους και την ισχυροποίηση των θεσμών, είμαστε πίσω ακόμη.

Αυτό οφείλεται στις δυσκολίες υλοποίησης αυτών των μεταρρυθμίσεων, καθώς απαιτούν έναν πιο ενεργό ρόλο του κράτους το οποίο χαρακτηρίζεται από χαμηλή αποτελεσματικότητα, στα πολλά συντεχνιακά συμφέροντα που δημιουργήθηκαν στην πορεία της Μεταπολίτευσης και αντιδρούν σε οποιαδήποτε κίνηση αλλαγών κάνοντας μάλιστα πολύ θόρυβο, στη χαμηλή ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων, στη σχετική απροθυμία του πολιτικού συστήματος ν’ αναλάβει πολιτικό κόστος.

Παρά τα «ιδιαίτερα μαθήματα» που κάναμε τα χρόνια της κρίσης, αυτοί που συνειδητοποίησαν τη σημασία των μεταρρυθμίσεων πρέπει να αποτελούν ακόμη μειοψηφία. Αυτό σημαίνει πως, λειτουργώντας πλέον εκτός μνημονίων, το πολιτικό κόστος ανάληψης μεταρρυθμίσεων είναι ακόμη υψηλό και λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάληψή τους.

Γι’ αυτό, ο έμπειρος Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έλεγε κάποιες φορές μέσα στο Γιούρογκρουπ στα χρόνια της βαθιάς κρίσης: «Ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε για να βγούμε από την κρίση. Δεν ξέρουμε όμως, αφού τα κάνουμε, τι να κάνουμε για να εκλεγούμε ξανά». Το θέμα όμως είναι πως σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο γρήγορα, όποιος δεν κινείται μένει πίσω. Γι’ αυτό, το πάντα περιορισμένο πολιτικό κεφάλαιο των κυβερνήσεων πρέπει να καταναλώνεται σε μεταρρυθμίσεις σημαντικής προτεραιότητας για το μέλλον της χώρας.

Μάθημα δεύτερον:

Το αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας πρέπει να στηρίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις επενδύσεις και στην εξωστρέφεια.

Είναι αλήθεια πως η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας ενισχύθηκε την περίοδο της κρίσης. Οι εξαγωγές, σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, υπερδιπλασιάστηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ και πλησίασαν το ποσοστό των εισαγωγών. Ενα αρνητικό χαρακτηριστικό βέβαια είναι πως αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση του τουρισμού. Στις επενδύσεις όμως, υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα, αφού οι καθαρές επενδύσεις είναι μόνο οριακά θετικές και σημαντικά λιγότερες από αυτές στην Ευρωζώνη.

Εκεί που είμαστε «πρωταθλητές» είναι η κατανάλωση. Δυστυχώς, το μάθημα της υπερβολικής κατανάλωσης δεν το μάθαμε. Η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ βρίσκεται σήμερα κοντά στο 70%, εκεί δηλαδή που ήταν και πριν από την κρίση, και λίγο υψηλότερα από τη χρονιά που μπήκαμε στην ΟΝΕ. Στην Ευρωζώνη αυτό το ποσοστό είναι μόνο 52%. Παρά το ότι η κυβέρνηση αντιστέκεται, ευτυχώς θα έλεγα, στις κλήσεις για μείωση των φόρων κατανάλωσης, η τάση των Ελλήνων για κατανάλωση επιμένει.

Επειδή σημαντικό ποσοστό της κατανάλωσης προέρχεται από εισαγωγές, επιμένει και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρά τη μείωση των τιμών ενέργειας. Υψηλή κατανάλωση όμως σημαίνει και χαμηλή αποταμίευση, η οποία μπορεί μεν να έχει επηρεαστεί από τα χαμηλότερα λόγω κρίσης εισοδήματα αλλά φαίνεται πως είναι και πολιτισμικό φαινόμενο. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δύσκολα μπορεί να στηριχτεί σε εθνικούς πόρους, ενώ η εισροή ξένων κεφαλαίων συνήθως μειώνεται ή σταματάει σε περιόδους αβεβαιότητας και αναταραχής. Αυτό το ζήσαμε έντονα την περίοδο της κρίσης. Το επενδυτικό κενό πιστεύω πως θα μειωθεί σημαντικά με τα προς επένδυση ευρωπαϊκά κονδύλια. Η αποταμίευση όμως χρειάζεται προσπάθεια και αλλαγή κουλτούρας.

Τέλος, ένα σημαντικό μάθημα που θα έπρεπε να αποκομίσουμε είναι η ανάγκη για κάποιου βαθμού πολιτική συναίνεση στη διόρθωση σημαντικών μακροχρόνιων προβλημάτων. Αυτός υπήρξε και ένας σημαντικός λόγος, πέραν του μεγέθους του προβλήματος, των δομικών ελλείψεων της Ευρωζώνης και των όποιων λαθών δικών μας και των δανειστών, για το ότι χρειάστηκαν τρία μνημόνια για να βγούμε από την κρίση. Νομίζω πως παρά το ότι σχηματίστηκαν, εξ ανάγκης, μερικές συμμαχικές κυβερνήσεις, με διαφορετική αφετηρία και διαφορετικά αποτελέσματα βέβαια, κατά τη διάρκεια της κρίσης, μάλλον ελάχιστα προχωρήσαμε και σε αυτόν τον τομέα. Οι υπόλοιπες χώρες που μπήκαν σε μνημόνια έδειξαν κάποιο βαθμό πολιτικής συναίνεσης. Αυτός είναι και ένας λόγος που γρηγορότερα επανήλθαν σε μια κανονικότητα.

*Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Eurobank.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή