Αρθρο του Β. Π. Πανουσόπουλου στην «Κ»: Μετάβαση, ασφάλεια και αγορά στη διεθνή στρατηγική για την ενέργεια

Αρθρο του Β. Π. Πανουσόπουλου στην «Κ»: Μετάβαση, ασφάλεια και αγορά στη διεθνή στρατηγική για την ενέργεια

Η Ευρώπη, στον βωμό της ενεργειακής ασφάλειας, φαίνεται να υποβαθμίζει τον ρόλο του διεθνούς εμπορίου και των κανόνων του

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι δεν είμαστε μάρτυρες, τουλάχιστον για την ώρα, μιας νέας ενεργειακής μετάβασης (energy transition). Αλλά είμαστε μάρτυρες της διεύρυνσης – της αύξησης των μορφών και των μεθόδων παραγωγής ενέργειας (energy expansion).

Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο καλύπτουν το 55% της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας, ο άνθρακας και ο λιγνίτης το 27%, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και η πυρηνική ενέργεια το 11% και οι ΑΠΕ μόλις το 7%.

Επιπλέον, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι σε απόλυτους αριθμούς η παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών καυσίμων αυξάνεται αντί να μειώνεται. Η τρέχουσα ημερήσια παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου έχει ήδη ξεπεράσει τα 102 εκατ. βαρέλια το έτος 2024, όταν το έτος 2019 η ημερήσια κατανάλωση ήταν στα 99 εκατ. βαρέλια (στοιχεία OPEC 2024, ΙΕΑ 2024).

Αντίστοιχα είναι τα στοιχεία για την παγκόσμια κατανάλωση του φυσικού αερίου και του άνθρακα. Επιπλέον, οι συνολικές παγκόσμιες εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν το 2023, παρά τη σημαντική μείωση που παρουσίασαν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη (στοιχεία UN 2024).

Η παρατηρούμενη διεύρυνση του κλάδου ενέργειας δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο, Είναι το αποτέλεσμα της αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας, την οποία προκαλούν: η δημογραφική έκρηξη στις αναπτυσσόμενες χώρες και η συμμετοχή τους στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, η οποία συνεχίζει να λαμβάνει χώρα παρά την πολιτική ρητορική.

Η ανάγκη αύξησης της παραγωγής ενέργειας για την ικανοποίηση της αυξανόμενης κατανάλωσης και της διατήρησης της ενεργειακής ασφάλειας έχουν αρχίσει ήδη να επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνήσεων για την ενεργειακή μετάβαση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, πολλές κυβερνήσεις αναθεωρούν και «αναδιατυπώνουν» το νόημα της καθαρής και ασφαλούς ενέργειας, συμπεριλαμβάνοντας πλέον την πυρηνική ενέργεια και το φυσικό αέριο.

Η Ασία και η Αφρική επενδύουν μαζικά σε νέα έργα φυσικού αερίου. Η Κίνα εγκρίνει και ξεκινάει την κατασκευή μεγάλου αριθμού μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, με βασικό καύσιμο τον άνθρακα ή τον λιγνίτη. Με μοναδικό αυτοπεριορισμό τη συγκέντρωση και την αποθήκευση των εκπομπών αερίων ρύπων.

Η Μεγάλη Βρετανία και η Νορβηγία ξεκινούν νέες εξορύξεις και έρευνες στη Βόρεια Θάλασσα, με τη σιωπηρή αποδοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών της Ε.Ε. Η Γερμανία αναζητεί πετρέλαιο και φυσικό αέριο στις αφρικανικές χώρες. Η Ρωσία προχωράει τις έρευνες και την εξόρυξη στην Αρκτική και σύντομα θα την ακολουθήσουν η Νορβηγία και πιθανόν οι ΗΠΑ, μετά την απόφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για περαιτέρω εξορύξεις στην Αλάσκα.

Η Ιταλία ανασύρει το σχέδιο Ματέι για τη σύνδεση και την ανάπτυξη του ενεργειακού της κλάδου με τις χώρες της Αφρικής. Η Γαλλία αναζητεί απεγνωσμένα σταθερή πηγή προμήθειας ουρανίου για τα πυρηνικά της εργοστάσια στις χώρες του Σαχέλ. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Βραζιλίας συνεχίζει τις εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου δίδοντας επιπλέον νέες άδειες για περαιτέρω έρευνες. Οι αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου δραστηριοποιούνται εκ νέου στην Κεντρική και τη Λατινική Αμερική, με θεαματικά αποτελέσματα (βλέπε Γουιάνα, Βενεζουέλα, Αργεντινή).

Για την Ευρώπη η ενεργειακή ασφάλεια, μέχρι πριν από δύο χρόνια, σήμαινε στην πράξη διατήρηση επαρκών αποθεμάτων καυσίμων για την κάλυψη των αναγκών της ευρωπαϊκής αγοράς για περίπου έναν χειμώνα και την τήρηση κανόνων μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περίπτωση διακοπής προμήθειας (διαφοροποίηση πηγών και δρόμων μεταφοράς ενέργειας). Ομως αυτό το πλαίσιο άλλαξε δραματικά την περίοδο 2021-2023.

Η ενεργειακή στρατηγική της Κίνας, πάντως, συνεχίζει να εμπνέεται από το οικονομικό μοντέλο ανάπτυξής της. Επιδιώκει πρώτα την κατάκτηση των διεθνών αγορών ενέργειας και μετά την ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς της. Πώς να δικαιολογήσει άλλωστε ο οιοσδήποτε το γεγονός ότι η πρώτη χώρα σε παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μπαταριών, υλικών κατασκευής έργων ΑΠΕ, βασικών μετάλλων, θέτει στόχο ολοκλήρωσης της ενεργειακής της μετάβασης το 2060; Δέκα χρόνια αργότερα από τη γενική συμφωνία των κρατών- μελών των Ηνωμένων Εθνών και δέκα χρόνια μετά τον χρόνο – στόχο τελικής ενεργειακής μετάβασης των χωρών της Δύσης;

Οι επενδύσεις σε νέους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια δεν είχαν στόχο να αυξήσουν την προσφορά ενέργειας στην Ευρώπη, αλλά να τη διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα. Πολλές φορές με υψηλότερες τιμές και χωρίς να ακολουθούν τους κανόνες της αγοράς. Ομως, αυτές οι επενδύσεις μπορεί να προωθούν την ενεργειακή ασφάλεια σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά δεν ευνοούν την ενεργειακή μετάβαση και την ανάπτυξη της αγοράς.

Τα κράτη της Ευρώπης, η Ε.Ε., στον βωμό της ενεργειακής ασφάλειας φαίνεται να υποβαθμίζουν τον ρόλο του διεθνούς εμπορίου και των κανόνων του. Για πολλούς αναπόφευκτο, λόγω της ενεργειακής στρατηγικής της Ρωσίας, της Κίνας και των χωρών του ΟΠΕΚ+. Αντ’ αυτού, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. προωθούν την ιδέα δημιουργίας διεθνών αλυσίδων προμήθειας καυσίμων, υλικών, προϊόντων, απαραίτητα όλα για την ενεργειακή μετάβαση. Ταυτόχρονα προχωρούν στην πραγματοποίηση κοινών δημοπρασιών αγοράς υλικών και καυσίμων από τις διεθνείς αγορές, αδιαφορώντας για την άποψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.

Ποιος λοιπόν μπορεί υπό αυτές τις συνθήκες να προωθήσει την ενεργειακή μετάβαση, να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη λειτουργία των διεθνών αγορών με προσιτές τιμές για την παγκόσμια οικονομική ευημερία;

Η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας του ΟΟΣΑ αναγνωρίζει πλέον ότι η ενεργειακή ασφάλεια θα είναι ο πρωτεύον παράγων για την επιτυχία του στόχου της ενεργειακής μετάβασης. Γι’ αυτόν τον λόγο επιχειρεί να αυξήσει τις αρμοδιότητές της, καλώντας τα κράτη-μέλη της να αποδεχθούν τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της στα ορυκτά υλικά που είναι απαραίτητα για την κατασκευή έργων ΑΠΕ. (IEA Φεβρουάριος 2024.) Είναι αμφίβολο όμως αν μπορεί να είναι αποτελεσματική, χωρίς τις απαραίτητες κανονιστικές αρμοδιότητες και τους χρηματοοικονομικούς πόρους.

Αν δεν υπήρχε το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, του γεωπολιτικού ανταγωνισμού και του περιορισμένου χρόνου της ολοκλήρωσης της ενεργειακής μετάβασης, οι νεοκλασικές οικονομικές θεωρίες και η οικονομική ιστορική εμπειρία θα ήταν αρκετές για να διασφαλίσουν την υπόθεση και την πρόβλεψη της τελικής επιτυχίας της ενεργειακής μετάβασης. Αλλά αυτά πλέον δεν είναι αρκετά.

*Ο κ. Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι οικονομολόγος – διεθνολόγος, ειδικός επιστήμονας της δημόσιας διοίκησης στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΑΕΥ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή