Tρία στοιχήματα του υπουργείου Οικονομικών για το 2020

Tρία στοιχήματα του υπουργείου Οικονομικών για το 2020

8' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης και η αξιοποίηση των επιστροφών των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών (SMPs και ANFAs) για επενδυτικούς σκοπούς  είναι οι τρεις μείζονες επιδιώξεις της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης για το 2020, τις οποίες θα υπηρετήσει η στρατηγική του οικονομικού επιτελείου, ξεκινώντας από τις αμέσως επόμενες μέρες, διαμηνύουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου.

Η στρατηγική αυτή, ωστόσο,  δεν θα υλοποιηθεί χωρίς δυσκολίες, τόσο  στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μέτωπο. Οι πρώτες τέτοιες δυσκολίες αναμένεται να διαφανούν κατά τις διαπραγματεύσεις της επόμενης, 5ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης,  καθώς αυτές περιλαμβάνουν ένα θέμα μεγάλης πολιτικής ευαισθησίας, την κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ώς το τέλος Απριλίου, όπως έχει δεσμευθεί η κυβέρνηση. Το θέμα αυτό, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των πλειστηριασμών και την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων από τις υποθέσεις του ν. Κατσέλη αναμένεται να κυριαρχήσει στις επαφές με τους θεσμούς, αλλά και στην εσωτερική πολιτική ατζέντα  όλο το  πρώτο τετράμηνο, καθώς η κυβέρνηση θα προετοιμάζει το νέο πλαίσιο για την αφερεγγυότητα των ιδιωτών.

Η 5η αξιολόγηση δεν συνδέεται με εκταμίευση πόρων από SMPs  και ANFAs. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, όμως, θεωρεί ότι αν αυτή στεφθεί με επιτυχία, όπως η προηγούμενη, θα είναι καλύτερα τοποθετημένη στη συνέχεια για να επιτύχει τις επιδιώξεις της, στις διαπραγματεύσεις της με τους θεσμούς για τα πρωτογενή πλεονάσματα και την αλλαγή της χρήσης των SMPs  και ANFAs.

Επίσης, είναι βέβαιο ότι μια καλή αξιολόγηση θα επηρεάσει θετικά τους οίκους αξιολόγησης, που περιμένουν να δουν αν η κυβέρνηση θα υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της, μετά μια καλή αρχή. Ο πρώτος οίκος, ο Fitch, θα δώσει τη νέα του βαθμολογία για την Ελλάδα μεσούσης της αξιολόγησης, στις 24 Ιανουαρίου, ενώ θα ακολουθήσουν τον Απρίλιο η S&P  και τον Μάιο η Moody’s.

Η στρατηγική της κυβέρνησης περιλαμβάνει, επίσης, την παρουσίαση μιας νέας ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους, που θα καταδεικνύει ότι αυτή έχει βελτιωθεί σημαντικά και ότι μια μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν θα τη θέσει σε κίνδυνο. Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας έχει αναφέρει ότι η ανάλυση αυτή θα πραγματοποιηθεί από τον ΟΔΔΗΧ.

Κυβερνητικά στελέχη συμφωνούν ότι ώς τον Μάιο, ενόψει της 6η αξιολόγησης, που συνδέεται με εκταμίευση SMPs και ΑNFAs, θα κορυφωθεί η διαπραγματευτική δραστηριότητα. «Τον Μάιο θα είναι η πιο κρίσιμη αξιολόγηση», υποστηρίζουν.  Αν αποφασιστεί ώς τότε η αλλαγή της χρήσης των κονδυλίων, οι επενδύσεις θα ενισχυθούν με ένα ποσό 1,3 δισ. ευρώ εντός του 2020. Την ίδια περίπου περίοδο, εξάλλου, θα κατατεθεί και το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2021-2024. Η πορεία της ανάπτυξης, αλλά και των δημοσιονομικών μεγεθών μέχρι τότε θα δείξει τα περιθώρια για την εφαρμογή μέτρων ελάφρυνσης. Ηδη, ο κ. Σταϊκούρας έχει προϊδεάσει για περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ, της εισφοράς αλληλεγγύης και των ασφαλιστικών εισφορών.

Ωστόσο, δεν είναι πιθανό να έχει ληφθεί ώς τότε και η απόφαση για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων. Πηγές του υπουργείου Οικονομικών διαμηνύουν ότι  το κλίμα μεταξύ των εταίρων είναι προς το παρόν πολύ ψυχρό στο θέμα αυτό.

Αμυντικές δαπάνες

Το σκηνικό συμπληρώνει το πλαίσιο των γεωπολιτικών κινδύνων που έχουν αυξηθεί το τελευταίο διάστημα. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει πηγή, «αν τεθεί θέμα να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες για λόγους εθνικής ασφάλειας, κανένας δεν θα σκεφθεί τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ». Ο σχεδιασμός φυσικά γίνεται με την παραδοχή ότι δεν θα φτάσουμε ώς εκεί.

Τα δύσκολα «παραδοτέα» της 5ης αξιολόγησης

Η κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας και γενικότερα τα θέματα που συνδέονται με την εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων του ν. Κατσέλη στα δικαστήρια και την επιτάχυνση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών θα είναι μακράν το σημαντικότερο και δυσκολότερο θέμα της 5ης αξιολόγησης, μεταφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου. Η 5η μεταμνημονιακή αξιολόγηση ξεκινάει. Στην κυβέρνηση επιβεβαιώνουν ότι «δεν θα υπάρξει άλλη παράταση της προστασίας της 1ης κατοικίας» μετά το τέλος Απριλίου και ετοιμάζουν ένα νέο πλαίσιο για την αφερεγγυότητα των ιδιωτών, με το οποίο ελπίζουν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των θεσμών –κυρίως της ΕΚΤ– και να περιορίσουν τις όποιες αντιδράσεις στο εσωτερικό μέτωπο.

Η αξιολόγηση έχει φυσικά και άλλα δύσκολα θέματα. Στα χέρια των αρμόδιων στελεχών βρίσκεται ήδη η μακρά λίστα των εκκρεμοτήτων που δεν αποκαλούνται πλέον «προαπαιτούμενα» (prior actions), αλλά «παραδοτέα» (deliverables).

Aνάμεσά τους ξεχωρίζει αυτό των νέων αντικειμενικών και του ΕΝΦΙΑ. Η κυβέρνηση καλείται να τηρήσει τη δέσμευσή της για την ένταξη 3.000 ζωνών στο σύστημα των αντικειμενικών αξιών και την αναθεώρηση των τιμών ώς τα μέσα του 2020. Πηγές του οικονομικού επιτελείου διαβεβαιώνουν ότι η άσκηση θα τελειώσει εγκαίρως. Αλλωστε, η κυβέρνηση ελπίζει ότι αυτή θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο, έτσι ώστε να μπορέσει να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ. Σε υψηλή προτεραιότητα στην ατζέντα των θεσμών, ενόψει της αξιολόγησης, βρίσκεται εξάλλου το θέμα των δημοσιονομικών επιπτώσεων των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις συντάξεις. Στο οικονομικό επιτελείο επιμένουν ότι το όποιο κόστος θα καλυφθεί στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του υπουργείου Εργασίας. Κάνουν αναφορά στη μείωση της ανεργίας και στις αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, ως πιθανές πηγές κάλυψης του κόστους, αλλά το μεγάλο «ατού» είναι τα ψηφισμένα 930 εκατ. ευρώ της «13ης σύνταξης», που θα αναδιανεμηθούν αναλόγως.

Στα εργασιακά, θα ανοίξει και η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό. Δεν είναι ίσως άσχετη η αναφορά του Χρ. Σταϊκούρα ότι στην αύξηση που εξετάζεται θα συνεκτιμηθεί το 11% που δόθηκε προκαταβολικά από την κυβέρνηση Σύριζα. Για τα δημοσιονομικά, το οικονομικό επιτελείο αισιοδοξεί ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα, καθώς τα στοιχεία του Δεκεμβρίου δείχνουν και πάλι ότι υφίσταται υπέρβαση στόχων στα έσοδα, ενώ ήδη υπάρχουν ενδείξεις αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Εκτός «ύλης» της αξιολόγησης, αλλά κορυφαίου ενδιαφέροντος θα είναι η συζήτηση για  την αλλαγή της χρήσης των SMPs και ΑNFAs. Υπάρχουν ακόμη πολλά ερωτήματα, όπως αν μπορούν να μεταφέρονται οι σχετικοί πόροι από χρόνο σε χρόνο, καθώς αυτό θα κρίνει τι είδους επενδύσεις θα χρηματοδοτηθούν. 

Γερμανικό «όχι» για το πρωτογενές

Tρία στοιχήματα του υπουργείου Οικονομικών για το 2020-1

«Μη μας ζητήσετε να μειώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων. Δεν θα μπορέσουμε να το περάσουμε από το Κοινοβούλιό μας και θα βρεθούμε στη δύσκολη θέση να σας πούμε όχι», διαμηνύει το Βερολίνο στην Αθήνα. EPA

«Μη μας ζητήσετε να μειώσουμε τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων. Δεν θα μπορέσουμε να το περάσουμε από το Κοινοβούλιό μας και θα βρεθούμε στη δύσκολη θέση να σας πούμε όχι». Το μήνυμα αυτό, περίπου, έχουν στείλει, ανεπίσημα, στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκπρόσωποι χωρών της Ευρωζώνης, με πρώτη τη Γερμανία.

Βεβαίως, ακόμα η διαπραγμάτευση δεν έχει ξεκινήσει και η κυβέρνηση έχει διαβεβαιώσει ότι θα θέσει οπωσδήποτε το θέμα, με πληροφορίες να αναφέρουν ότι αυτό θα γίνει κάποια στιγμή στο «καυτό» δίμηνο Απριλίου – Μαΐου. Μέχρι τότε ελπίζει ότι μια σειρά εξελίξεων, από τις δημοσιονομικές επιδόσεις μέχρι τον ρυθμό ανάπτυξης, αναβαθμίσεις από οίκους αξιολόγησης και μια νέα ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους, θα ενισχύσουν το οπλοστάσιό της για να πετύχει τον στόχο της.

Ο κ. Σταϊκούρας έχει, μάλιστα, κάνει αναφορά σε μείωση του στόχου στο 2% του ΑΕΠ από 3,5%, αν και κάτι τέτοιο θεωρείται μάλλον διαπραγματευτικό. Επί της ουσίας, πηγές του οικονομικού επιτελείου ελπίζουν στη μείωση κατά 1 μονάδα, στο 2,5% του ΑΕΠ, κάτι που θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο 2 δισ. ευρώ περίπου. «Με 2 δισ. ευρώ», σημειώνουν, «έχεις περιθώρια να μειώσεις την εισφορά αλληλεγγύης, τις ασφαλιστικές εισφορές και το τέλος επιτηδεύματος και να ανεβάσεις τον ρυθμό ανάπτυξης στο 4%», σχολιάζει μια πηγή του οικονομικού επιτελείου. Αλλος οικονομολόγος τοποθετεί τον πήχυ ακόμη χαμηλότερα, στο 0,6%-0,7% του ΑΕΠ, που αντιστοιχεί περίπου και στα έσοδα των SMPs και ANFAs. Ο ίδιος θεωρεί ότι θα είναι μια μακρά διαπραγμάτευση που πιθανότατα θα τραβήξει ώς το φθινόπωρο της φετινής χρονιάς. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο τραπέζι βρίσκεται και σενάριο για μείωση του στόχου όχι για το 3,5% του 2021 και  2022, αλλά για το μεσοσταθμικό 2,2% που είναι ο στόχος για την περίοδο 2023-2060. Κάτι τέτοιο, αναφέρουν οι πληροφορίες, ίσως αντιμετωπισθεί με πιο ευνοϊκό τρόπο από τους δανειστές. Και αυτό γιατί στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, όπως επισημαίνουν, τα πρώτα χρόνια έχουν μεγαλύτερη επίπτωση. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να μειωθούν λιγότερο και οι δύο στόχοι, για το 2021-2022 και ο μεσοσταθμικός στη συνέχεια, ώς το 2060.

Τι κρίνει τη βιωσιμότητα του χρέους

Tρία στοιχήματα του υπουργείου Οικονομικών για το 2020-2

Η τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας χρέους από την Κομισιόν, που περιείχε η έκθεση της 4ης αξιολόγησης, του Νοεμβρίου, βελτίωσε κάπως τα δεδομένα σε σύγκριση με την ανάλυση του Ιουνίου. ΕΡΑ

O ρυθμός ανάπτυξης και το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους είναι τα δύο «κλειδιά» στα οποία ποντάρει η κυβέρνηση για να βελτιώσει την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους των θεσμών και να ξεκλειδώσει έτσι μια θετική απόφαση για τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Η τελευταία ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της Κομισιόν, που περιείχε η έκθεση της 4ης αξιολόγησης του Νοεμβρίου, βελτίωσε κάπως τα δεδομένα σε σύγκριση με την ανάλυση του Ιουνίου, αλλά όχι αρκετά. Ετσι, «χάρισε» στην Ελλάδα περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, στην πρόβλεψη για υποχώρηση του χρέους, προβλέποντας ότι θα πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ 7 χρόνια νωρίτερα, από το 2041 αντί του 2048 που προέβλεπε τον Ιούνιο.

Παρ’ όλα αυτά, οι παραδοχές παρέμειναν απαισιόδοξες. Προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης 1% μεσοπρόθεσμα και επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους 3,7% αντίστοιχα, οι δανειστές συντήρησαν έτσι την πίεση για διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ο υπουργός Οικονομικών αποφάσισε να απαντήσει με μια νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους και ζήτησε από τον ΟΔΔΗΧ να κάνει την άσκηση. Αλλωστε, ο ΟΔΔΗΧ κάνει συστηματικά τέτοιες αναλύσεις. Η τελευταία περιλαμβάνεται στο δελτίο του για τη στρατηγική χρηματοδότησης του χρέους το 2020 (βλ. πίνακα ανωτέρω) και βασίστηκε στις παραδοχές των θεσμών για τον ρυθμό ανάπτυξης, τον πληθωρισμό, το επιτόκιο εξυπηρέτησης χρέους και το πρωτογενές πλεόνασμα (άλλαξε μόνο την πρόβλεψη για το ΑΕΠ του 2020, υιοθετώντας την πιο αισιόδοξη, που περιέχει ο προϋπολογισμός).

Ωστόσο, στον ΟΔΔΗΧ θεωρούν ότι οι παραδοχές αυτές πρέπει να αλλάξουν και κυρίως να χαμηλώσει το επιτόκιο εξυπηρέτησης του χρέους που προβλέπεται στο 3,7% μεσοπρόθεσμα. Οπως υποστηρίζουν, από τη στιγμή που η μεσοσταθμική διάρκεια του χρέους είναι 21 χρόνια και το 95% του υφιστάμενου χρέους είναι σε σταθερό, χαμηλό επιτόκιο, το 3,7% είναι υπερβολικό.

Σημειώνουν, μάλιστα, ότι ακόμη και μια μικρή μείωση της πρόβλεψης αυτής για το επιτόκιο στο 3,6% θα επιτρέψει μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά 4% του ΑΕΠ περίπου, ήτοι κατά 2% του ΑΕΠ για τα επόμενα 2 χρόνια ή κατά 1% του ΑΕΠ για τα επόμενα 4 έτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή