«Είχαμε εντοπίσει τις αστοχίες του συστήματος, αλλά…»
είχαμε-εντοπίσει-τις-αστοχίες-του-συ-562610059

«Είχαμε εντοπίσει τις αστοχίες του συστήματος, αλλά…»

Τα πορίσματα του «Ιανού» που έμειναν στο συρτάρι και τα συστήματα διαχείρισης και έγκαιρης προειδοποίησης που, αν εφαρμόζονταν, θα μπορούσαν να έχουν μετριάσει σημαντικά τις συνέπειες του καταστροφικού περάσματος του «Daniel»

Ακούστε το άρθρο

Ενας ολόκληρος μηχανισμός, ο οποίος αν λειτουργούσε στην Ελλάδα, θα είχε προβλέψει, προειδοποιήσει και προετοιμάσει σε μεγάλο βαθμό τον κρατικό μηχανισμό, φαίνεται πως είναι εξαφανισμένος από την εργαλειοθήκη της Πολιτικής Προστασίας όσον αφορά τα πλημμυρικά φαινόμενα. Ο «Ιανός», που χτύπησε (και) την Καρδίτσα τον Σεπτέμβριο του 2020 με ύψος βροχής 213 χιλιοστά, άφησε πίσω του τρεις νεκρούς και εκτεταμένες υλικές καταστροφές, αλλά και μία παρακαταθήκη πορισμάτων και προτάσεων διαχείρισης τέτοιων φαινομένων που, ως φαίνεται, δεν βρήκαν ακόμα πεδίο εφαρμογής. 

Γνώριζαν τις αστοχίες του υφιστάμενου συστήματος 

«Ολοι κάνουμε προσπάθειες, ο καθένας από την πλευρά του, και μένουν στα συρτάρια», λέει στην «Κ» ο επίκουρος καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Λάμπρος Βασιλειάδης -– μέλος της ομάδας εμπειρογνωμόνων στους οποίους είχε αναθέσει το υπ. Δικαιοσύνης τη διερεύνηση του “Ιανού”, μετά την καταστροφή.

Την αρμοδιότητα για τη διαχείριση είχε η Περιφέρεια Θεσσαλίας, ως εκ τούτου στην πραγματογνωμοσύνη καλούνταν να προβεί σε ενέργειες για τον έλεγχο και τη συντήρηση των υφιστάμενων έργων αντιπλημμυρικής προστασίας, διασφαλίζοντας τη λειτουργία τους και ενδεχομένως προγραμματίζοντας την κατασκευή νέων. «Το δικό μας κομμάτι ήταν να εντοπίσουμε τις αστοχίες του συστήματος», λέει ο κ. Βασιλειάδης. «Τις εντοπίσαμε. Τι έγινε με αυτές δεν το γνωρίζω», επισημαίνει. 

Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις διοικήσεις στα ποτάμια και άρα υπάρχουν και αντικρουόμενα συμφέροντα. Ποιος θα καθορίσει τι πρέπει να γίνει;

Από την προσομοίωση των επιστημόνων κατά τη μελέτη του «Ιανού» δημιουργήθηκαν υδραυλικοί δείκτες που έδειχναν την αντοχή των υφιστάμενων κατασκευών. Τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν τότε ποίκιλλαν ανάλογα με την περιοχή και τη μορφολογία της και περιελάμβαναν στενώσεις κοιτών ποταμών, χωμάτινα ημιμόνιμα αρδευτικά φράγματα -αναχώματα τα οποία δεν είχαν καθαιρεθεί, μη καθαρισμοί ρευμάτων, μη οριοθέτηση ποταμών, έλλειψη ολοκληρωμένης διαχείρισης του ορεινού όγκου της Π.Ε. Καρδίτσας, άρα εμπόδια στη ροή που ενδεχομένως δημιούργησαν πρόβλημα. κ.α. Τα αντιπλημμυρικά έργα που έγιναν από το 1997 έως το 2020 στην περιοχή, αφορούν εργασίες συντήρησης, αποκατάστασης, καθαρισμού και διευθέτησης σε συγκεκριμένες θέσεις αφορούν τοπικές παρεμβάσεις χωρίς να βασίζονται σε ολοκληρωμένο σχέδιο μελέτης αντιπλημμυρικής προστασίας. Στον Παλαμά, αξίζει διερεύνησης αν έχουν γίνει τυχόν επεμβάσεις στα ανάντι (στον πανω ρου του ποταμού) που πιθανώς να επιβάρυναν τα αναχώματα της περιοχής αυτής.

Ωστόσο, εκτός των τεχνικών, σημαντικά προβλήματα που παρατηρήθηκαν ήταν θεσμικά. «Ενα μεγάλο πρόβλημα που διαπιστώσαμε είναι ότι από τα 200 μέτρα και πάνω από το ποτάμι, υπεύθυνη είναι η οικεία δασική υπηρεσία – κάτω από τα 200 μέτρα η Περιφέρεια. Σε ποτάμια που διατρέχουν διαφορετικούς νομούς, αρμόδια είναι η κεντρική διεύθυνση τεχνικών έργων Θεσσαλίας. Υπάρχουν, δηλαδή τουλάχιστον τρεις διοικήσεις στα ποτάμια και άρα υπάρχουν και αντικρουόμενα συμφέροντα. Ποιος θα καθορίσει τι πρέπει να γίνει;», διερωτάται..

Τα σχέδια που έμειναν «ανενεργά»

Τα Σχέδια Διαχείρισης Πλημμυρών που χρηματοδοτήθηκαν από το υπ. Περιβάλλοντος είναι ένα πολύτιμο εργαλείο. Αλλά είναι ανενεργό. Από το 2017 που τα έχουμε δώσει, τι έχουν γίνει μέχρι το 2023;

Οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων για την περιοχή της Θεσσαλίας μετά τον «Ιανό» –κοινοποιημένες στο υπ. Δικαιοσύνης, στην Πυροσβεστική και τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας– δεν αποτελούσαν φυσικά την πρώτη ή μόνη εμβριθή μελέτη που θα συνέβαλλε στην καλύτερη αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων του μέλλοντος. Ο κ. Βασιλειάδης είχε συμμετάσχει μαζί με άλλους επιστήμονες και στην κατάρτιση των Σχεδίων Διαχείρισης Πλημμυρών που χρηματοδοτήθηκαν από το υπ. Περιβάλλοντος. «Με τις ατέλειες που μπορεί να έχει μια έκθεση, αυτά τα σχέδια είναι ένα πολύτιμο εργαλείο. Αλλά είναι ανενεργό. Αυτά που επισημαίναμε στον “Ιανό”, έχουν επισημανθεί και κατά τόπους στα σχέδια διαχείρισης πλημμυρών. Από το 2017 που τα έχουμε δώσει, τι έχουν γίνει μέχρι το 2023; Αναθεωρήθηκαν; Προχώρησαν ένα βήμα παραπάνω στο να κάνουν ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και διαχείρισης;» αναρωτιέται ο κ. Βασιλειάδης. 

«Τα αντιπλημμυρικά έργα είναι δύο ειδών: τα κατασκευαστικά και τα μη κατασκευαστικά. Στα τελευταία εντάσσονται τα σχέδια διαχείρισης κινδύνου», εξηγεί στην «Κ» ο καθηγητής Υδρολογίας στο ΑΠΘ, Αθανάσιος Λουκάς, που συμμετείχε επίσης στην ομάδα κατάρτισης των σχεδίων διαχείρισης πλημμυρών. 

Συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης 

Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι βασική έλλειψη στον τρόπο αντιμετώπισης των πλημμυρών είναι η απουσία συστημάτων που θα μπορούσαν να προειδοποιήσουν για το εύρος της πλημμύρας που έρχεται, να καταδείξουν τα ευάλωτα σημεία, αλλά και να προτείνουν βέλτιστους τρόπους διαχείρισης. «Το ρίσκο δεν μπορούμε να το εκμηδενίσουμε, μπορούμε όμως να έχουμε ένα σχέδιο για να προστατέψουμε τον πληθυσμό. Η έγκαιρη πρόγνωση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και μας δίνει τον χρόνο να το κάνουμε», προσθέτει ο κ. Λουκάς.

Εάν ένα τέτοιο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης λειτουργούσε, δεν θα είχε προβλεφθεί μόνο η κακοκαιρία, αλλά και η πλημμύρα και οι καταστροφικές συνέπειές της θα ήταν δυνατόν να προληφθούν. 

«Εμείς δεν έχουμε συστήματα έγκαιρης διάγνωσης. Θα έπρεπε να υπάρχουν τέτοια συστήματα παρακολούθησης και πρόγνωσης του πλημμυρικού κινδύνου και να λειτουργούν και ως σύστημα λήψης αποφάσεων», υπερθεματίζει ο κ. Βασιλειάδης και εξηγεί τις ελλείψεις του «Δάρδανος ΙΙ», δηλαδή του σχεδίου αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών και διαχείρισης συνεπειών από την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων. 

«Είχαμε εντοπίσει τις αστοχίες του συστήματος, αλλά…»-1

Το σχέδιο «Δάρδανος ΙΙ» έχει τέσσερα στάδια και ένα από αυτά αφορά τις ενέργειες πριν από την εκδήλωση του φαινομένου. Οπως αναφέρει ο κ. Βασιλειάδης: «Το τι κάνεις πριν από το φαινόμενο σ′ το λέει το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης. Τώρα έχουμε το 112, όμως αυτό που ζητάμε εμείς δεν είναι το 112, αλλά ένα σύστημα ώστε να γνωρίζουμε η βροχή τι παροχή θα μας δώσει και πού θα σπάσει», λέει. «Φανταστείτε ένα μοντέλο που θα παίρνει την πληροφορία από τον δορυφόρο και θα δίνει τη βροχή που αναμένεται, θα τη βάζουμε τότε στο υδρολογικό μας μοντέλο και θα βλέπουμε πώς συμπεριφέρεται και πού θα πλημμυρίσει». Εάν ένα τέτοιο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης λειτουργούσε, δεν θα είχε προβλεφθεί μόνο η κακοκαιρία, αλλά και η πλημμύρα και οι καταστροφικές συνέπειές της θα ήταν δυνατόν να προληφθούν. 

Μηχανισμός ολοκληρωμένης διαχείρισης 

Από πλευράς του ο Χρίστος Καραβίτης, κοσμήτορας και καθηγητής της Σχολής Περιβάλλοντος και Γεωργικής Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, περιγράφει στην «Κ» πώς θα έπρεπε να λειτουργεί στην Ελλάδα ένας μηχανισμός ολοκληρωμένης διαχείρισης πλημμυρών, που σε πολλές άλλες χώρες αποτελεί καθεστώς στις αρμόδιες υπηρεσίες. «Η αρχή πρέπει να γίνει με τη βροχομετρική πληροφορία, που σημαίνει πυκνό δίκτυο μετεωρολογικών σταθμών οι οποίοι να είναι online, σε συνεχή λειτουργία με αντίστοιχη τράπεζα δεδομένων και αντίστοιχο πληροφοριακό σύστημα. Επειτα, η μεταφορά της πληροφορίας σε συστήματα λήψης αποφάσεων τα οποία θα προσομοιάσουν από πριν το μέγεθος της πλημμύρας και θα μπορούν να δείξουν ανά πάσα στιγμή σε ένα γεωγραφικό σύστημα πληροφόρησης, σε έναν χάρτη δηλαδή, την έκταση και πώς θα εξαπλωθεί η πλημμύρα. Ακολουθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης των πλημμυρών. Ποιοι ειδοποιούνται πρώτα, ποιες υπηρεσίες επεμβαίνουν και πότε, σε τι ύψος βροχόπτωσης, σε ποια περιοχή. Αν στο τέλος όλα αυτά αποτύχουν, ποια περιοχή πρέπει να εκκενωθεί».

Οι προγνώσεις των μετεωρολόγων που υποτιμήθηκαν

«Είχαμε εντοπίσει τις αστοχίες του συστήματος, αλλά…»-2

Την Παρασκευή 1η Σεπτεμβρίου, πάντως, οι προγνώσεις από τους Μετεωρολογικούς Σταθμούς Δικτύου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/meteo.gr έδειξαν κάτι σπάνιο για την εποχή. «Γνωρίζαμε πως η κακοκαιρία “Daniel” θα πλήξει τη Θεσσαλία και αρκετές περιοχές της Ελλάδας από την Παρασκευή, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουμε την
ανάρτηση σχετικών ειδοποιήσεων μεσω της ιστοσελίδας μας
», επισημαίνει στην «Κ» ο Σταύρος Ντάφης, επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/meteo.gr. Ο ίδιος σημειώνει πως τα μετεωρολογικά «εργαλεία» βραχυπρόθεσμης πρόληψης λειτούργησαν και στη συνέχεια ενημερώθηκαν οι τοπικοί φορείς ώστε να «οχυρωθούν». Υπήρχε ωστόσο μία διχογνωμία στα μετεωρολογικά μοντέλα, με αποτέλεσμα να μην είναι σίγουρο αν κάποιες περιοχές θα δεχτούν τόσο μεγάλα ύψη βροχής (που εντέλει δέχτηκαν), όπως η βόρεια Θεσσαλία. 

Αν γινόντουσαν παρατηρήσεις εδάφους από τους υδρολόγους, θα γνωρίζαμε πόσα ύψη βροχής θα πέσουν σε κάθε ποτάμι κι έτσι θα υπολογίζαμε ποια περιοχή θα πλημμυρίσει και πότε.

«Αν είχαμε υδρολογικά προγνωστικά μοντέλα και γινόντουσαν παρατηρήσεις εδάφους από τους υδρολόγους, τότε θα γνωρίζαμε ουσιαστικά πόσα ύψη βροχής θα πέσουν σε κάθε ποτάμι κι έτσι θα υπολογίζαμε ποια περιοχή θα πλημμυρίσει και πότε. Καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό στο κομμάτι της πρόληψης», εξηγεί στη συνέχεια ο κ. Ντάφης, παραδεχόμενος πως στο μέλλον πρέπει υδρολόγοι να εργάζονται από κοινού μαζί με μετεωρολόγους σε τέτοιου είδους έντονα καιρικά φαινόμενα με πολλαπλές συνέπειες. 

Απουσία θεσμοθετημένου φορέα 

Από την τραγωδία στη Θεσσαλία έγινε σαφές ότι μετά την πρόγνωση των μετεωρολόγων δεν υπάρχει κάποιος αρμόδιος φορέας που να ενημερώνει την Πολιτική Προστασία σχετικά με τον κίνδυνο πλημμύρας σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο και άρα να μπορεί να προτείνει ένα σχέδιο διαχείρισης της καταστροφής. 

Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή στο εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάπτυξης Υδατικών Πόρων της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών στο ΕΜΠ, Ανδρέα Ευστρατιάδη, αφενός δεν υπάρχει ένας οργανωμένος θεσμικός φορέας σε αυτό το σκέλος, αφετέρου τις όποιες αρμοδιότητες έχουν οι ειδικοί είναι κατακερματισμένες. «Από τη μία έχουμε τους μετεωρολόγους και από την άλλη έχουμε την Πολιτική Προστασία. Είναι σαφές πως δεν υπάρχει ένας αρμόδιος φορέας από υδρολόγους που να μπορούν να κατευθύνουν την πολιτεία αφότου τα μετεωρολογικά μοντέλα δείξουν αυξημένο κίνδυνο πλημμύρας εξαιτίας ισχυρών βροχοπτώσεων», λέει ο ειδικός προσθέτοντας πως στο εξωτερικό οι ανάλογοι φορείς λειτουργούν πολύ καθοριστικά στο σκέλος της προειδοποίησης και της πρόληψης. «Ωστόσο, εδώ απέχουμε πολύ από το να υλοποιηθεί μία τέτοια υπηρεσία». Το αποτέλεσμα είναι, παρότι υπάρχουν τα διαθέσιμα εργαλεία, να μην είναι δυνατή η πρόληψη και η γρήγορη προειδοποίηση της κοινωνίας σε περίπτωση κινδύνου πλημμύρας.  

Χάρτες επικινδυνότητας: Aπό τη θεωρία στην πράξη, μία… Θεσσαλία δρόμος

«Είχαμε εντοπίσει τις αστοχίες του συστήματος, αλλά…»-3
Χάρτης μέγιστης πιθανής επίπτωσης πλημμύρας από ποταμιαίες ροές για περίοδο επαναφοράς χιλιετίας.

Παρ′ όλα τα παραπάνω, η χώρα μας διαθέτει εδώ και χρόνια χάρτες κινδύνου πλημμύρας, οι οποίοι καταρτίζονται στο πλαίσιο οδηγίας της ΕΕ και αναθεωρούνται κάθε 7 χρόνια (η επόμενη αναθεώρηση θα είναι το 2024). Σύμφωνα με τον κύριο Ευστρατιάδη, στον χάρτη περιλαμβάνονται σενάρια ακραίων βροχοπτώσεων (βροχή 50ετίας, 100ετίας, ακόμη και χιλιετίας), ενώ έχουν καταρτισθεί και εξειδικευμένοι χάρτες που καταλήγουν σε σενάρια σχετικά με τα βάθη κατάκλυσης περιοχών, δεδομένου πως η επικινδυνότητα πλημμυρικών φαινομένων εξαρτάται και από τη ροή του νερού. 

«Η πρωτοφανής βροχόπτωση που έφερε η κακοκαιρία “Daniel” υπάρχει ως σενάριο στους χάρτες κινδύνου πλημμύρας και κατά πάσα πιθανότητα ενσωματώνεται στο μοντέλο της βροχής της χιλιετίας», επισημαίνει ο ίδιος. Ωστόσο από τη θεωρία στην πράξη το χάσμα είναι τεράστιο, καθώς, παρά το γεγονός πως υπάρχει το σενάριο στους χάρτες, δεν σημαίνει πως έχουν γίνει τα απαραίτητα αντιπλημμυρικά έργα προκειμένου να αντέξουν τόσο μεγάλα ύψη βροχής. 

«Οι χάρτες περιλάμβαναν και προέβλεπαν διάφορες δράσεις στη Θεσσαλία, όπως κατασκευές δεξαμενών ανάσχεσης πλημμύρας στα ορεινά, δεξαμενές συγκράτησης και παραμονής νερού, καθώς και πολλά συνδυαστικά έργα, με στόχο να συγκρατήσουν ένα πλημμυρικό φαινόμενο. Ωστόσο είναι κοινώς αποδεικτό πως τέτοιου είδους κλίμακας έργα είναι αδύνατον να κατασκευαστούν, καθώς τόσο από τεχνικής άποψης είναι ακατόρθωτο, ενώ το κόστος είναι εξωπραγματικό», επισημαίνει ο κ. Ευστρατιάδης, τονίζοντας πως αποδεικνύεται εκ του πρακτέου πως τα έργα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής δεν μπορούν να «αντέξουν» τόσο σφοδρά καιρικά φαινόμενα. 

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ειδικά στη Θεσσαλία μερικά έργα ενδεχομένως να ανακουφίσουν μία περιοχή και να επιβαρύνουν μία άλλη, οπότε θα έπρεπε να είχε δοθεί πρωτίστως έμφαση στην κατασκευή έργων με στόχο τη συγκράτηση μίας ενδεχόμενης πλημμύρας, καθώς γνωρίζουμε πως, αν έφτανε η πλημμύρα κάτω στον Πηνειό, θα ήταν πια αργά.

*Δορυφορική εικόνα: Maxar Technologies/via REUTERS

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ

Χάρτες διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή