Το ραντεβού μας είχε ακυρωθεί ήδη μία φορά και φοβόμουν ότι κινδύνευε να ακυρωθεί και δεύτερη. Ήταν η πιο βροχερή μέρα του χειμώνα, μάς απειλούσαν οι μετεωρολόγοι με πλημμύρες και καταποντισμούς. Πού να τον κατέβαζα τον άνθρωπο από Κυψέλη Μοσχάτο; Πήρα ένα αγχωμένο τηλέφωνο, αλλά ο Χρήστος Χωμενίδης ήταν ψύχραιμος.
— Θα τα καταφέρετε σήμερα;
— Ναι, φυσικά. Κοίτα, το θεωρώ και λίγο υπερβολικό όλο αυτό που γίνεται…
Μετά από λίγες ώρες, έχουμε ραντεβού στα Κανάρια, το παλιό ταβερνάκι στις Τζιτζιφιές. Φτάνω νωρίς. Το μαγαζί είναι άδειο – λόγω του πανικού που σκόρπισαν οι ειδήσεις, είχαν πολλές ακυρώσεις. Η αυλή μπροστά στο μαγαζί, που την άνοιξη και το φθινόπωρο είναι γεμάτη κόσμο, τώρα είναι σκοτεινή και άδεια, αλλά και πάλι μοιάζει περιέργως φιλόξενη. Έχει μια αύρα σπιτική, σαν να επιστρέφεις στο εξοχικό της γιαγιάς σου. Δεν λείπουν ούτε οι βαμμένες γλάστρες από παλιούς τενεκέδες φέτας. Στο κέντρο, μια δροσοΐσκιωτη συκιά. Προσπερνώ γρήγορα και μπαίνω μέσα. Όλα το ίδιο φροντισμένα και νοικοκυρεμένα, στοιχισμένα στη θέση που τους αναλογεί. Το παλιό χειροποίητο ψυγείο ελληνικής κατασκευής του ’64, η ζυγαριά του ’59 όπου μέχρι και σήμερα ζυγίζουν τα ψάρια, η παλιά σόμπα πετρελαίου, αναμμένη στο φουλ. Η ξύλινη εξωτερική πόρτα που βρήκε το ’38 ο παππούς της οικογένειας σε μια γκρεμισμένη μονοκατοικία στον Πειραιά. Όλα διατηρημένα σαν σε μουσείο, αν εξαιρέσεις ότι είναι σε χρήση, απόλυτα λειτουργικά. Ακόμα και τα κρασοβάρελα, που τα περισσότερα είναι 50-60 ετών, δεν είναι διακοσμητικά. Κάθε Σεπτέμβρη που έρχεται ο βαρελάς ξεκρεμιούνται, πλένονται, στυφάρονται και συντηρούνται για να γεμίσουν ξανά μούστο από τα Μεσόγεια (Σαββατιανό) και τη Νεμέα (Ροδίτη και Αγιωργίτικο). Λευκό και ροζέ είναι το κρασί που φτιάχνουν, σε συνεργασία με έναν οινοποιό.
Διαβάστε τη συνέχεια στον Γαστρονόμο