Τα «Φώτα της πόλης» πέφτουν στο Rex

Τα «Φώτα της πόλης» πέφτουν στο Rex

Το «Κ» παρακολούθησε τον ηθοποιό Προκόπη Αγαθοκλέους να μεταμορφώνεται στο είδωλό του, Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ ετοιμάζεται για τον ρόλο της ζωής του στη διασκευή του Εθνικού στα «Φώτα της πόλης».

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H Aμάλια Μπένετ, χορογράφος, ηθοποιός και σε αυτή την παράσταση σκηνοθέτις, στη διάρκεια της πρόβας τον φωνάζει «Τσάρλι». «Ακούω σε αυτό το όνομα», μου λέει ο Προκόπης Αγαθοκλέους καθώς ετοιμάζεται για τη συνέντευξή μας. Η δουλειά της μέρας μόλις τελείωσε. Ένας ένας οι υπόλοιποι ηθοποιοί των σκηνών που παρακολούθησα –ο  Έκτορας Λυγίζος και η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, ο εκατομμυριούχος δηλαδή και το τυφλό κορίτσι–, οι μουσικοί, με επικεφαλής τον συνθέτη Θοδωρή Οικονόμου στο πιάνο, οι τραγουδιστές Σαβίνα Γιαννάτου και Μίκης Παντελούς χαιρετούν και φεύγουν. Ο «Τσάρλι» αλλάζει ρούχα στο σκοτεινό πίσω μέρος της πλατείας, ανάμεσα στα τελευταία καθίσματα. Πηγαινοέρχεται από τη σκηνή στον διάδρομο και πάλι στη σκηνή και στα παρασκήνια σβέλτος κι αθόρυβος. Θυμίζει χορευτή. Τα ρούχα χωμένα σε μια μεγάλη τσάντα, ένα τίναγμα των ώμων, χαλάρωμα του αυχένα, τέντωμα της σπονδυλικής στήλης· το σώμα του αλλάζει στάση και σχήμα σε δευτερόλεπτα. Ο Προκόπης Αγαθοκλέους, πρωταγωνιστής στην παράσταση Τα φώτα της πόλης, που βασίζεται στην περίφημη βωβή κινηματογραφική κωμωδία του Τσάπλιν, δεν είναι πια ο Σαρλό, τόσο πειστικός στον ρόλο του επί σκηνής, τόσο τρυφερός και αστείος. Τώρα είναι ο εαυτός του και ετοιμάζεται να κουβεντιάσουμε για το ίνδαλμά του, τον Τσάρλι Τσάπλιν, και αυτόν τον ρόλο στην καινούργια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου που δίνει σάρκα και οστά σε έναν πολύχρονο καλλιτεχνικό έρωτα.

Τα «Φώτα της πόλης» πέφτουν στο Rex-1
Τριμάροντας το χαρακτηριστικό μουστάκι του Σαρλό, λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Εθνικού ενδεδυμένος τον ρόλο του Αλητάκου.

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΣΑΠΛΙΝ

«Έχω δει πολλές φορές τη συγκεκριμένη ταινία, πολλές ταινίες του Τσάπλιν, ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη δουλειά του, διάβασα τη βιογραφία του», λέει αρχίζοντας τη συζήτηση. «Όλα ξεκίνησαν τυχαία: ένα ζευγάρι μεγάλο νούμερο παπούτσια κι ένα φαρδύ παντελόνι. Έτσι προέκυψε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό περπάτημα του πιγκουίνου. Ήρθε ως ανάγκη στο σώμα του δημιουργού του, δεν του επιβλήθηκε», εξηγεί αναφερόμενος στον χαρακτήρα του Σαρλό. Καθώς περιγράφει τα σκληρά παιδικά χρόνια του Τσάπλιν, τη σχεδόν τραυματική πρώτη έξοδό του στη λονδρέζικη σκηνή του βαριετέ κατά το τέλος του 19ου αιώνα, την κατοπινή συμμετοχή του σε θιάσους, ταυτόχρονα ξαναγίνεται μπροστά μου ο ρόλος του.

Αυτή η μεταμόρφωση από τον Σαρλό στον Αγαθοκλέους και πάλι πίσω συμβαίνει ακαριαία. Και επαναλαμβάνεται πολλές φορές στη διάρκεια της συνέντευξης. Η κίνηση του είναι απαραίτητη για να εξηγήσει πώς ο Αλητάκος βγαίνει από μέσα του, πώς χτίζεται στη σκηνή σιγά σιγά: «Είναι μια χορογραφία που πρέπει κάθε μέρα να γεννιέται από την αρχή, για να διατηρήσει τη φρεσκάδα της πρώτης φοράς. Αλλά το θέατρο από μόνο του είναι αυτό το πράγμα. Αυτό δεν είναι;»

Μεγάλωσε σε ένα χωριό τριακοσίων κατοίκων της επαρχίας Λεμεσού, στον Αρακαπά. «Μου άρεσε πάντα να υποδύομαι ρόλους, έφτιαχνα ασταμάτητα μικρά αυτοσχέδια σκετσάκια. Μια φορά πήγαμε οικογενειακώς στο σινεμά και είδαμε τον Πινόκιο. Γυρίζοντας στο σπίτι, έστησα ένα πρόχειρο εργαστήρι για μαριονέτες, με ξύλα από αυτά που είχαμε για το τζάκι. Τους έβαζα χέρια, πόδια, μύτες και ζήτησα από τη μάνα μου παλιά παιδικά ρουχαλάκια. Γενικά, έμπαινα συνέχεια σε φανταστικές καταστάσεις, έκανα ας πούμε τον πυροσβέστη κι άναβα μια φωτίτσα για να είναι πιο αληθινό – επικίνδυνα πράγματα δηλαδή. Ήμουν κάπως αεικίνητος κι ακόμη είμαι, έχω πολύ ζωντανό σώμα», σχολιάζει.

Πέρασε στο Εθνικό Θέατρο με υποτροφία, ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 2010 και ήδη έναν χρόνο νωρίτερα είχε την πρώτη συνεργασία με τον εικαστικό, χορογράφο και σκηνοθέτη Δημήτρη Παπαϊωάννου, στην παράσταση Πουθενά. Δούλεψαν ξανά μαζί στο Still Life και έφυγαν για ευρωπαϊκή περιοδεία μέχρι το 2017. Στο μεταξύ, ο Αγαθοκλέους είχε μπει στο δυναμικό του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου (ΘΟK), εργάστηκε στην Κύπρο και επέστρεψε στην Ελλάδα για τον Θόδωρο Τερζόπουλο και την παράσταση Τρωάδες του Ευριπίδη που είδαμε στο αρχαίο θέατρο των Δελφών το 2018. Το 2019 πρωταγωνίστησε στον Ριχάρδο Γ΄ του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία του Πάρι Ερωτοκρίτου, στον ΘΟΚ. Παρά τη χορευτική του εμπειρία, δεν έχει κάνει σπουδές χορού. «Είχα ανέκαθεν μια ευκολία με την κίνηση και στη συνέχεια την καλλιέργησα. Με ευχαριστεί να δουλεύω με το σώμα μου, είναι το μέσο που μεταφέρει αυτό που είμαι εγώ πάνω στη σκηνή», εξηγεί. «Αυτό το αεικίνητο σώμα είναι ένα χάρισμα, αλλά μπορεί να γίνει και μειονέκτημα για τον Τσάρλι. Στη συγκεκριμένη κωμωδία, εκτός από τα κωμικά gags –την παντομίμα, τις αστείες κινήσεις, τις γκριμάτσες, τα κουτρουβαλιάσματα– υπάρχουν πολλά ψυχολογικά στοιχεία, πολλές παύσεις».

Τα «Φώτα της πόλης» πέφτουν στο Rex-2
Στιγμιότυπο από τις πρόβες στη σκηνή του Εθνικού.

ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Οι πρόβες της παράστασης έχουν ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο. Στα σύντομα διαλείμματα επιστρέφει στο σπίτι του, στην Κύπρο, και στην οικογένειά του. Τα δύο του παιδιά, τριών και πέντε ετών, όταν φεύγει για την Αθήνα, λένε: «Ο μπαμπάς πάει να γίνει Τσάπλιν Τσάπλιν».

Μου εξηγεί ότι «όλη η οικογένεια κάνει μια θυσία για να μπορέσω να παίξω αυτόν τον ρόλο. Αλλά από τη στιγμή που μου έγινε η πρόταση, δεν μπορούσα να αρνηθώ. Τι με ένωσε με τον Τσάπλιν; Ο καθαρός έρωτας που νιώθω γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη. Ο ενθουσιασμός που αισθάνομαι όταν βλέπω τη φιγούρα του, τις ταινίες του. Και η αγάπη στη δουλειά μου. Προφανώς είχα προβληματισμούς και δισταγμούς –πώς μπορείς να πλησιάσεις εκείνον παραμένοντας ο εαυτός σου;–, αλλά δεν τους άφησα να με εμποδίσουν». 

Έτσι δέχτηκε και έγινε μέλος αυτού του θιάσου, που έχει μεγάλη όρεξη για δουλειά. Με φόντο το οικονομικό Κραχ της Αμερικής, τα Φώτα της πόλης είναι μια ξεκαρδιστική κωμωδία και ταυτόχρονα μια αστική παραβολή, ένα έργο-καθρέφτης της τραχιάς μεσοπολεμικής περιόδου, το οποίο αποθεώνει την ασυμβίβαστη ζωή, την ανιδιοτελή προσφορά και τον έρωτα χωρίς όρια. Η μεταφορά της ταινίας στη θεατρική σκηνή απαιτεί μια σύγχρονη ματιά στο κλασικό αριστούργημα, με ευφάνταστα μέσα. Η πρόβα που παρακολούθησα ήδη ρέει απρόσκοπτα, οι επαναλήψεις κάθε σκηνής «κουρδίζουν» ακόμη καλύτερα το σύνολο: μουσικούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές. Η Αμάλια Μπένετ, που εδώ δοκιμάζεται στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, ήταν καθηγήτρια του Αγαθοκλέους στη σχολή του Εθνικού. Η σλάπστικ κωμωδία, η οποία άνθησε την εποχή του βωβού κινηματογράφου, βασίζεται καθαρά στις σωματικές κινήσεις του ηθοποιού. Η έμφαση δίνεται στη χειρονομία και στην παντομίμα, καθώς ο λόγος απουσιάζει. Κάθε κίνηση αποτελεί ευκαιρία για αυτοσχεδιασμό, χωρίς ταυτόχρονα να χάνεται η ισορροπία την οποία απαιτεί η σύνθεση. Η τελειομανία του Τσάπλιν, που έκανε αμέτρητες επαναλήψεις μέχρι κάθε σκηνή να μοιάζει αυθόρμητη και κάθε αστείο πηγαίο, γίνεται πηγή αστείρευτης έμπνευσης. «Είναι από μόνο του πολύ μαγικό να το εξερευνήσει κανείς. Μπήκα σε αυτό έτοιμος να ξαναγεννηθώ», λέει ο Αγαθοκλέους.

Τα «Φώτα της πόλης» πέφτουν στο Rex-3
Στιγμιότυπο από τη φωτογράφιση για την προωθητική καμπάνια της παράστασης. © Karol Jarek 

ΚΑΠΕΛΟ, ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ, ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Σε κάθε σκηνή αυτοσχεδιάζουν και πειραματίζονται μέχρι να πετύχουν τη σωστή ροή. «Γεννάμε κινήσεις, τις δοκιμάζουμε και σιγά σιγά προχωράμε. Σκοπός είναι να μη μοιάζει στημένο, να είναι πολύ δημιουργικό», εξηγεί. Η μόνη του απαίτηση στην παραγωγή όταν άρχισαν οι πρόβες ήταν να έχει εγκαίρως τα τρία απαραίτητα στοιχεία του χαρακτήρα που υποδύεται: το καπέλο, το μπαστούνι και τα τεράστια παπούτσια. 

«Το μπαστούνι είναι το κέντρο, το καπέλο η κορυφή και τα παπούτσια η βάση του ρόλου», λέει. «Χωρίς αυτά τα τρία δεν μπορεί να συμπληρωθεί η φιγούρα του Αλητάκου και να δημιουργηθεί η κίνηση. Χωρίς αυτά τα τρία, εγώ ως ηθοποιός δεν θα μπορούσα να πετύχω στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την κίνηση και τη σιλουέτα». Τι δουλειά κάνει το καθένα από αυτά; «Το καπέλο χαιρετάει ανθρώπους κι άψυχα αντικείμενα, για παράδειγμα μια καρέκλα που πέφτει κάτω, ένα έπιπλο πάνω στο οποίο σκουντουφλάει. Οπότε έχουμε την κορυφή του σώματος που συμπεριφέρεται αυτόνομα και διαρκώς κινείται. Έχουμε το μπαστούνι, που είναι ζωντανό σαν την ουρά του σκύλου. Το μπαστούνι του Σαρλό είναι όλη του η ψυχή. Αν χαρεί, αυτό κάνει κυκλάκι. Άλλες φορές το μπαστούνι λυγίζει ή σηκώνεται κάθετο στον αέρα, εκφράζοντας όλα τα συναισθήματα του κατόχου του. Και στη βάση είναι τα παπούτσια, το βάδισμα: ανοιχτά ισχία, τα πέλματα στραμμένα προς τα έξω, σε μια πρώτη θέση του μπαλέτου, και μια μικρή λόρδωση στον κορμό από τον αριστοκράτη που κρύβει μέσα του αυτός ο Αλητάκος».

Μιλώντας για τον Τσάπλιν, μου θυμίζει και πάλι το ξεκίνημά του: Όταν ο μικρούλης φτωχός Τσάρλι μάζεψε από τη σκηνή τα κέρματα που του πετούσαν οι θεατές ευχαριστημένοι, εκείνοι γελούσαν περισσότερο με το αστείο πιτσιρίκι. Τα Φώτα της πόλης είναι μια καθαρόαιμη κωμωδία, αλλά με τους όρους μιας ιδιοφυΐας που μπορούσε ταυτόχρονα να σε κάνει να γελάς και να λυπάσαι μέχρι δακρύων. Κι αυτό είναι μεγάλη πρόκληση. «Το θέατρο είναι μεγάλη χαρά, το λέω και συγκινούμαι λίγο. Αλλά το θέατρο είναι και λύπη», λέει ο Αγαθοκλέους. «Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πονάει, αλλά μετά έρχεται η λύτρωση. Είμαι 35 ετών, εργάζομαι ως ηθοποιός δώδεκα χρόνια κι είναι πολλές οι φορές που έχω απογοητευτεί από τις εργασιακές συνθήκες, τα οικονομικά προβλήματα, την αγωνία του βιοπορισμού, ιδίως από τη στιγμή που έκανα οικογένεια. Θυσίες αλλά και ανταμοιβή που γεμίζει την ψυχή».

ΙΝFO
→ Τα φώτα της πόλης, από 23 Νοεμβρίου στο Θέατρο Rex – Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη. n-t.gr, προπώληση εισιτηρίων στα ταμεία του Εθνικού Θεάτρου (Κτίριο Τσίλλερ και Θέατρο Rex) και στην ticketservices.gr.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT