Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»

Ο Γιάννης Ξανθούλης έγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή της σπουδαίας τραγουδίστριας και φίλης του. Μόλις το τελείωσε, μας υποδέχθηκε σπίτι του να μας τη γνωρίσει. Ακολούθησε μια συνέντευξη με γλυκές αναμνήσεις, τρυφερότητα, εναλλαγές συναισθημάτων αλλά και στιγμές έντασης – ακριβώς όπως ένα τραγούδι της Μαρινέλλας

16' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι άνοιξη του 2010. Μπαίνω στο θέατρο Παλλάς και περιμένω στην ουρά για την παράσταση Μαρινέλλα – Το μιούζικαλ. Δύο κυρίες πίσω μου, πιασμένες αγκαζέ, αναρωτιούνται αν η φωνή της θα βγαίνει όπως πρέπει. «Είναι και μιας κάποιας ηλικίας…», επισημαίνει η μία. Μισή ώρα μετά, η Μαρινέλλα έδινε μερικές από τις πιο απίστευτες ερμηνείες που έχω ακούσει σε ζωντανό θέαμα, λαμπερή, δραματική, με ένα συναίσθημα, μια άρθρωση και μια εκφραστικότητα πέρα από κάθε περιγραφή. 

Βλέπω βιντεάκια από πρόσφατες εμφανίσεις της. «Το έχει» ακόμα. Με ταρακουνάει. Με σπρώχνει στην εξιδανίκευση του έρωτα κι από εκεί πίσω στα νηπιακά μου χρόνια και στον δίσκο Τολμώ, που οι γονείς μου άκουγαν από το πικάπ του καθιστικού. Ακόμα και σε τραγούδια απλώς καλά (όχι σπουδαία δηλαδή) η Μαρινέλλα πετάει! Ακούστε, π.χ., πώς απογειώνει το ρεφρέν του Αν σ’ αγαπούσα πιο λίγο. Βάζεις δέκα ευρώ και σου επιστρέφει διακόσια. Ειλικρινά απορώ πώς γίνεται κάποιος να σνομπάρει μια τέτοια τραγουδίστρια, επειδή δεν ακούει ελληνικά ή επειδή ανήκει σε άλλη εποχή. Πώς γίνεται να σνομπάρει δηλαδή το ίδιο το ανθρώπινο πάθος, την υπέρβαση της καρδιάς και την αποτύπωση αυτής της στιγμής σε ένα ρεφρέν. 

Αυτές τις μέρες, η Μαρινέλλα έρχεται ξανά στην επικαιρότητα με μια βιογραφία διά χειρός Γιάννη Ξανθούλη. Το Μαρινέλλα: Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια (εκδ. Διόπτρα) ξετυλίγει το κουβάρι μιας πλούσιας ζωής, που αρχίζει στη Θεσσαλονίκη του 1938, περνάει μέσα από την ιστορία του μοντέρνου μας τραγουδιού, στέκεται σε έρωτες, μεγάλες δυσκολίες και μεγάλες δόξες, για να φτάσει μέχρι την τραπεζαρία του Ξανθούλη. Εκεί όπου η 85χρονη σήμερα τραγουδίστρια μοιράζεται αναμνήσεις με τον φίλο της, πάνω από ένα πιάτο φακές. Χωρίς να αποφεύγει ορισμένα παινέματα προς την ηρωίδα του και κάποια προσωπικά του βιογραφικά στοιχεία που ένας φαν της Μαρινέλλας ίσως θεωρήσει αχρείαστα, ο Ξανθούλης πετυχαίνει κάτι σημαντικό: να χωρέσει την ιστορία μιας τραγουδίστριας, μιας γυναίκας και μιας εποχής σε ένα βιβλίο που δεν κουράζει ούτε στιγμή. Προσωπικά, το διάβασα σε δύο μέρες. Το ρούφηξα. Η δε αίσθηση ότι απευθύνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες με έκανε να το βιώνω σαν ένοχη απόλαυση. Όταν πια βρέθηκα στο σπίτι του συγγραφέα στο Κολωνάκι, για να συναντήσω τη μούσα του και τον ίδιο, ένιωσα έναν αέρα παλιάς Αθήνας να με φυσάει, ένα αναζωογονητικό αεράκι με ευωδιές λουλουδιών. Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες… 

Λέω σε μια φίλη: «Θα πάρω συνέντευξη από τη Μαρινέλλα». Και μου λέει: «Και τι δεν έχει ζήσει αυτή η γυναίκα»… Το νιώθετε έτσι; Το νιώθετε ότι έχετε ζήσει μια πλούσια ζωή;  

Μ.: Κοίτα, έχω ζήσει πολλά, είναι αλήθεια. Ξέρεις τι παρατηρώ; Πολλοί άνθρωποι ζουν και δεν καταλαβαίνουν ότι ζουν. Λένε «ρε πώς περάσανε τα χρόνια»… Σαν να μην τα έχουν ζήσει. 

Η καλύτερη περίοδος της ζωής σας ποια ήταν;

Μ.: Όλες οι περίοδοι είναι καλές. Με τις δυσκολίες τους, με όλα. Απλώς, όταν μια δυσκολία μεγαλώνει και από τόση γίνεται τόση [σ.σ.: μου δείχνει με το χέρι], πρέπει να διογκωθείς κι εσύ ως άνθρωπος, να καταλάβεις τι συμβαίνει και να το προλάβεις, να μη μεγαλώσει κι άλλο. Πολλές φορές ήμουν μόνη μου και έλεγα στον εαυτό μου: «Πρόσεξε, δεν θα σε αγγίξει αυτό, δεν θα σε αγγίξει το άλλο».

Γ.Ξ.: Στη ζωή σου, Μαρινέλλα, ήσουν πάντα σολίστ.

M.: Ναι! Μπράβο, Γιάννη. Αυτό είναι. Μου άρεσε να είμαι σολίστ. Βάλ’ το τίτλο αυτό στη συνέντευξη. «Μαρινέλλα: Μια ζωή σολίστ». 

Έχετε πει ότι σας αγχώνει πολύ η σκέψη πως μια μέρα η ζωή σας θα γίνει ταινία, γιατί θα είναι γεμάτη ανακρίβειες… 

M.: Καμία βιογραφική ταινία δεν είναι ακριβής. 

Μυστικά έχετε; 

Μ.: Όλοι έχουμε. Μη χειρότερα… Θες να σ’ τα πω;

Υπάρχει ένας έρωτας στη ζωή σας που κράτησε πέντε-έξι χρόνια και ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο, χωρίς να κατονομάζεται…

M.: Από σεβασμό το έκανα. Ο κόσμος το ξέρει αυτό το πρόσωπο. Δεν κρυβόμασταν. Δεν ήταν μυστικό. Κατά τα άλλα, μυστικά έχουμε όλοι. Κι εσένα αν κάνω έτσι και ξύσω την ψυχή σου, κάτι θα βρω. Πρέπει να τα πούμε αβέρτα στην εφημερίδα; 

Γ.Ξ.: Καθένας μπορεί να ξέρει περισσότερα για μένα ή για σένα, γιατί καθένας έχει διαφορετική εντύπωση.

Ναι, γράφετε κάτι ωραίο για την κυρία Μαρινέλλα στην εισαγωγή: «Υποψιαζόμουν ότι όλοι ήξεραν κάτι παραπάνω από μένα γι’ αυτήν». 

Γ.Ξ.: Βεβαίως. Αλίμονο. Άλλη Μαρινέλλα ξέρει η Βάνα, που τη ζει στο σπίτι, άλλη ο παραγωγός της, Φίλιππος Παπαθεοδώρου, που την ξέρει από παιδί, άλλη εγώ.

Μ.: Θα γίνει κάποτε η ζωή μου ταινία, όταν δεν θα υπάρχω (και δόξα τω Θεώ που δεν θα υπάρχω, για να μην τη δω). Θα βρουν μία που να μου μοιάζει… Αν και αποκλείεται να βρουν.

Γ.Ξ.: Κάτι θα υπάρχει…

M.: Ε, δεν γίνεται, αγάπη μου! Εγώ είμαι ένα ιδιαίτερο άτομο, λίγο τρελό, λίγο παρορμητικό… Θέλω και το ραχάτι μου. Είδες τι σας είπα στην αρχή; Μη με αγχώνετε! Τώρα, αν εσύ μου κάνεις μια ερώτηση, εγώ σου απαντάω και εσύ σκέφτεσαι την επόμενη και θέλεις να με διακόψεις πριν τελειώσω… Αυτό είναι ένα ελάττωμα που έχετε όλοι οι δημοσιογράφοι. Δεν αφήνετε τον άλλο να τελειώσει. Επίσης, αλλιώς λέμε κάτι και αλλιώς βγαίνει όταν τυπώνεται στο μελάνι. Κατάλαβες; Γι’ αυτό σου λέω. 

Πάμε λίγο πίσω. Γεννηθήκατε στη Θεσσαλονίκη. Τι εικόνες σάς έρχονται από τα παιδικά σας χρόνια;

M.: [σ.σ. κατσουφιάζει] Τα λέμε στο βιβλίο. Μην πούμε τα ίδια.  

Ωραία, πού θέλετε να πάμε;

Μ.: Πουθενά. Καλά είμαστε εδώ. 

Πείτε μου για το ψευδώνυμο «Μαρινέλλα». Σας το κόλλησε ο τραγουδοποιός Τόλης Χάρμας το 1956, από το ομώνυμο τραγούδι του. Σας άρεσε και το κρατήσατε; 

Μ.: Καθόλου! Είχα στον νου μου ότι αυτό που έκανα ήταν για δύο-τρεις μήνες. Να πάω στο κέντρο να τραγουδήσω, να βγάλω κάνα φράγκο και να γυρίσω στο σπίτι μου. Και μου λένε: «Θα σε πούμε Μαρινέλλα». Βρε, δεν πα να με πείτε και Κατσιβέλα… Εγώ κοίταγα το ρολόι μου, να φεύγω νωρίς. «Τι τραγούδια ξέρεις;» μου λέγανε. Δεν είχα τραγουδήσει ποτέ στη ζωή μου λαϊκό. Δεν είχα ιδέα. 

Γ.Ξ.: Τότε ποιο τραγούδι λέγαμε λαϊκό, Μαρινέλλα; Το ρεμπέτικο;

Μ.: Λαϊκά ήταν του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Παπαϊωάννου. Επίσης, παίζανε στο πάλκο ο Χιώτης, ο Μητσάκης, ο Τζουανάκος και ο Ζαμπέτας. Ήταν τέσσερις βαρβάτοι [γέλια]. Και μετά υπήρχαν τα αρχοντορεμπέτικα, που έλεγαν ο Γούναρης, το Τρίο Κιτάρα, η Μάγια Μελάγια, ο Μαρούδας. Όχι ο Πολυμέρης, πρόσεξε. Τότε υπήρχε διαχωρισμός. Να μπει μπουζούκι στην παλιά Αθήνα; Στο πλακιώτικο σαλόνι; Ποτέ. Λίγο μετά μπήκαν, βέβαια, στο πλακιώτικο σαλόνι ο Χιώτης και ο Μητσάκης, που έβγαινε με παπιγιόν. Είχε τότε και μια γκομενίτσα εκεί, Μαριάννα νομίζω την έλεγαν. Όλες φορούσαν το ίδιο φουστάνι. Δεν είναι περίεργο; Το ίδιο σχέδιο: στενή μεσούλα και μεγάλος ποπός. Σαν σχήμα αχλαδιού. Θυμάμαι τη Λάουρα, τη Ζωζώ Σαπουντζάκη… Τότε οι τραγουδίστριες ήταν ζουμερές. Τα skinny δεν τα θέλανε καθόλου. Τέλος πάντων. Μετά εμφανίστηκαν οι τραγουδιστές των μπουάτ.

Γ.Ξ.: Πάμε πια στη δεκαετία του ’60…

Μ.: Άνθρωποι που έκαναν πρόγραμμα μόνο με μία κιθάρα. Ο τελευταίος των Μοϊκανών ήταν ο Γιάννης Αργύρης. Αχ! Έφευγα τρεχάτη από το Zoom, έτρεχα στην Αδριανού και ανέβαινα στην Απανεμιά να τον ακούσω. Δεν ήταν μόνο τραγουδοποιός. Ήταν και καλός ερμηνευτής. Είχε μια χροιά πρωτόγνωρη για μένα. [σ.σ. τραγουδάει το κουπλέ του Κάποιος γιορτάζει]. Όλο το φοιτηταριό μαζευόταν στον Αργύρη. 

Γ.Ξ.: Ναι, καλέ. Κι εμείς πηγαίναμε.

Μ.: Μέχρι τέλους έμεινε ο Γιάννης! Τέλος πάντων. Κάποτε υπήρχαν διαχωρισμοί. Μετά τα κάνανε όλα ένα. Αρχοντορεμπέτικο, έντεχνο, λαϊκό, ποπ. Όλα ένα. 

Στο βιβλίο υπάρχει η ιστορία της γνωριμίας με τον Καζαντζίδη. Είχε έρθει να σας ακούσει στο μαγαζί όπου τραγουδούσατε. Θυμάστε τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάξατε;

M.: Δεν ήταν πολύ ομιλητικός ο Στέλιος τότε. Μας γνώρισε ο Στελλάκης Ζαφειρίου. Λέω: «Φεύγω, σας χαιρετώ, γιατί το πρωί έχω ψάρεμα με τον πατέρα μου». Με το που ακούει ψάρεμα ο Καζαντζίδης, λες και κάτι τον τσίμπησε: «Ψαρεύεις; Έχετε βάρκα; Και πάτε οι δυο σας με τον μπαμπά σου; Μπορώ να έρθω κι εγώ;». «Μπορείς», λέω. Πήγα σπίτι κατά τις τέσσερις, ρώτησα τον πατέρα μου αν μπορεί να έρθει μαζί μας ένας τραγουδιστής που γνώρισα και γύρω στις έξι φύγαμε.

Δεν βγήκατε κανονικό ραντεβού δηλαδή…

Μ.: Όχι, καλέ! Μπήκαμε στη βάρκα και βγήκαμε στον Θερμαϊκό. Το καλύτερο δόλωμα ήταν το μαμούνι, όπως το λέγαμε. Γιατί ήταν ζωντανό. Πιάναμε κυρίως τσιπούρες. «Να έχεις υπομονή», έλεγε ο πατέρας μου. «Και παρακαλώ, μη ρίξετε στάχτη μέσα στη βάρκα». Τρέλα με την καθαριότητα! Είχαμε αφήσει τα παπούτσια κάτω από την κουπαστή. Περπατούσαμε ξυπόλυτοι σε έναν ωραίο μουσαμά και μετά, πριν βγούμε έξω, καθαρίσαμε τη βάρκα από τα λέπια. Αυτά ήταν τα ραντεβού μας.

Να φύγουμε από τον Καζαντζίδη ή να μείνουμε;

M.: Καλέ, γιατί να μείνουμε; Τι να κάνουμε τόσο; 

Υπήρξατε η πρώτη τραγουδίστρια που «σηκώθηκε από την καρέκλα», αλλάζοντας έτσι τους κανόνες του νυχτερινού θεάματος. Θυμάστε πότε και πού έγινε για πρώτη φορά αυτό; 

M.: Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Σηκωνόμουν από παλιά. Απλώς στα λαϊκά έπρεπε να είμαι καθιστή. Ευτυχώς, δεν έκανα μεγάλο ποπό. Ξέρεις τι θα πει να κάθεσαι κάθε βράδυ τόσες ώρες; Ξέρεις πώς πρήζονται τα πόδια σου; Λοιπόν, άλλη ερώτηση, καλή. Μη με πας πάλι στo βιβλίο… 

Γράφει κάτι εύστοχο ο κύριος Ξανθούλης: «Η Μαρινέλλα είναι η πιο γιούνισεξ τραγουδίστρια». Νομίζω υπήρξατε η πρώτη σταρ στην Ελλάδα με κοντό μαλλί, παντελόνι και πουκάμισο…

M.: Ναι. Τα παντελόνια τα έβαλα γιατί μου πετούσαν πιάτα και μου μάτωναν τα πόδια. Κάτι πήγαν να μου πουν τότε, ότι είμαι λεσβία…

Σήμερα το λέμε ανδρόγυνο look…

M.: Ε, να, είδες κάτι ωραία κοσμητικά επίθετα που βάζουν. Ταμπέλες. Άκου τώρα, ανδρόγυνο look. 

35 Γεύματα

Το Μαρινέλλα: Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια γράφτηκε σε 35 γεύματα. Η Μαρινέλλα κατέβαινε από την Κηφισιά στο σπίτι του Γιάννη Ξανθούλη μεσημεριανές ώρες, με τις κατσαρόλες της. Έτρωγαν μαζί (όσπρια κυρίως) και μοιράζονταν αναμνήσεις. Στη δική μας συνάντηση η ίδια δεν θέλει να μιλήσει πολύ για το βιβλίο («θα τα διαβάσουν»). Ούτε για τα παλιά θέλει να μιλήσει πολύ. Τα βαριέται. Πέραν του Ξανθούλη, στην παρέα μας βρίσκονται έξι ακόμα άνθρωποι, άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι, οι οποίοι αισθάνομαι ότι την αγχώνουν. Ότι τη δυσκολεύουν να ανοιχτεί και τη βάζουν στη διαδικασία να δώσει κάποιου είδους παράσταση. Έτσι το αισθάνομαι εγώ. Μπορεί να κάνω και λάθος. Σε μια ερώτηση αναφέρομαι στην κόρη της, την οποία έφερε στον κόσμο το 1973, χωρίς γάμο. Είναι μια γνωστή, αξιέπαινη ιστορία, κόντρα στις προκαταλήψεις της εποχής, η οποία αναφέρεται τόσο στο βιβλίο, όσο και σε πρόσφατες συνεντεύξεις της. Σήμερα, όμως, η Μαρινέλλα αρνείται να μιλήσει για το θέμα, γιατί «δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανακατεύουμε τα παιδιά μας». Ενοχλημένη, με συμβουλεύει να μη ρωτάω τέτοια πράγματα σε συνεντεύξεις γενικά. Την καταλαβαίνω. «Πάμε στο σήμερα», λέω. Όμως έχει ήδη σηκωθεί όρθια. «Ρώτα τον Γιάννη κάποια πράγματα», μου κάνει και βγαίνει στη βεράντα.

Κύριε Ξανθούλη, πόσο σας δυσκόλεψε αυτή η βιογραφία;

Γ.Ξ.: Ήταν δύσκολο βιβλίο… Πρώτα πρώτα επειδή ήξερα τη Μαρινέλλα. Ή νόμιζα πως την ήξερα. Τελικά ήξερα ένα μέρος της. Είναι μια προσωπικότητα που υπερβαίνει τα τραγούδια. Εγώ έπρεπε να βρω τη χρυσή τομή στη σχέση μας, πάνω απ’ όλα. 

Είχατε στο μυαλό σας ότι πρέπει να ευχαριστήσετε πολλούς; Την ίδια,τους θαυμαστές της, τους αναγνώστες σας, τον εκδοτικό οίκο…

Γ.Ξ.: Όχι. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τσιγκλήσω τον εαυτό μου. Γι’ αυτό υπάρχω κι εγώ μέσα. Γράφω, π.χ., τι έκανα την εποχή που η Μαρινέλλα έβγαινε σε περιοδεία με ένα μπουλούκι. Ή το 1956, την εποχή που ξεκινούσε την καριέρα της στο κέντρο Πανόραμα. Δεν την ήξερα βέβαια τότε. Αλλά ήξερα το τραγούδι από το οποίο πήρε το όνομά της. Ύστερα άρχισα να τη βλέπω στα εξώφυλλα του περιοδικού Ντομινό. Δεν το έπαιρνα, μάθαινα όμως όλα αυτά που έγραφε για τη Μαρινέλλα και τον Καζαντζίδη από τη μοδίστρα μας. Tη Μαρινέλλα τη γνώρισα τελικά το 1980. Ήταν πλέον ένα οπτικοακουστικό φαινόμενο. Ώσπου μετά από πολλά χρόνια, ένα βιβλίο μου, το Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες, έγινε τηλεοπτική σειρά από τον Κώστα Κουτσομύτη και η Μαρινέλλα υποδύθηκε τη Μαρίκα Σουέζ. Αυτό λοιπόν έφερε μια «κουμπαριά». Πέρασαν 23 χρόνια από τότε και παραμείναμε φίλοι. Οπότε κάποια στιγμή έπεσε η ιδέα ενός βιβλίου για τη ζωή της. Η συνεργασία κύλησε αρμονικά. Ερχόμασταν εδώ, λέγαμε διάφορα πράγματα… Ξεφεύγαμε κιόλας. Ας πούμε, μου έλεγε για την Μπέλλου και εγώ της διηγούμουν τη φοβερή συνάντησή της με τον ηθοποιό Κρίστοφερ Λι στο Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, ο οποίος ήταν θαυμαστής της. 
(Στο σημείο αυτό η Μαρινέλλα επιστρέφει στη θέση της.)

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-1
Η Μαρινέλλα με τον συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη, στο σαλόνι του τελευταίου στο Κολωνάκι, ανάμεσα στα βιβλία του. Φωτ. ΘΑΛΕΙΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

M.: Τι λέτε;

Γ.Ξ.: Στην Μπέλλου είμαστε.

Μ.: Αχ, Γιάννη, προχθές κάνω μια έτσι στο YouTube και μου βγαίνει ένα βίντεο που τραγουδάμε με την Μπέλλου. Μια κιθάρα, ένα μπουζούκι κι ένα μπάσο. Υπέροχο!

Γ.Ξ.: «Καλώς τη Μαρινέλλα!», φωνάζει μόλις σε βλέπει. Σε αγαπούσε πολύ. 

Οι πολύ δικοί σας άνθρωποι σας φωνάζουν Μαρινέλλα;

Μ.: Ναι, όλοι! Κανείς δεν με λέει Κική ή Κυριακή. Ούτε τα ξαδέρφια μου. 

Η καθημερινότητά σας πώς είναι;

Μ.: Ξυπνάω πέντε το πρωί, το πολύ έξι. Κάθομαι, πίνω λίγο καφέ. Λίγο μετά ξυπνάει η αδερφή μου στο δωμάτιό της. Βγαίνουμε στο μπαλκόνι, συζητάμε, ακούμε τα πουλιά…

Γ.Ξ.: Διηγείστε όνειρα;

Μ.: Βεβαίως! Αυτό το είχαμε και παλιά. Καθόμασταν όλη η οικογένεια μαζί το πρωί και λέγαμε τα όνειρα που είδαμε. Αλλά και τα νέα της γειτονιάς. Ήταν η πρωινή μας εφημερίδα. Μπορεί να αφιερώναμε και δύο ώρες το πρωί στην κουζίνα. 

Γ.Ξ.: Σκέψου πόσο χρόνο είχε ο κόσμος…

Μ.: Μεγάλο τετράγωνο παλιό τραπέζι, ξύλινο. Κάτω στο πάτωμα, μωσαϊκό. «Έλα, μωρέ Κατινάκι», έλεγε η μάνα μου. «Πες κανένα ψέμα». Τα όσπρια τα μαγειρεύαμε πρωί πρωί, γιατί έπρεπε να ξεκουραστεί το φαΐ. Αυτά ως προς τα παλιά. 

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-2
Τη δεκαετία του ’40, μαθήτρια με φιόγκο στη Θεσσαλονίκη.

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-3
Με την αδερφή της Λούλα Παπαδοπούλου στην Αθήνα.

Σήμερα ξέρω ότι η οικογένεια εξακολουθεί να είναι τα πάντα για σας…

Μ.: Τα πάντα! Μαζευόμαστε ευτυχώς συχνά και τρώμε. Δεκαπέντε, δεκαέξι άτομα. Και πέφτει γέλιο. Δυστυχώς, η οικογένεια λιγοστεύει. Αραιώνει. Έχουμε βεβαίως τα εγγόνια, τα οποία συμπληρώνουν τις καρέκλες που αδειάσανε.

Στο Κέντρο κατεβαίνετε;

Μ.: Όχι. Κατέβαινα πολύ παλιά, όταν δεν είχε τόσο κόσμο. Κόσμο άγνωστο. Κόσμο ξενόγλωσσο. Προχωράς στον δρόμο και δεν ακούς ελληνικά, το καταλαβαίνεις; Όχι ότι με ενοχλεί… Αλλά λέω, τι έγινε; Πάω να διαβάσω ταμπέλες και βλέπω αγγλικά, κινέζικα, ρώσικα. Άλλαξε ο καιρός… Την Πειραιώς δεν θέλω να την κατεβώ καθόλου. 

Γ.Ξ.: Eγώ νομίζω τη Μαρινέλλα πρώτη φορά την είδα στην οδό Βαλαωρίτου. Φορούσες κάποτε μοντγκόμερι; 

Μ.: Nαι, βέβαια.

Γ.Ξ.: Σε είδα ένα βροχερό απόγευμα με το μοντγκόμερι και κάτι γυαλιά, εκεί μεταξύ Αμερικής και Βουκουρεστίου.

Μ.: Τι λες, ρε θηρίο;… 

Γ.Ξ.: Η Μαρινέλλα έμενε τότε στην Αστυδάμαντος, στο Παγκράτι. 

Μ.: Και πιο παλιά έμενα παρακαλώ κάτω από την Πατησίων, στην Οινόης. 

Γ.Ξ.: Απέναντι ήταν ένα μπουρδέλο που κάθε βράδυ είχε αναμμένο φωτάκι. Και έλεγε η μαμά της στον μπαμπά της: «Βρε Γιώργο, έχουν ξεχάσει το φως ανοιχτό, θα τους έρθει ένας λογαριασμός…». Και απαντούσε ο κύριος Γιώργος: «Βρε, τι στεναχωριέσαι; Εμείς θα το πληρώσουμε; Άσε τους ανθρώπους, μπορεί να έχουν λόγο…».

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-4
Με τον Καζαντζίδη σε κέντρο της Λάρισας.

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-5
Μεγάλη παρέα ύστερα από παράσταση. Διακρίνονται ανάμεσα σε άλλους η Μάρθα Καραγιάννη και ο Κώστας Βουτσάς.

Η άλλη Μαρινέλλα 

Κάτι που πολλοί μπορεί να μη γνωρίζουν για τη Μαρινέλλα είναι ο αυτοσαρκασμός της – σε πλήρη κόντρα με τον δραματικό χαρακτήρα των ερμηνειών που την καθιέρωσαν (Άνοιξε πέτρα κ.λπ.). Θυμάμαι σε εκείνη την παράσταση στο Παλλάς το 2010, έκανε πλάκα με στίχους τραγουδιών της. Αλλά και με την ίδια της την κινησιολογία: τις χαρακτηριστικές κυκλικές κινήσεις των χεριών, που έγιναν σήμα κατατεθέν της στις πίστες. Όταν η συνέντευξη τελειώνει, ρωτάει αν θα δώσουμε λίγο χρόνο να τη βάψουν, «για να οικοδομήσουν την Ακρόπολη».

Ο τρόπος που σηκώνεται να φάει σοκολατάκι και κάθεται ξανά, ο τρόπος που φωνάζει-γελάει-τσακώνεται και με μεγάλα μάτια όλο περιέργεια ζητάει να μάθει τι απεικονίζει το τατουάζ της Θάλειας της φωτογράφου, θυμίζουν μικρό παιδί· υπερκινητικό, ζωηρό, ανεξέλεγκτο. Αναρωτιέμαι πώς νιώθει αυτό το παιδί όταν όλος ο κόσμος το πλησιάζει με δέος. 

Πολλές φορές, όταν αναφερόμαστε σε εσάς, χρησιμοποιούμε λέξεις όπως «μύθος», «ντίβα», «θρύλος» κ.ά. Υπάρχουν στιγμές που σας βαραίνει αυτός ο θαυμασμός και αποζητάτε μια επί ίσοις όροις κουβέντα ή συναναστροφή με έναν νέο άνθρωπο που γνωρίζετε;

Μ.: Αναφέρθηκες στα νέα παιδιά, και καλά έκανες. Όλα αυτά τα χρόνια, είναι δυνατόν το κοινό μου να είναι το ίδιο; Έχουν πεθάνει όλοι οι παλιοί μου ακροατές και όλοι οι παλιοί μου φίλοι. Μην κοιτάς που εγώ ζω και υπάρχω. Χτύπα ξύλο… Λοιπόν. Εγώ υπάρχω. Γιατί θέλω να υπάρχω. Τώρα, αν με κουράζουν τα «μύθος», «ντίβα» κ.ά… Δεν θα πω τη λέξη «κουράζουν». Με αφήνουν παντελώς αδιάφορη. Δεν μου άρεσαν ποτέ όλοι αυτοί οι υπέρτιτλοι: ντίβα, Εκάβη, θεά… Είμαι μια απλή τραγουδίστρια, που προσπαθεί εκεί πάνω να είναι καλή. Αν κατάφερα κάτι, είναι να ανεβαίνω σιγά σιγά, έστω και μισό σκαλοπατάκι κάθε φορά. Ανά περιόδους, το κοινό πήγαινε σωρηδόν σε έναν καλλιτέχνη και τον ανέβαζε στα ύψη. Μιλάω γι’ αυτό που έγινε στην Αλίκη, στον Βοσκόπουλο, στον Ξανθόπουλο. Εγώ δεν έγινα ποτέ μόδα. Είχα πολύ και σταθερό κόσμο. Υπήρχε μια κατάθεση.

Τι εννοείτε «κατάθεση»;

Μ.: Τι εννοώ «κατάθεση»: Κάνω καλά σπίρτα. Δεν θα τα νοθεύσω για να πουλήσω πιο φτηνά και να βγάλω λεφτά. Αυτή είναι η κατάθεση. Έχω μια «ζημία», αλλά κερδίζω μόνιμο πελάτη τον Γιάννη. Μόνιμο πελάτη τον Βύρωνα. Κατάλαβες; Όλα μου τα χρόνια έχω κάνει κατάθεση. Τώρα, το ότι είμαι λίγο απότομη… Λίγο «τσαντίλας»… Εγώ ευχαριστώ τον Θεό που με έκανε έτσι, παρορμητική. Φωνάζω, κάνω, αλλά όλο αυτό τι κρύβει; Κρύβει μια ζωντάνια. Υπάρχω. Υπάρχω, ρε παιδί μου! Προηγουμένως σου μίλησα λίγο απότομα. Πιθανόν να θύμωσες, πιθανόν να…

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-6
Στο πρώτο σπίτι της, στο Παγκράτι.

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-7
Στην πίστα με φόρεμα υψηλής ραπτικής.

Δεν θύμωσα…

Μ.: Όχι, όχι, είναι σωστό αυτό που σκέφτομαι. Μπορεί να σε στεναχώρησα. Αλλά στο βάθος σου θα το εκτιμήσεις. Και από αυτά που σου είπα, ίσως κρατήσεις πέντε-έξι πράγματα και πεις στο μέλλον: «Είχε δίκιο». 

Έχετε πάντα δίκιο;

Μ.: Όχι. Βεβαίως όχι! Τι είμαι, χαζή; Να, τώρα ας πούμε, βλέπω πώς με κοιτάνε εδώ όλοι και σκέφτομαι: «Τι θα λένε οι άνθρωποι μέσα τους;». 

Μήπως να τους διώξουμε;

Μ.: Τώρα που τελειώσαμε; Και πού θα πάνε δηλαδή; Καλύτερο θέατρο από αυτό πού θα βρούνε;

Μαρινέλλα: «Εγώ υπάρχω, γιατί θέλω να υπάρχω»-8
Φωτ. ΘΑΛΕΙΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

Τhe Marinella Playlist

Πολυσύχναστοι και πιο ερημικοί σταθμοί από ένα μακρύ ταξίδι.

→ Πάλι θα κλάψω (1970)
→ Πυρετός (Κάθε γνωριμία) (1971)
→ Κι ύστερα (1975)
→ Δε φταίμε εμείς (1978)
→ Ποτέ να μη χαθείς απ’ τη ζωή μου (1979)
→ Καμιά φορά (1983)
→ Είσαι παντού και πουθενά (1985)
→ Τηλεφωνώ (1987)
→ Παραδείγματος χάριν (1988)
→ Αφιερώνω (1997)

Προδημοσίευση

Έχω μια θολούρα για το 1967 και το 1968, ενώ συμβαίνουν καθοριστικά για την πορεία μου πράγματα…» λέει η Μαρινέλλα. «Ίσως γιατί ένιωθα να βρίσκομαι σε έναν επικίνδυνο ανήφορο, παλεύοντας πια για τα προς το ζην και για καριέρα… Πέρα από το ότι, λόγω Χούντας, δεν έκανα τη δεύτερη περιοδεία στη Σοβιετική Ένωση, εκείνο τον καιρό ετοιμαζόμασταν μαζί με τον Νίκο Ξανθόπουλο να πάμε για έναν ολόκληρο μήνα στην Αυστραλία. Θα πετούσαμε με την εταιρεία “Quantas” πρώτα στο Περθ και μετά Σίντνεϊ, Μελβούρνη, Καμπέρα και λοιπά». Η πτήση ήταν για τις 21 Απριλίου. Φυσικά αναβλήθηκε λόγω της νέας κατάστασης. Άντε τρεξίματα στην οδό Μπουμπουλίνας και στήσιμο στην τεράστια ουρά για να μας δώσουν άδεια. Ξεροσταλιάζαμε από τις τέσσερις τα ξημερώματα. Μας πέρασαν κανονικά από κόσκινο, κάνοντάς μας ερωτήσεις τεράστιας ευφυΐας και πρωτοτυπίας, όπως “Γιατί πάτε στην Αυστραλία;”. Δεν ξέρω τι απάντησα, όμως εντέλει πείστηκαν τα σαΐνια της Ασφάλειας πως ήμασταν του τραγουδιού και πετάξαμε. Έναν μήνα στην Αυστραλία, δίνοντας απανωτά συναυλίες και μπαινοβγαίνοντας σε αεροπλάνα, ήταν κανονικό σκότωμα. Αλλά όταν είσαι στο παρά πέντε των τριάντα, όλα τα αντέχεις…».

ΙΝFO → Η βιογραφία Μαρινέλλα: Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια, με την υπογραφή του Γιάννη Ξανθούλη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα στις 18/10.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή