Μαρινέλλα: Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα «μύθος»

Μαρινέλλα: Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα «μύθος»

Μόνο όταν βγαίνω να τραγουδήσω, νιώθω ότι «φτάνω» στο κοινό – Kάτω από τη σκηνή δεν είμαι τίποτα

7' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πρόσεχε τον Αντώνη, σε παρακαλώ, μην τον χτυπήσεις.

– Ποιον Αντώνη;

– Τον Ρέμο, για! Εκεί, στη γλάστρα. Είναι ευαίσθητες οι ζάμιες.

Η κουβέντα στο φωτεινό σαλόνι της ξεκίνησε με γέλια. Καθίσαμε δίπλα στο φυτό που πριν από μερικά χρόνια τής έστειλε ο γνωστός τραγουδιστής για τα γενέθλιά της κι εκείνη του έδωσε το όνομά του. Αφορμή για να περάσω το κατώφλι της ήταν η συναυλία «Για πάντα… μύθος», που θα πραγματοποιηθεί στις 29 Αυγούστου στο Ηρώδειο. Η συζήτησή μας έγινε στον ενικό και έτσι αποτυπώθηκε γραπτώς, σύμφωνα με τη δική της επιθυμία. Δεν μου άφησε περιθώριο, άλλωστε, να αρνηθώ: «Τι θέλεις; Εγώ να σου μιλάω με όλη μου την αγάπη κι εσύ να λες “κυρία Μαρινέλλα”, “σας παρακαλώ” και τα σχετικά; Δεν θα γίνει δουλειά έτσι!»…

– Να ξεκινήσουμε από τη λέξη «μύθος» στον τίτλο της συναυλίας. Αισθάνεσαι μύθος; Πότε συνειδητοποίησες το μέγεθός σου;

– Ποτέ! Για ποιο μέγεθος μου μιλάς; Μόνο όταν βγαίνω να τραγουδήσω, επειδή μου αρέσει πολύ αυτό που κάνω, νιώθω ότι «φτάνω» στο κοινό, τους ακουμπάω. Είτε είναι εκατό οι θεατές είτε χιλιάδες, τους βλέπω σαν ένα πρόσωπο, που το κοιτάω στα μάτια και του λέω «σ’ αγαπώ». Αυτό το εισπράττουν όλοι. Κάτω από τη σκηνή, και δεν το λέω για να καμωθώ την ταπεινή, δεν είμαι τίποτα.

– Και το κοινό σ’ αγαπάει, όχι μόνο για τα τραγούδια, αλλά και γι’ αυτό που είσαι.

– Μάλλον επειδή ό,τι καλό κάνεις το παίρνεις πίσω. Δεν έχω βλάψει κανέναν. Τα γκομενικά μου ήταν περιορισμένα. Είχα μόνο σοβαρές σχέσεις που κρατούσαν χρόνια. Κι όταν η Τζωρτίνα ήταν δέκα ετών και είχα πάρει διαζύγιο από τον Βοσκόπουλο –είχα ξεμπερδέψει, για την ακρίβεια, γιατί ο Τόλης δεν ήταν το πιο εύκολο αγόρι– αποφάσισα πως οι άντρες είχαν τελειώσει πια για μένα. Δεν ήθελα να δω ποτέ το παιδί μου κατσουφιασμένο από κάποιο αρνητικό σχόλιο που θα άκουγε για την προσωπική μου ζωή.

– Δεν ήταν μεγάλη θυσία;

– Ποτέ δεν έκανα θυσίες. Μόνο συνειδητές επιλογές. Τα μισά μου χρόνια είμαι μόνη και δεν το έχω μετανιώσει. Να, αυτά λέμε με το φιλαράκι μου, την Κατιάνα (σ.σ. Μπαλανίκα) και γελάμε, όποτε βγαίνουμε για φαγάκι τα δυο μας.

Oταν η Τζωρτίνα ήταν δέκα και είχα πάρει διαζύγιο από τον Βοσκόπουλο –είχα ξεμπερδέψει, για την ακρίβεια, ο Τόλης δεν ήταν το πιο εύκολο αγόρι– αποφάσισα πως οι άντρες είχαν τελειώσει πια για μένα.

– Πόσα χρόνια γράφει το… κοντέρ της καριέρας σου, λοιπόν;

– Εξήντα πέντε! Κι ακόμη τραγουδάω, να χτυπήσω ξύλο. Μεγάλη ευλογία. Βέβαια, τον έχω προσέξει τον λαιμό μου. Δεν έχω κάνει καταχρήσεις. Κάπνιζα κάποτε, όμως το έκοψα μαχαίρι τη δεκαετία του ’80. Αλκοόλ πίνω με μέτρο, ένα-δυο ποτηράκια κρασί ή τσιπουράκι με το φαγητό, για την παρέα. Καμαρώνω όχι μόνο επειδή το λαρύγγι μου δουλεύει ακόμη, αλλά και γιατί έχω τη χαρά, στα ογδόντα τόσα χρόνια μου, να συνεργάζομαι με νέους ανθρώπους. Οι περισσότεροι από όσους θεωρούνται φτασμένοι –όχι μόνο στο τραγούδι, αλλά σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους– φοβούνται πως αν βάλουν κάποιον άλλο, νεότερο, στα χωράφια τους, θα τους πάρει ένα κομμάτι από την επιτυχία. Κάνουν λάθος. Από μια τέτοια συνύπαρξη κερδίζουν πάντα και οι δύο.

– Ο μεγαλύτερος δάσκαλός σου στο τραγούδι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης;

– Ναι! Με την τεράστια φωνή του και την ερμηνεία του, την τόσο απλή αλλά συγκλονιστική. Ο Στέλιος απεχθανόταν τις φιοριτούρες και τους εντυπωσιασμούς. Τραγουδούσε σέργια, ίσια. Εκανε τα σπασίματα της φωνής του μόνο εκεί που το τραγούδι το «σήκωνε».

– Από το 1966 που σταμάτησε να εμφανίζεται, κουβεντιάσατε ποτέ το ενδεχόμενο να ξανασυναντηθείτε στη σκηνή;

– Πολλές φορές. Αλλά δεν ήθελε να το κάνει. «Να τραγουδήσω για ποιον;» έλεγε. Δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα το κοινό. Στα χρόνια της απουσίας του όλα είχαν αλλάξει. Είχε αφήσει τη νύχτα στο Αλφα κι είχε πλέον φτάσει στο Ωμέγα… Αυτό, πάντως, το λάθος τού το χρεώνω: ότι στέρησε τη χαρά τού να τον ακούσουν λάιβ, από όσους τον αγαπούσαν αλλά και από τις νέες γενιές, που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν μέσω των μανάδων, των πατεράδων, των παππούδων τους. Μου λείπει ο Στέλιος, ξέρεις. Είχε καρδιά μικρού παιδιού. Νοσταλγώ τα πρώτα μας χρόνια, τα αγαπησιάρικα. Μετά τον χωρισμό μας μείναμε φίλοι – και με τον ίδιο, και με τη Βάσω, τη γυναίκα του. Οταν νοσηλευόταν στο Οφενμπαχ της Γερμανίας είχα πάει να τον δω. Εμεινα δεκαπέντε ημέρες. Του μιλούσα, του τραγουδούσα, τον τάιζα. Εχω πάντα στην κρεβατοκάμαρά μου μια φωτογραφία από τότε που ήμασταν πολύ νέοι και πολύ ερωτευμένοι. Την κοιτάω και του μιλάω. «Γιατί έπρεπε να φύγεις τόσο γρήγορα, χριστιανέ μου; Γιατί δεν πρόσεξες τον εαυτό σου; Είναι καλύτερα εκεί που είσαι τώρα;», του λέω και καμιά φορά του θυμώνω.

– Εκεί που είναι τώρα… Πού, στ’ αλήθεια, πιστεύεις ότι είναι;

– Ολοι οι άνθρωποι που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν είναι κάπου όπου ίσως τους συναντήσουμε ξανά, όταν φύγουμε κι εμείς. Μακάρι, δηλαδή… Και ταυτόχρονα είναι γύρω μας. Μας παρακολουθούν, μας προσέχουν, χαίρονται με τις χαρές μας.

Μαρινέλλα: Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα «μύθος»-1
«Εχω στην κρεβατοκάμαρά μου μια φωτογραφία (σ.σ. με τον Στέλιο Καζαντζίδη) από τότε που ήμασταν πολύ ερωτευμένοι. Την κοιτάω και του μιλάω. “Γιατί έπρεπε να φύγεις τόσο γρήγορα, χριστιανέ μου; Γιατί δεν πρόσεξες τον εαυτό σου; Είναι καλύτερα εκεί που είσαι τώρα;’’» του λέω και καμιά φορά του θυμώνω». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Δεν μου αρέσει ο Βάγκνερ, είναι πολύ βαρύς, σου βγάζει την ψυχή

– Τη δύναμη που βγάζεις, ως άνθρωπος, από πού την έχεις αντλήσει;

– Από τα παιδικά μου χρόνια, που ήταν ευτυχισμένα, με δυο καλούς γονείς. Στο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη, στη γωνία Παλαιών Πατρών και Παύλου Μελά, δεν είχαμε να φάμε, αλλά ποτέ δεν μας έλειψε το φαγητό.
 
– Πώς γινόταν αυτό;

– Σου φαίνεται περίεργο; Αλήθεια είναι. Ποτέ δεν μείναμε νηστικοί. Κι όποιον περνούσε απέξω ο πατέρας μου τον καλούσε να φάει μαζί μας. «Μα, Γιώργο μου, δεν έχουμε τίποτα. Τι θα τους ταΐσω τόσους ανθρώπους;» απελπιζόταν η μαμά. «Μη στενοχωριέσαι, Δομνίτσα μου – έτσι την έλεγε. Eντεκα δεν θα είμαστε; Περίμενε και θα δεις», απαντούσε εκείνος. Κι έπειτα γυρνούσε προς το μέρος μου. «Πάμε», μου έλεγε. Παίρναμε το βαρκάκι μας, ανοιγόμασταν έξω από τον Λευκό Πύργο και πιάναμε ακριβώς έντεκα τσιπούρες. «Βρε, Γιώργο μου, δεν μπορούσες να φέρεις δώδεκα;» διαμαρτυρόταν η μαμά μου όταν γυρίζαμε. «Γιατί, κοριτσάκι μου; Εντεκα δεν είμαστε; Τα ψάρια εκεί θα είναι και αύριο. Μπορεί να μην την τρώγαμε τη δωδέκατη τσιπούρα. Γιατί να την πετάξουμε; Στη θάλασσα θα μείνει, άσ’ τη να μεγαλώσει». Πώς το λέτε σήμερα, οικολογική συνείδηση; Ε, αυτό είχε ο πατέρας μου, ήταν μπροστά από την εποχή του. Και ήταν ο καλύτερος ψαράς που υπάρχει! Είδες; Ενεστώτα χρησιμοποιώ…
 
– Εσύ ψαρεύεις ακόμη;

– Από τότε που πέθανε ο συμπέθερός μου, ο Δημήτρης, η παρέα μου στο ψάρεμα τα καλοκαίρια στη Χαλκιδική, σταμάτησα. Ξέρεις πόσο ωραία περνούσαμε; Βγαίναμε κάθε μέρα στο πέλαγος στις έξι το πρωί και γυρίζαμε κατά τις εννιά – μη μας κάψει κι ο ήλιος. Μέχρι να δέσουμε, είχα ήδη καθαρίσει τα ψάρια που είχαμε πιάσει.
 
– Πώς περνούν οι μέρες σου όταν δεν έχεις επαγγελματικές υποχρεώσεις;

– Οικογενειακά. Με την αδελφή μου, την κόρη μου, τον άντρα της, τα εγγόνια μου. Τακτοποιώ το σπίτι, φροντίζω τα φυτά μου. Ράβω κιόλας, ξέχασα να σου το πω. Κοντέματα, στενέματα, απλά πράγματα δηλαδή, όλα μόνη μου τα κάνω. Κάθε Σαββατοκύριακο, τα πρωινά, φτιάχνω το καφεδάκι μου, κάθομαι στο δωμάτιό μου ή στη βεράντα, και ακούω έργα κλασικής μουσικής από μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες, με σπουδαίους μαέστρους. Οταν οδηγώ μόνη, πάλι κλασική μουσική ακούω. Με ηρεμεί. Αγαπώ τον Λιστ, τον Σοπέν, τον Μπετόβεν. Μόνο ο Βάγκνερ δεν μου αρέσει. Είναι πολύ βαρύς. Και σου βγάζει την ψυχή μέχρι να οδηγήσει το έργο στην κορύφωσή του. (Γέλια)

Η πρώτη ανάμνηση

«Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι στη ζωή μου είναι η μέρα που γύρισε από τον πόλεμο ο πατέρας μου. Hταν άνοιξη του ’41. Hμουν δεν ήμουν τριών ετών. Από τα ξημερώματα τα καράβια έφερναν φαντάρους. Τον περίμενα”. Από την ανυπομονησία, βγήκα από το σπίτι μας, μπλέχτηκα μες στον κόσμο κι όπως περνούσαν οι φαντάροι, τους κοίταζα μέσα στα μάτια. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου; Κάποια στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, σταμάτησα μπροστά σε έναν ψηλό άνδρα. Κοιταχτήκαμε για λίγο. “Μπαμπά!” φώναξα. Εκείνος πέταξε το σακίδιό του και με σήκωσε στην αγκαλιά του. Ξωπίσω ερχόταν η μάνα μου αλαφιασμένη. “Γιώργο! Πώς σε γνώρισε το παιδί;”. Είχαν σαστίσει. Αφού βρέφος ήμουν όταν είχε φύγει, ούτε φωτογραφία του δεν είχα δει, πώς ήξερα ότι ήταν εκείνος; Eνστικτο θα μου πεις. Μάλλον».

Η συνάντηση

«Να πάρεις κέικ, μόλις βγήκε από τον φούρνο. Και κουλουράκια, και γλυκά. Τίποτα δεν έχεις αγγίξει, θα σε μαλώσω!». Πίνοντας καφέ κουβεντιάσαμε για σχεδόν δύο ώρες. «Ποια καλοκαίρια νοσταλγείς περισσότερο;», τη ρώτησα. «Των παιδικών μου χρόνων. Πηγαίναμε στην Αγία Τριάδα, ένα χωριό κοντά στο Μεγάλο Καραμπουρνού. Εκεί να δεις ψαρέματα… Δεν μπορείς να φανταστείς σε πόσες διαφορετικές εκδοχές τρώγαμε τα ψάρια που πιάναμε. Η αδελφή του πατέρα μου τα τηγάνιζε και μέσα στο τηγάνι έριχνε ξίδι, μπόλικο σκόρδο και μαϊντανό. Εσβηνε τη φωτιά –την γκαζιέρα, δηλαδή– και τα άφηνε στην άκρη. Αυτά τραβούσαν όλη τη μαρινάδα και γίνονταν μούρλια. Μωρ’ τι σου λέω τώρα; Θα μας ανοίξει η όρεξη!». (Γέλια)

Μαρινέλλα: Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα «μύθος»-2
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή