Σκιάθος, 19ος αιώνας, κοντά στο ερημητήριο ενός ασκητή. Μια ηλικιωμένη γυναίκα στέκεται μπροστά σε ένα στενό θαλασσινό πέρασμα, λίγο πριν από την παλίρροια. Εδώ και λίγες μέρες ζει σαν αγρίμι, έχοντας βρει καταφύγιο σε έναν ερημικό τόπο· εκεί όπου αετοί φυλάνε τα κρανία των θηραμάτων τους και όπου κανένα ανθρώπινο πόδι δεν πατάει (εκτός κι αν κάποιος βοσκός χάσει κάποιο ζώο από το κοπάδι του). Είναι πια φανερά εξουθενωμένη από το ανθρωποκυνηγητό που έχει εξαπολυθεί εναντίον της. Ακόμα και η φύση την αντιμετωπίζει σαν εχθρό. «Κάτω εις το Κακόρρεμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας», γράφει χαρακτηριστικά, περιγράφοντας την τελευταία κατοικία της ηρωίδας του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Οι χωροφύλακες που την κυνηγούν δεν είναι το μεγαλύτερό της πρόβλημα. Υπάρχει και κάτι άλλο, πιο τρομακτικό: οι τύψεις οι οποίες επιστρέφουν το βράδυ με τη μορφή εφιάλτη. «Ο νεκρώσιμος χορός των κορασίδων, με ηυξημένον τον φρικώδη ορμαθόν, εχοροπήδα τριγύρω της. “Είμαστε παιδιά σου! – Μας εγέννησες! – Φίλησέ μας! – Δώσε μας, μαμμά! – Πάρε μας στολίδια, στολίδια όμορφα! – Χάιδεψέ μας! – Δεν μας αγαπάς;”» διαβάζουμε για τα όνειρα της Χαδούλας ή Φραγκογιαννούς. Είναι φανερό ότι η εμβληματική ηρωίδα του Σκιαθίτη συγγραφέα χάνει το μυαλό της, σελίδα τη σελίδα, λέξη τη λέξη. Αποχωρεί από την κοινωνία των ανθρώπων και περπατά σε έναν κόσμο γεμάτο σκιές. Ποιο είναι το έγκλημά της; Η μεγαλύτερη αμαρτία που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος: σκοτώνει μωρά παιδιά. Και πιο συγκεκριμένα: είναι μια κατά συρροή δολοφόνος ανήλικων κοριτσιών.
Θρίλερ το ελληνικό
Πολλοί από τους νεότερους αναγνώστες, οι οποίοι θα δουν αυτές τις μέρες την κινηματογραφική μεταφορά της Φόνισσας στα σινεμά, πιστεύουν λανθασμένα ότι τα παλιότερα ελληνικά κείμενα δεν κουβαλούν αρκετό «σκοτάδι» στις σελίδες τους. Υπάρχει η αίσθηση ότι δεν βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο, ότι δεν βυθίζονται στα επικίνδυνα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Με λίγα λόγια, ότι δεν προσφέρουν έντονες συγκινήσεις, όπως τα σύγχρονα θρίλερ ή κάποια περιπετειώδη μυθιστορήματα-σταθμοί της αγγλοσαξονικής παράδοσης. Αρκεί, βέβαια, μία ανάγνωση διηγημάτων σαν το Πίστομα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, για να πειστεί κανείς για το αντίθετο. Τι πιο κτηνώδες, τι πιο απάνθρωπο από τον φόνο ενός παιδιού;
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήθελε να κλείσει τα μάτια στην προαναφερθείσα παράδοση, θα ήταν αρκετά δύσκολο να το κάνει, αφού υπήρξε μεταφραστής της: Ο Πύργος του Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ και Ο αόρατος του Χ. Τζ. Γουέλς, δύο εμβληματικές αφηγήσεις σε αυτό που πολύ γενικά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως θρίλερ, είχαν αποδοθεί στα ελληνικά από τον ίδιο. (Φυσικά, δεν είχε μεταφράσει μόνο αυτά τα δύο κείμενα, αφού υπήρξε και μεταφραστής του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, μεταξύ πολλών άλλων.)
Όμως στην περίπτωση της Φόνισσας, που εκδόθηκε σε συνέχειες το 1903, δεν κυριαρχούν τα μεταφυσικά στοιχεία. Εδώ το θρίλερ είναι εντελώς ανθρώπινο και ξεκάθαρα «ελληνικό». Πρόκειται για μια από κάθε άποψη τρομακτική σύλληψη του Παπαδιαμάντη, τόσο υπερβολική αλλά και τόσο καλογραμμένη, ώστε να ακούγεται απόλυτα αληθινή. Σύμφωνα με στατιστική έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, η οποία δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2023, μόνο το 8,6% των κατά συρροή δολοφόνων των ΗΠΑ είναι γυναίκες. Σημαντική σημείωση: Το φαινόμενο των serial killers γνώρισε το αποκορύφωμά του, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, στην Αμερική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Πολλές δεκαετίες και αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Φραγκογιαννού, δηλαδή. Ο Σκιαθίτης συγγραφέας υπήρξε, λοιπόν, διπλά πρωτότυπος σε αυτόν τον τομέα.
«Ε, τι να γίνει, θα βρούμε κανένα παιδί», ακούμε τη Χαδούλα να λέει στην κόρη της, όταν η τελευταία ζητά να θηλάσει το μωρό της, επειδή έχει κατεβάσει πολύ γάλα και πονάει το στήθος της. Λίγο πριν, η κεντρική ηρωίδα του κειμένου έχει κάνει το αδιανόητο, διαπράττοντας το πρώτο φριχτό έγκλημα του βιβλίου: έχει πνίξει με τα ίδια της τα χέρια την εγγονή της· όχι όμως από μίσος, αλλά για να τη λυτρώσει από το δύσκολο μέλλον που επιφυλάσσει η μοίρα σε κάθε γυναίκα. Μια σκηνή, δηλαδή, που θα έκανε πολλά από τα σημερινά βίαια page turners να κοκκινίσουν από ντροπή – τόσο επειδή δεν μπορούν να βάλουν τόσο βαθιά το μαχαίρι στην ανθρώπινη πληγή, όσο και επειδή τα κίνητρα των φόνων τους συνήθως δεν προκαλούν καμία έκπληξη. Η Φραγκογιαννού, από την άλλη, σπάει κάθε λογοτεχνικό και κάθε ανθρώπινο κανόνα. Είναι ένας χαρακτήρας που κάνει το απρόβλεπτο, το ανήκουστο· μας τρομάζει όχι επειδή μας φαίνεται μια άγνωστη, αλλά επειδή μας είναι εντελώς οικεία. Θα μπορούσε να ήταν η γιαγιά μας.
Μια σκοτεινή σκηνογραφία
Η Σκιάθος στη Φόνισσα δεν είναι κάποιος ειδυλλιακός τουριστικός προορισμός, γεμάτος γραφικές ταβέρνες και οργανωμένες παραλίες. Είναι ένας τόπος φτωχικός, ανεμοδαρμένος, αφιλόξενος, γεμάτος πέτρες, άγριες ερημιές και ανθρώπους που ζουν απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο. Η θάλασσα είναι πανταχού παρούσα, αλλά μόνο φιλική δεν δείχνει· οι άνδρες βρίσκουν εκεί δουλειά, οι γυναίκες μένουν πίσω να παλεύουν με όλες τις δυσκολίες, λες και είναι εγκλωβισμένες σε ένα νησί-φυλακή. Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε τον τόπο του, η σκηνογραφία που επιλέγει όμως ρίχνει μια βαριά σκιά στον αναγνώστη.
Όχι βέβαια ότι λείπει το χιούμορ – όπως, πολύ συχνά, λείπει από σύγχρονα θρίλερ τα οποία προσπαθούν πάρα πολύ να μας πείσουν για το σκοτάδι που κρύβουν. Χαρακτηριστικό της αιχμηρής ειρωνείας του Παπαδιαμάντη είναι το παρατσούκλι που είχε δώσει η Φραγκογιαννού στον εκλιπόντα σύζυγό της: Τον φώναζε «Λογαριασμό», επειδή «δεν ηδύνατο ορθώς να λογαριάση ούτε ποσόν δι’ ολίγους παράδες, ούτε δυο ημεροκάματα». Ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ένας άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στο πλαίσιο μιας ασκητικής μοναξιάς, ένα πνεύμα που έβλεπε μάλλον ένα πολύ διαφορετικό φως από εκείνο το οποίο βλέπουμε οι περισσότεροι, είχε παράλληλα πολλά πάρε-δώσε με το «κακό» ως συγγραφέας. Δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει για να γίνει σκοτεινός· ήταν σκοτεινός – και με το παραπάνω. Όχι όμως σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού, αλλά ως ένας τρόπος να φωτιστούν ακόμα περισσότερο οι πιο λαμπρές κατακτήσεις των ανθρώπων: η αγάπη, η τιμιότητα, η λύτρωση.
Εγκλημα και Ιστορία
«Η Φόνισσα χαρακτηρίζεται “ιδεοληπτική εγκληματίας”, καθώς ένα καθοριστικό αίτιο που την ωθεί στη διάπραξη των εγκλημάτων –των ανθρωποκτονιών ανήλικων κοριτσιών– είναι η ιδεοληψία της», γράφει σε εκτενές της άρθρο η Αγγελική Καρδαρά, συγγραφέας και διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, η οποία ασχολήθηκε με το κείμενο στη διπλωματική της εργασία. «Οι φόνοι που διαπράττει μπορούν να χαρακτηριστούν ιδεο-συμβολικοί, με την έννοια ότι η Φόνισσα δεν υποκινείται από κάποιο τυφλό πάθος ούτε από οικονομικό κίνητρο ή κάποιο ταπεινό συμφέρον, αλλά διαπράττει τα ειδεχθή εγκλήματα κινούμενη από μια ιδέα: την ιδέα της λύτρωσης των μικρών κοριτσιών και των οικογενειών τους και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας από τον πόνο και τη δυστυχία». Πρόκειται για μια προσέγγιση που βρίσκει σύμφωνο και τον καθηγητή Εγκληματολογίας και συγγραφέα Γιάννη Πανούση, όπως μου είπε στο τηλέφωνο, αφού θεωρεί ότι η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη έχει κοινωνικοψυχολογικό και υπό μία έννοια εγκληματολογικό ενδιαφέρον. Μετά από αυτήν, συναντάμε Ελληνίδες serial killers στο αστυνομικό ρεπορτάζ, πριν από αυτήν δεν υπάρχει κάποια γνωστή καταγεγραμμένη περίπτωση. Η τέχνη που ξεπερνά την πραγματικότητα; Καθόλου απίθανο.
Μήπως όμως υπήρχαν στοιχεία των ελληνικών κοινωνιών της εποχής που ώθησαν τον Παπαδιαμάντη στη συγκεκριμένη επιλογή; Μιλώντας με την Κατερίνα Μπέη, σεναριογράφο της κινηματογραφικής μεταφοράς της Φόνισσας, η οποία κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στις αίθουσες, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια πληροφορία που άκουγα πρώτη φορά: σύμφωνα με τη δική τους έρευνα, υπήρχε σε απομακρυσμένα μέρη της ελληνικής επικράτειας –όπως σε χωριά της Μάνης– ο θεσμός του «πνίχτη». Ένας άνδρας ή μια γυναίκα, με άλλα λόγια, που αναλάμβανε να απαλλάξει τους γονείς από τα δεύτερα, τρίτα ή τέταρτα κορίτσια, τα οποία δεν μπορούσαν να προικίσουν. Ήταν οικογενειακά βαρίδια και έπρεπε να πεθάνουν – για να μην ταλαιπωρήσουν και να μην ταλαιπωρηθούν.
Η Φραγκογιαννού φαίνεται να ταιριάζει γάντι σε αυτόν τον θεσμό. Για την Κατερίνα Μπέη, η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη υπήρξε θύμα των κλειστών και ζοφερών κοινωνιών της εποχής και κυρίως των ανδτρών, αφού «την είχαν να φροντίζει τις γυναίκες τους με τις γνώσεις που είχε για τα βότανα, να τους ξεγεννά τα παιδιά ή να τα σκοτώνει όταν είναι κορίτσια και δεν τα έχουν ανάγκη». Στο τέλος μάλιστα, την κυνηγούν και την οδηγούν στον χαμό της. Άλλωστε, όταν ο όχλος αγριεύει, πάντα ζητά έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Την παραδοχή για την άχαρη ζωή της Χαδούλας την κάνει ο Σκιαθίτης ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, λέγοντας πως, «όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της – και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της».
«Οι γυναίκες υποφέρουν, και η ζωή που έχουν μπροστά τους είναι χειρότερη από τον θάνατο», συμπληρώνει η σεναριογράφος, πριν χαρακτηρίσει τη Φόνισσα ως ένα στρεβλά φεμινιστικό έργο. Αρκεί, όμως, αυτή η εξήγηση για ένα από τα σημαντικότερα, πιο σκοτεινά και πρωτότυπα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο, παρά τις δυσκολίες της γλώσσας για τους σημερινούς αναγνώστες, διαβάζεται ανελλιπώς από τότε μέχρι σήμερα;
Χαδούλα, ένας μοναδικός χαρακτήρας
Η Φραγκογιαννού δεν είναι ένας συνηθισμένος χαρακτήρας, όπως και η Φόνισσα δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο. Σύμφωνα με όσα μου είπε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την έκδοση του μυθιστορήματος από τις εκδόσεις Εστία προ εικοσαετίας, «χωρίς τη Φόνισσα, το έργο του Παπαδιαμάντη θα ήταν μισό». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα long seller και ταυτόχρονα best seller – μόνο στον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό τις 50 χιλιάδες αντίτυπα. Υπάρχουν αρκετές ακόμα εκδόσεις, είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο και μέρος του διδάσκεται στα σχολικά βιβλία. Όλοι έχουμε μια επαφή με το κείμενο. Εύλογα λοιπόν θα αναρωτηθούμε: Πώς έγινε best seller και μέρος της εθνικής μας κουλτούρας ένα βιβλίο που καταγράφει παιδοκτονίες με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες;
Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν ένας συνηθισμένος συγγραφέας, ήταν και δεν ήταν εδώ μαζί μας στη γη – με το ένα πόδι βρισκόταν στην ταβέρνα, με το άλλο σε κάποιο φιλοσοφικό υπερπέραν γεμάτο από τις διδαχές του χριστιανισμού. Μάλιστα, πολλές φορές έπραττε το απροσδόκητο, όπως ακριβώς έκανε η εμβληματική του ηρωίδα, η οποία σκότωνε κορίτσια για να τα λυτρώσει. Εκείνος, για παράδειγμα, είχε ζητήσει μικρότερη αμοιβή από όσο του έδινε μια εφημερίδα, επειδή θεωρούσε σπατάλη (!) τα περισσότερα χρήματα.
«Η Φόνισσα δεν γίνεται ποτέ πλήρως και μόνο δαιμονική· είναι πάντοτε και η Χαδούλα, μια δυνητική αγία, όπως όλοι οι άνθρωποι όλων των εποχών και όλων των τόπων», σημειώνει ο συγγραφέας Κυριάκος Μαργαρίτης στη μελέτη του υπό τον τίτλο Το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα (εκδ. Αρμός). Έχουν γίνει προσπάθειες για να ερμηνευτούν οι πράξεις (ή πιο σωστά τα φονικά) της Φραγκογιαννούς – άλλες από φεμινιστική και άλλες από εγκληματολογική σκοπιά. Τα ευρήματά τους είναι, όντως, ενδιαφέροντα. Ο Παπαδιαμάντης όμως μοιάζει να μη θέλει να δώσει λύση στον γρίφο που βάζει στον αναγνώστη. «Είχε ψηλώσει ο νους της!» γράφει βάζοντας πρόωρο τέλος στις λογοτεχνικές συζητήσεις.
Η Φραγκογιαννού μεταμορφώνεται μέσα από την πράξη της. Σύμφωνα με τον κ. Ζουμπουλάκη, «το κακό στη Φόνισσα δεν εκλογικεύεται. Ο κεντρικός χαρακτήρας φτάνει στον φόνο ρισκάροντας παράλληλα τη ζωή του. Ενσαρκώνει κατ’ αυτόν τον τρόπο το απόλυτο κακό, το κακό που φτάνει στην αυτοθυσία». Θέτει δηλαδή, σύμφωνα με όσα μοιράστηκε ο συνομιλητής μου, ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο απασχολεί τη φιλοσοφία: ότι το κακό δεν το κάνουν οι κακούργοι. «Δεν είναι έργο τεράτων, είναι έργο κανονικών ανθρώπων – ανήκει, δηλαδή, στις υπαρκτικές μας δυνατότητες. Εσείς και εγώ είμαστε ικανοί να κάνουμε το φονικό. Μάλιστα μπορείς να το κάνεις και με καλές προθέσεις».
Αρκεί αυτό για να κάνει ένα μυθιστόρημα μεγάλο, σπουδαίο, θρυλικό; «Η λογοτεχνία δεν είναι φιλοσοφικό δοκίμιο, όσο και αν θέτει τα μεγάλα ζητήματα της ανθρώπινης σκέψης. Πιστεύω ότι εκείνο που αποτελεί την ακαταμάχητη, ελκτική δύναμη της Φόνισσας είναι το πρόσωπο της Χαδούλας», λέει ο κ. Ζουμπουλάκης, για να συμπληρώσει: «Είναι συμπαθής, δεν είναι τέρας. Είναι βασανισμένη, ξεγελασμένη και αδικημένη. Εκφράζει τη δυστυχία τού να είσαι γυναίκα».
Μεταξύ Θεού και ανθρώπου
Η πρώτη φορά που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι κάτι αλλόκοτο συμβαίνει με την ψυχοσύνθεση της Φραγκογιαννούς είναι με εκείνο το «Σα σ’ ακούω, δυχατέρα!» που ξεστομίζει στη λεχώνα κόρη της πριν αγγίξει το απόλυτο κακό. Σαν μια φράση για να αρχίσει ένα μακάβριο τελετουργικό το οποίο θα την οδηγήσει πέρα από τον νόμο των ανθρώπων και κατευθείαν στην κρίση του Θεού, για κάποιες πράξεις που εκείνη βίωνε ως ύψιστη υποχρέωση, ως μια κίνηση λύτρωσης για τα πιο ταλαιπωρημένα πλάσματα των ανθρώπινων κοινωνιών· τα κορίτσια που γίνονταν δούλες στους άνδρες αφέντες τους.
Ίσως γι’ αυτό ακόμα και όταν τα εγκλήματά της έχουν αποκαλυφθεί και βρίσκεται κυνηγημένη στις εσχατιές της Σκιάθου, οι αναγνώστες παίρνουν το δικό της μέρος και όχι το μέρος των χωροφυλάκων. Κάνουμε, δηλαδή, και εμείς οι ίδιοι κάτι το απροσδόκητο: αντί να αντιδρούμε βίαια, όπως είναι λογικό να κάνουμε απέναντι στους παιδοκτόνους, τη συμπονούμε – σαν να είναι ένας Άγγελος που έχασε τον δρόμο του και όχι ένας Δαίμονας, σαν να είναι η γιαγιά μας που ο νους της ψήλωσε.
Ακριβώς 120 χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση σε συνέχειες, η Φόνισσα συνεχίζει, αντί να δίνει έτοιμες απαντήσεις, να μας γεννά περισσότερα ερωτήματα – ακριβώς, δηλαδή, όπως κάνουν τα μεγάλα μυθιστορήματα. Δεν υπάρχει κάποια πολύ λογική εξήγηση στον γρίφο της. Απλώς στο τέλος μένει η εικόνα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, ενός πλάσματος που θυμίζει πιο πολύ κάτι ανάμεσα σε αγρίμι και στοιχειό πάρα άνθρωπο, να περνάει ένα θαλασσινό πέρασμα και να χάνεται για πάντα, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παπαδιαμάντης, «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Tα έργα της εικονογράφησης αποτελούν μέρος της σειράς Εννέα σπουδές στον πόνο και έχουν εκδοθεί από τους Αντίποδες στο βιβλίο με τίτλο Γυναίκες που επιστρέφουν, σε κείμενα του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη.