Soul kitchen – Λάτε με κουρκουμά. Γάλα βρόμης, κουρκουμάς και πιπέρι, ίσα να καψαλιστούν τα χείλη στην πρώτη επαφή με το ποτήρι. Το μικρό καφέ βρίσκεται σε μια γειτονιά που όμως δεν έχει τη χάρη που κουβαλάει η Άλτονα και τα ζεστά της ισόγεια, όπου καζάνια βράζουν και τηγανίζουν ασταμάτητα κορεατικές λιχουδιές, μερίδες γεμάτες. Εδώ δεν είναι Αθήνα. Το αντίτιμο είναι αντιπροσωπευτικό της ποσότητας και της ποιότητας. Εδώ κάνεις και στάση σε ένα κατάμεστο καφέ-μπαρ, καταβροχθίζεις ένα κομμάτι τούρτα από τις προθήκες και ξεκινάς/τελειώνεις τη νύχτα. Έρχεσαι – φεύγεις.
Gegen die Wand (Μαζί ποτέ) – Χιόνι πυκνό. Τα φώτα είναι πυξίδα. Οι άνδρες έξω από τα αραβικά και τα τουρκικά οπωροπωλεία φορούν μακρυμάνικο με γιλέκο, μαζεύουν τα εσπεριδοειδή για προστασία από το χιόνι. Παρασκευή σήμερα, ημέρα ανεφοδιασμού. «Τσιμπώντας» μια λεμονάδα Ουλουντάγ, ελπίζω πως θα συναντήσω τη Σιμπέλ, που θα έρθει να πάρει πιπεριές για γεμιστά ορφανά με λίγη ζάχαρη, να σπάσει η πικρίλα, όσο πίσω ο Τζιχάν Οκάν θα τραγουδάει «Ετοίμασε το τραπέζι, κυρα-Δέσποινα/ άπλωσε τα πάλλευκα τραπεζομάντιλα/ βάλε το ντιβάνι κάτω από το αμπέλι/ με την αδερφή Μουζεϊέν να στέκεται πλάι σου». Ο δρόμος τελείωσε, η μουσική έσβησε, η μπαταρία έπεσε και η φαντασία οργίασε. Χάθηκα.
Das goldene Handschuh (Το χρυσό γάντι) – Μέσα στο Ζίλμπερζακ, οι φωτογραφίες απαγορεύονται. Η κουρτίνα στην είσοδο του Νόρντλιχτ ζέχνει καπνό ίσο με ημερήσια παραγωγή καπνοβιομηχανίας (τι μπόχα είναι αυτή). Έξω από τα δύο μπαρ, δύο εικοσάχρονα στέκονται αμήχανα, ανυπόμονα να πασάρουν το «σις», να βγάλουν το «κασέρι» του Σαββάτου, ενώ στην τεράστια αλέα του Ρεπερμπάν, με τις βιτρίνες των ντονεράδικων και τις μαρκίζες των σεξ μπαρ, οι γυναίκες έχουν την εντολή να την «πέφτουν» σε τουρίστες: μπαίνουν στον δρόμο σαν φράγματα, πιάνουν το χέρι αγκαζέ και, αν δεν υποκύψεις στις «σειρήνες» τους, σε βρίζουν μονοκόμματα. Σε κάποιο στενό πιο πάνω, ο Φατίχ Ακίν γύρισε την πιο φρικιαστική ταινία του. Σε κάποιο στενό πιο κάτω, ένα σαντουιτσάδικο με μπακαλιάρο παίζει στο ηχειάκι κριντζ γερμανική τέκνο. Τα παιδιά φαλτσάρουν.
Kurz und schmerzlos (Ακαριαίο χτύπημα) – Τρεις λέξεις στα γερμανικά ισοδυναμούν με ένα ακαριαίο χτύπημα. «Zug fällt aus – Το τρένο ακυρώνεται». Η χιονοθύελλα στο Μόναχο παρέλυσε τις ταχείες της Γερμανίας. Η Ντόιτσε Μπαν δίνει εναλλακτικές, αλλά οι επιβάτες στοιβάζονται όρθιοι σε χαμηλοτάβανα βαγόνια και μαλώνουν στα κουπέ των τσεχικών σιδηροδρόμων. Η γερμανική μηχανή της αποτελεσματικότητας δεν αφορά τα τρένα μεγάλων αποστάσεων. Αναμονή και φλάσμπακ: η χθεσινή βόλτα με τις συγκοινωνίες της πόλης, ο Δ. που ακολούθησε ένα δρομολόγιο χωρίς προορισμό. Και ύστερα, η μνήμη. Η γιαγιά και ο παππούς, γκασταρμπάιτερ του ’60, να παίρνουν το τρένο μετά τη βάρδια στην Bosch, να ακούν και εκείνοι τον μονότονο ήχο των ανακοινώσεων των στάσεων και να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου μέχρι να κατέβουν στον σταθμό. Και αν μπόρεσαν και εκείνοι να λένε «moin», αντί για «καλημέρα», τότε μπορώ κι εγώ.