3ης Σεπτεμβρίου με Σατωβριάνδου – Ένα πούλμαν σταθμεύει εκεί. Στο παρμπρίζ του αναγράφεται Ναύπλιο. Οι γυναίκες που κατεβαίνουν «κουβαλούν» στα μαλλιά τους τη γοητεία των μπικουτί. Έχουν βάλει τα καλά τους, φτιασιδώθηκαν με κραγιόν, κολιέ και δύο «ψιτ» από την Tosca 1711, η μυρωδιά της οποίας αφοπλίζει όποιο άτομο τυχαίνει να περνάει εκείνη την ώρα δίπλα τους. Το χαμόγελο δεν σβήνει από τα χείλη τους, ακόμα κι όταν μία από τις κυρίες αναρωτιέται δυνατά και ανήσυχα, με τη στεντόρεια φωνή της, αν πηγαίνει κάποια προς Ομόνοια. «Καλέ, μην ανησυχείς. Μια οικογένεια γίναμε τώρα, πού θα σε αφήσουμε μόνη σου;» Πιάνονται αλά μπρατσέτα και κατεβαίνουν τις κυλιόμενες σκάλες του σταθμού, όπως οι φιλενάδες μετά τη λειτουργία της εκκλησίας.
Πατησίων με Κεφαλληνίας – «Μπορείς να έρθεις μαζί μου; Έστω, μέχρι να φτάσω στην Κυψέλης». Το βλέμμα της άλλης κοπέλας έλεγε καθαρά «μην πεις τίποτε άλλο, φυσικά και ναι». Τις ρωτήσαμε αν θέλουν να έρθουμε μαζί τους, για να νιώσουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Απάντησαν αρνητικά, «τα καταφέρνουμε μια χαρά οι δυο μας». Έστριψαν μαζί στο στενό. Τις τελευταίες μέρες, η ινσταγκραμική σελίδα @faseismos_kai_frikes έχει λάβει πολλά μηνύματα σχετικά με επιθέσεις κατά γυναικών στους δρόμους της Κυψέλης. Τα πιο πρόσφατα περιστατικά συνέβησαν στις οδούς Κεφαλληνίας με Δροσοπούλου και στην οδό Σπετσοπούλας. Οι δράστες επιλέγουν σκοτεινά και υποφωτισμένα μέρη. Η Κυψέλη έχει άφθονα. Όσο για τις φίλες, έφτασαν ασφαλείς στα σπίτια τους.
Γραμμή 608: Γαλάτσι – Ακαδημία – Νεκρ. Ζωγράφου – Μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο. Σάμπως πόσοι είμαστε; Τρεις τέσσερις επιβάτες μέσα σε ένα λεωφορείο με «φυσούνα» που αγκομαχάει σε κάθε πάτημα του γκαζιού. «Και να παραιτηθώ, ποιος θα με πάρει; Έχω περάσει τα σαράντα, Γιώτα. Δεν αντέχω πια τις δύο δουλειές και τα δρομολόγια σε όλη την Αθήνα. Μένω εδώ και ελπίζω σε ένα θαύμα. Γιατί να το ξέρεις, θα έρθει μια μέρα που θα τους πάρει ο διάολος τον πατέρα. Ακούς τι σου λέω;» Η γυναίκα δουλεύει σε τηλεφωνικό κέντρο πολυεθνικής εταιρείας.
Οδός Ζωσιμάδων, Εξάρχεια – Σάββατο. Έχουν αφήσει μια μικρή λάμπα να καίει ρεύμα. Το πάπλωμα είναι διπλωμένο πάνω στο ταμείο. Το στεγνοκαθαριστήριο θα ανοίξει τη Δευτέρα πάλι. Στοπ για μερικές στιγμές. Η Δήμητρα Παπίου στο αυτί, η Λίνα Νικολακοπούλου στις λέξεις και η μαμά στη σιδερώστρα. «Κι είχε ένα σίδερο μ’ ατμό/ και λίγο ιδρώτα στον λαιμό/ Σάββατο απόγευμα στην άκρη εκεί στην πόρτα/ Μια πιέτα δύσκολη πατά/ απ’ τ’ όνειρό της σταματά/ κι ανάβει όλα τα φώτα».
Στάση Γιανοβιτσμπρίκε, Βερολίνο – Μόλις μπήκε στο τρένο, εμφανίστηκε ο ήλιος που δεν βγαίνει ποτέ στο Βερολίνο. Έτριψε λίγο τα μάτια της, σαν να σκουπίζει κάποιο δάκρυ, και κάθισε απέναντι. Έβγαλε το τηλέφωνο και κοιτούσε έξω στην Αλεξάντερπλατς, όσο έβλεπα μαγεμένος την αντανάκλασή της από το παράθυρο. Τη σκέφτομαι ακόμη, κάθε που έχει συννεφιά. Σταματάω από το όνειρο, όταν ανάβω όλα τα φώτα.