Ψιλή κουβέντα με ούζο και «χοντρό», στην άκρη του χωριού, με θέα στην ένδοξη Πίνδο. Μια ωραία συνάντηση με αφορμή το αφιέρωμα του Γαστρονόμου «Χριστούγεννα στην Πίνδο».
Έχουμε καθίσει στη μέσα αίθουσα της ταβέρνας «Ζαγορίσιο» στην είσοδο του Τσεπέλοβου, και ο κύριος Θόδωρος, ο κάπελας, μας φέρνει δύο ποτήρια ούζο.
– «Μπράβο Θόδωρα, να ζήσει η πεθερά σου», του πετάει ο κυρ Βασίλης με νόημα.
– «Μα καλά, κυρ Βασίλη ούζο πίνεις, όχι τσίπουρο;», τον ρωτάω με ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Μια χαρά με βολεύει αφού κι εγώ το τσίπουρο δεν το θέλω, μόνο ούζο πίνω.
– «Μόνο ούζο πίνω, μου λέει λες κι έχει ακούσει τη σκέψη μου. Και δεν το αλλάζω με τίποτα. 50 χρόνια αυτό είναι το ποτό μου, κι ας πίνουν τσίπουρα όλοι οι άλλοι εδώ απάνω».
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και βλέπαμε πεντακάθαρα στο βάθος τα βουνά, παρέα με τον κύριο Βασίλη Σουλτάνη. Γεννημένος στο Τσεπέλοβο στις 18 Ιουνίου του 1940, όταν ήταν τριών ημερών, ο πατέρας του τον άφησε και έφυγε για να πάει στον ελληνοαλβανικό πόλεμο. «Ήταν Σαρακατσάνος, αγράμματος, ο πατέρας μου. Εγώ όμως κατόρθωσα και τελείωσα το δημοτικό, με δάσκαλο τον Ευριπίδη Γιαννακό. Είχε τριθέσιο δημοτικό σχολείο τότε, και γυμνάσιο, και λύκειο. Στο μεταξύ, μετά τον πόλεμο ο πατέρας μου επέστρεψε. Τσέλιγκας ήταν στο επάγγελμα. Εμείς οι Σαρακατσαναίοι τα καλοκαίρια ερχόμασταν εδώ στα βουνά, και τον χειμώνα πηγαίναμε με τα πόδια στα χειμαδιά με τα πρόβατα, κάτω στη Ζαβέρδα (σημερινή Πάλαιρος) στη Βόνιτσα. Μετά λοιπόν, αφού τελείωσα το δημοτικό και εντέλει γράμματα δε μάθαινα, με έστειλαν και έμαθα τέχνη, και έγινα ράφτης. Έραβα εδώ πάνω στο χωριό ρούχα, σακάκια, παντελόνια των αντρών, τα οποία τα ύφαιναν οι γυναίκες από τα μαλλιά του πρόβατου.
Με τη γυναίκα μου ειδωθήκαμε σε ένα άλλο χωριό, να δούμε αν τα ταιριάζουμε. Εκείνη δεν είναι από το Τσεπέλοβο, αλλά από τα Άνω Πεδινά. Σαρακατσάνα κι αυτή. Είχε τα πρώτα ξαδέρφια του πατέρα της και της μάνας της εδώ. Έτσι έγινε το προξενιό. Είπαμε το ναι και ο ένας και ο άλλος, μια ηλικία έχουμε και οι δυό. Στις 20 Αυγούστου του ‘67 έγιναν τα στέφανα εδώ στην πλατεία στον Άγιο Νικόλαο, κι ύστερα έγινε κι ο γάμος στο σπίτι στην αυλή, με όργανα, και απ’ όλα.
Παλιά θυμάμαι ήμασταν εδώ απάνω 500 άτομα, και τώρα είμαστε 60, άντε 70, και όλοι γερόντοι. Τότε ήμασταν στον συνεταιρισμό 35 άτομα και τώρα ζούμε μόνο τρεις, όλοι οι άλλοι έφυγαν. Που λες, όταν άφησα το επάγγελμα του ράφτη, πήγα στον δασικό συνεταιρισμό. Φεύγαμε τη Δευτέρα και γυρίζαμε το Σάββατο, όλη μέρα ήμασταν με σκηνές στο δάσος. Εκεί μαγειρεύαμε, εκεί τρώγαμε και δουλεύαμε όλη μέρα στα κούτσουρα. Παίρναμε ένα ζυγούρι, το σφάζαμε, το βάζαμε στη σακούλα μην το φτύσουν οι μύγες, το κρεμάγαμε και το μαγειρεύαμε ή με πατάτες, ή με μακαρόνια, ή με κριθαράκι. Και το βράδυ τρώγαμε μια κονσέρβα. Τα πρωινά ό,τι είχε ο καθένας έτρωγε, ας πούμε αυγά και τυρί.
Τώρα πια που δε δουλεύω, ξυπνάω στις 6 το πρωί, να πιω τον καφέ μου και μετά ασχολούμαι στον κήπο. Έχουμε πατάτες, φασόλια, κρεμμύδια, πιπεριές, ντομάτες. Ύστερα πάω οπωσδήποτε στην πλατεία να δω τους φίλους, να πούμε κάνα αστείο, να πειραχτούμε, να πιούμε τα ουζάκια μας, το μεσημέρι γυρίζουμε σπίτι, να φάμε ό,τι έχει φτιάξει η γυναίκα μου – ποτέ δεν είμαι απαιτητικός για το φαΐ, ό,τι έχει το σπίτι θα φάμε. Θα φάμε, θα ξαπλώσουμε, και το απόγευμα θα πάω μια βόλτα, γιατί μου είπε ο γιατρός να περπατάω. Είναι και η ηλικία μου τώρα, είμαι 83 χρονών και δεν πρέπει να είμαι ακίνητος. Πηγαίνω προς το Σκαμνέλι που έχει και ανηφόρα, και έχει και κατηφόρα. Ύστερα γυρνάω σπίτι, τρώω ένα γιαουρτάκι και μια φέτα ψωμί, και μόλις τελειώσουν οι ειδήσεις πέφτουμε για ύπνο, εκτός αν έχει κάνα ποδόσφαιρο η τηλεόραση. Άλλο τίποτε. Σίριαλ και τέτοια δε χαζεύω. Έχουμε συνηθίσει εδώ. Εδώ γεννήθηκα, εδώ θα πεθάνω».
– «Κυρ Βασίλη δεν παραγγέλνουμε και κάνα φαΐ μην πίνουμε το ούζο μονοκοπανιά;», τον ρωτάω, και ψάχνω με τα μάτια τον σερβιτόρο γιατί μου έχει σφηνωθεί να παραγγείλω χοντρό (σ.σ: κρέας από μεγάλη σε ηλικία ζώο) με τραχανά.
– «Και δεν παίρνεις. Όλα τα τρώω εγώ, πλην τα μακαρόνια. Περισσότερο αγαπώ τις πίτες. Λαχανόπιτα και τυρόπιτα, αυτές είναι το κάτι άλλο. Κάθε δυό βδομάδες μας φέρνει ένα παιδί και πέστροφες από τον Βοϊδομάτη. Τις κάνουμε ψητές στα κάρβουνα ή στον φούρνο με πατάτες, κρεμμύδια και σκόρδα ντόπια από τον κήπο μας. Αλλά βέβαια το κρέας είναι ο βασιλιάς. Το αρνάκι εννοώ. Και τα Χριστούγεννα αρνάκι τρώμε, ψητό στη γάστρα».
Σηκώνουμε τα ποτήρια μας ψηλά, και τσουγκρίζουμε δυνατά. Μια αχτίδα φωτός πέφτει πλαγίως στο πρόσωπό του, σουφρώνει λίγο τα μάτια, πίνει μια γουλιά ούζο, και μου λέει «να ξανάρθεις στο Τσεπέλοβο. Για την αγριάδα απ’ τα βουνά και την καλοσύνη μας. Εγώ τα λέω βλάχικα, σαρακατσάνικα». Ανάβει τσιγάρο, τραβάει μια τζούρα, φυσάει τον καπνό ψηλά να πάει να συναντήσει το σύννεφο που έχει κάτσει από πάνω μας. «Θα βρέξει μάλλον» μου λέει, και βιάζεται να πιάσει τη μαγκούρα του, να πάει γραμμή στο σπίτι.
Γνωρίστε τη χειμωνιάτικη κουζίνα της Πίνδου, μαζί με έθιμα, θρύλους, παραδόσεις και μαρτυρίες ντόπιων στον γιορτινό Γαστρονόμο.
Χριστούγεννα στην Πίνδο: ένα γιορτινό οδοιπορικό στη ραχοκοκαλιά της Ελλάδας με 70 μοναδικές συνταγές. Γαστρονόμος Δεκεμβρίου, την Κυριακή 10/12 με την Καθημερινή.